Για τον χαλβά ο λόγος

0

Πάππου, άμα δεν έχει καλαμπούκι στο μπακάλικο, να πάρω χαλβά; Έτσι έλεγε ο πατέρας σαν ήταν μικρός, δείχνοντας την αδυναμία του στο γλύκισμα. Σάμπως και τι άλλες επιλογές γλυκού είχαν τότε τα παιδιά εκτός από κάνα ρυζόγαλο, γριές τηγανίτες, παξιμάδι βρεμμένο πασπαλισμένο με ζάχαρη. Τα γλυκά του κουταλιού μπαίνανε σε βάζα και τα βάζα σε κρυψώνες κι εμφανίζονταν με τρόπο μαγικό όταν ερχόταν μουσαφιραίοι στο σπίτι, γιατί αυτά τα γλυκά  ήταν μόνο για τους αθρώπους.

Η αδυναμία του πατέρα συνεχίστηκε για πολλά πολλά χρόνια, για ‘δε θα ‘ρθει πλήρωμα μόλις πιάσομε Αμερική, έλεγε της μάνας στο τηλέφωνο,  χαλβά με αμύγδαλο, ούζο και κάνα αστυνομικό βιβλίο θέλω, κάμε ένα πακέτο να το πας στο γραφείο.

Οι ρίζες του  χαλβά κρατούν από τις Αραβικές χώρες και halwaστη γλώσσα τους σημαίνει γλυκός. Το ταξίδι του μεγάλο, έφτασε στην Ινδία, στη νότια Ασία, την Αίγυπτο, έπιασε την Ανατολική Μεσόγειο κι απ’ όπου πέρασε του πρόσθεταν υλικά. Στην Ινδία του βάλαν αλεύρι, μπαχαρικά, φρούτα και σπόρους. Στην Τουρκία λέγεται helva και τον αγαπούσαν οι σουλτάνοι κι οι δερβίσηδες, εκεί του πρόσθεσαν σαφράν και φιστίκια.

Στη γέφυρα της Δραπετσώνας, εκεί στον Άγιο Διονύση, παράγκες, μηχανουργεία, ένας κινηματογράφος, σουβλατζίδικα με ανατολίτικα ζουμερά κεμπάπ κι ένα μικρό μαγαζάκι, μια σταλιά. Με την προσφυγιά του ’22, οι Μικρασιάτες έφεραν και την τέχνη του χαλβά στον Πειραιά κι απ’ έξω από τη μικρή οικοτεχνία κόσμος πολύς περίμενε, από τ’ αξημέρωτα, ουρά, άνθρωποι μεροκαματιάρηδες με τα ρούχα της δουλειάς, νοικοκυρές με το διχτάκι στο χέρι, καλοντυμένοι από τα προάστια.

Μέρες του ταχινιού και του χαλβά, όσο πλησίαζε η Καθαρή Δευτέρα κι η νήστεια. Κεφάλια ολόκληρα, τεράστια, μπαστούνια  στόλιζαν τους πάγκους. Όγκοι δουλεμένοι από χέρια δυνατά στα μπασίμια, στα μεγάλα καζάνια, εκεί που ένωναν το ταχίνι με την καραμέλα, που τη φτιάχναν από ζάχαρη, γλυκόζη και τσουένι. Οι γεύσεις απλές: σκέτος, με σοκολάτα ή με αμύγδαλο. Κιλά κόβονταν με το χαλβαδομάχαιρο, τυλίγονταν στη λαδόκολλα, ζυγιζόταν και έμπαιναν στο διχτάκι. Το ταχίνι χύμα γέμιζε τα βάζα που έφερναν οι γυναίκες  από το σπίτι. Η μυρωδιά από το αλεσμένο σουσάμι έσπαγε τα ρουθούνια.

Τα χρόνια πέρασαν κι ο χαλβάς μπήκε σε πλαστικά δοχεία, τάπερ, στρογγυλά και μακρόστενα, σε συσκευασίες μιας χρήσης, στη γεύση του προστέθηκαν cranberries, μπισκότα, μαστίχα χιώτικη, φουντούκια, έγινε της μόδας ξανά ο χαλβάς με χαρουπόμελο, όπως τότε στην κατοχή που δεν υπήρχε ζάχαρη. Τώρα πια, δεν χρειάζεται να αγγαρέψεις κάποιον συγγενή να σου φέρει, ούτε να περιμένεις ουρά, τον βρίσκεις παντού σε κάθε σούπερ μάρκετ και μπακάλικο, σε κάθε χωριό και γειτονιά, στο διαδίκτυο, όμως  τη γεύση που θυμάσαι στο στόμα σου από παιδί, ακόμα να την ξαναβρείς.

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο