Η ζωή στο Κάστρο – Μεγαλώνοντας στη Χίο

0

Ομιλία του Κώστα Ζαφείρη στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργη Ζυμαράκη 

Δ. Μυωτέρης, Γ. Ζυμαράκης, Κ. Ζαφείρης (Ίδρυμα Μ. Τσάκος – 4 Αυγούστου 2017)

Θα ήθελα αρχικά να ευχαριστήσω ειλικρινά το Γιώργη Ζυμαράκη και τον Γιάννη Παληό για την τιμή που μου κάνουν και την εμπιστοσύνη που μου δείχνουν προσκαλώντας με να παρουσιάσω το βιβλίο «Η Ζωή στο Κάστρο – Μεγαλώνοντας στη Χίο».

Θα σας ομολογήσω ότι μόλις πήρα το βιβλίο στα χέρια μου το διάβασα χωρίς διακοπή μέσα σε ένα απόγευμα. Και δεν ήταν μόνο ότι οι μνήμες του συγγραφέα συναντιόταν με τις δικές μου μνήμες όσο κι αν ήταν μεταγενέστερες.

Γιώργη δεν θέλω μ’ αυτό τίποτα να πω για την ηλικία σου, άλλωστε εσύ παραμένεις έφηβος, μην κοιτάς εμάς που κάπως μεγαλώσαμε!

Δεν ήταν ακόμα ότι το Κάστρο ήταν η γειτονιά που πέρασα τα εφηβικά μου χρόνια τη δεκαετία του 80. Ήταν κυρίως ότι είχα να κάνω με μια αφήγηση πηγαία, με μια γραφή απλή και ρέουσα που σε κάνει να την παρακολουθήσεις χωρίς διακοπή.

Ωστόσο, δεν σας κρύβω ότι σε ένα δεύτερο επίπεδο, όταν τέλειωσα το βιβλίο είχα μια αμηχανία. Τι ήταν αυτό που μόλις είχα διαβάσει; Αναμνήσεις; Αυτοβιογραφία; Συλλογή παλιών «φωτογραφιών»; Ισχυρίζομαι ότι ήταν όλα αυτά μαζί και ταυτόχρονα. Και κάτι παραπάνω.

Αυτό που επιχειρεί τελικά ο Γ. Ζυμαράκης με τούτο το βιβλίο είναι μια εικαστική τοπογραφία της μνήμης. Ας προσπαθήσω λίγο να το εξηγήσω αυτό. Η ματιά του Ζυμαράκη, ματιά εικαστικού, προσεγγίζει το Κάστρο όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ως ένα ανθρώπινο τοπίο. Το οριοθετεί, το περιγράφει, το απεικονίζει. Μας το δίνει ζωγραφισμένο, μας μυεί στα μυστικά του, καταγράφει τις λεπτομέρειες του αναλυτικά. Δεν είναι όμως αμέτοχος ουδέτερος παρατηρητής, δεν είναι η ματιά ενός τρίτου. Είναι ένας αφηγητής που βίωσε από πρώτο χέρι όσα μας περιγράφει. Είναι παιδί, έφηβος κι ενήλικας. Κι εδώ εμπλέκεται η προσωπική μνήμη. Η ζωή της γειτονιάς, όπως περιγράφεται με τρόπο πλούσιο και γενναιόδωρο, συναντιέται με τη ζωή του συγγραφέα. Με τις δικές του ανησυχίες, με περιστατικά της παιδικής ηλικίας, με τραγούδια, με την πρώτη προσέγγιση στη ζωγραφική, με την ανησυχία του επαγγελματικού μέλλοντος, με την αποδημία και το πρώτο ταξίδι. Έτσι το ταξίδι στο χώρο, η περιήγηση στα στενά του Κάστρου, στην Πλατεία του, στα μαγαζιά του, στα καφενεία και αλλού, γίνεται και ταξίδι στο χρόνο, μέσα από τα μάτια κα τη ζωή του αφηγητή.

Σκέφτομαι ότι τούτο το βιβλίο είναι το ιδανικό μέσο για να μιλήσεις για όλα αυτά σε ένα παιδί. Κι εδώ συνδέεται η σκέψη μου με την προσέγγιση της Αγγελικής που θα παρακολουθήσουμε. Κι επίσης αυτός ο τρόπος απεικόνισης, αυτοί οι εικαστικοί χάρτες που επινόησε ο Γ. Ζυμαράκης (πολλά χρόνια πριν από το google earth ) έχουν τη δική τους λειτουργικότητα για τον αναγνώστη. Δεν είναι απλή εικονογράφηση, είναι μέρος οργανικό κι απαραίτητο στον ιστό του βιβλίου. Είναι εργαλείο προσανατολισμού, τοποθετεί τον αναγνώστη στο χώρο, δημιουργεί μια σχέση σχεδόν υλική τού αναγνώστη με την αφήγηση. Τα πρόσωπα, οι τοποθεσίες, τα μαγαζιά δεν πλάθονται με τρόπο αφηρημένο από λέξεις μόνο, αλλά απεικονίζονται, είναι εκεί μπορείς να τα δεις μπροστά σου.

Ο λόγος του Γ. Ζυμαράκη όπως εκφέρεται στο «Η ζωή στο Κάστρο» διακρίνεται από μια προφορικότητα. Δεν έχει στρογγυλέματα και επιτήδευση. Έχει απλότητα και αυθορμητισμό. Είναι σα να ακούς τον αφηγητή να διηγείται σε μια συνάντηση, σε μια βεγγέρα. Κι αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει λόγο γνήσιο και ειλικρινή. Κι επιτρέπει στον αναγνώστη να προσεγγίσει τα όσα γράφονται αβίαστα και ξεκούραστα.

Έτσι, σιγά σιγά, δημιουργείται μια πολύχρωμη τοιχογραφία, για να μιλήσω με τους όρους της τέχνης του συγγραφέα. Με τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές της, άλλωστε βρισκόμαστε στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια. Με αστείες ιστορίες, οικείες φιγούρες, γνώριμες περπατησιές. Περιδιαβάζοντας από τα στενά δρομάκια, στο προαύλιο των εκκλησιών, στα καφενεία της προκυμαίας, στα καρνάγια εκεί στο τέρμα της Φτωχιάς Προκυμαίας. Με το άγχος της επιβίωσης, μέσα από τη σκληρή δουλειά, με τον υπόκοσμο και τις αλήτικες παρέες, με τους καβγάδες στην ημερήσια διάταξη της γειτονιάς, με τις στιγμές συγκίνησης και νοσταλγίας. Κι εκείνο που διατρέχει όλες τις σελίδες του βιβλίου είναι η περηφάνια του συγγραφέα για τη γειτονιά του. Γι’ αυτό το πολύβουο και πολύχρωμο μελίσσι που στέγαζε, για φανταστείτε, 2700 ψυχές!

Από την αφήγηση λοιπόν του Ζυμαράκη αναδύεται ολοζώντανη η εικόνα της γειτονιάς ως κοινότητας. Μια κοινότητα με τους δικούς της ρυθμούς, τα δικά της πρωταγωνιστικά πρόσωπα σε διαφορετικούς ρόλους. Μια κοινότητα λειτουργική, με συνοχή και αλληλεγγύη, παρά τις δυσκολίες, παρά τα προβλήματα, παρά τις εντάσεις που δεν συγκαλύπτει ούτε αποκρύπτει ο συγγραφέας. Προφανώς και άλλες γειτονιές της πόλης μας λειτούργησαν έτσι, το Κάστρο ωστόσο ήταν ξεχωριστό.

Σ’ αυτό συντελούσαν τόσο η πολεοδομική του συγκρότηση, (πυκνός, πυκνότατος οικιστικός ιστός και διαχωρισμός από την υπόλοιπη πόλη με τείχη, πράγμα σίγουρα μοναδικό) όσο και η ανθρωπογεωγραφία του (άνθρωποι προσφυγικής καταγωγής, άνθρωποι του καθημερινού μόχθου για τον επιούσιο). Οι άνθρωποι εξ ανάγκης ζούσαν κοντά ο ένας στον άλλον. Ζούσαν μαζί. Οι πόρτες των σπιτιών, μονίμως σχεδόν ανοιχτές, βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής. Τα όρια ιδιωτικού και δημόσιου ήταν δυσδιάκριτα. Μάλλον όλα κυλούσαν σε μια απροσδιόριστη, ενδιάμεση περιοχή, όπου το ιδιωτικό, τα γεγονότα της οικογένειας για παράδειγμα, γινόταν κτήμα της γειτονιάς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Δεν ήταν πάντοτε ευχάριστο, ήταν ωστόσο ένα δεδομένο με βάση το οποίο έκανε ο καθένας και η καθεμιά τους λογαριασμούς του.

Επίσης, υπήρχε την εποχή που περιγράφει ο συγγραφέας μια ισχυρή αίσθηση ταυτότητας. Το ποια ήταν η γειτονιά σου σε προσδιόριζε, οριοθετούσε τη θέση σου μέσα στο ευρύτερο σύνολο της πόλης. Κι η γειτονιά είχε τα δικά της κοινωνικά χαρακτηριστικά: τη δική της θέση μέσα στην ταξική διαστρωμάτωση. Οι άνθρωποι ένιωθαν περήφανοι για την ταυτότητα τους, την πρόβαλλαν και την υπερασπιζόταν.

Αναπόφευκτα κάνουμε τις συγκρίσεις με τη δική μας, τη σημερινή εποχή. Εμείς έχουμε οριοθετήσει, έχουμε στεγανοποιήσει την ιδιωτικότητά μας. Αποτελούμε άθροισμα οικιακών μονάδων, σπανίως αποτελούμε κοινότητα. Κι ακόμα προσδιοριζόμαστε σε πολύ μικρότερο βαθμό από το ποια είναι η γειτονιά μας.

Πάντως κι εμένα αν με ρωτήσετε ποια είναι η γειτονιά σου; Θα σας απαντήσω Καστρούσης είμαι. Κι ας ζω τα τελευταία 17 χρόνια στο Βροντάδο, περιοχή που την αγαπώ βεβαίως. Είδατε; Είπα περιοχή δεν είπα γειτονιά!

Αυτή η σύγκριση δεν έχει αξιολογικό χαρακτήρα. Τα πράγματα και οι εποχές έχουν αλλάξει. Ας μην αφεθούμε σε μιαν εύκολη νοσταλγία. Έχει σημασία, ωστόσο, να γνωρίσουμε το παρελθόν, να μάθουμε από πού ερχόμαστε. Αυτό θα συμβάλει στην αυτογνωσία μας και θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε φοβίες και αμφιβολίες,να αντιπαλέψουμε περιχαρακώσεις και μισαλλοδοξίες. Σ’ αυτό το στόχο, στο επίπεδο του μικρόκοσμού βάζει ένα λιθαράκι το «Η ζωή στο Κάστρο».

Ας μου επιτραπεί πριν κλείσω μια γενικότερη παρατήρηση: οποιαδήποτε παρέμβαση στο Κάστρο της Χίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη μοναδικότητά του ως κατοικημένου ζωντανού οικισμού. Τους κατοίκους και τις ανάγκες τους. Το να αντιμετωπίζουμε το Κάστρο αποκλειστικά ως μνημείο, αποκλειστικά ως αξιοθέατο, αποκλειστικά ως χώρο αναψυχής («τα Λαδάδικα της Χίου» είχε πει πριν χρόνια ατυχέστατα κάποιος δημοτικός άρχοντας), δίχως να συνυπολογίζουμε την ταυτότητα και την ιστορία του ως κατοικημένου οικισμού δεν μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα. Το Κάστρο της Χίου είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Δεν είναι μόνο άθροισμα μνημείων ή χώρος περιπάτου για τον επισκέπτη.

Αυτό μας το υπενθυμίζει με εμβληματικό τρόπο ο Γιώργης Ζυμαράκης με το βιβλίο του. Μεταφέροντας, με τον τρόπο που περιγράψαμε τα δικά του βιώματα, δεν μας δίνει μόνο πληροφορίες από πρώτο χέρι για το παρελθόν αυτής της ιστορικής γειτονιάς, μας μεταφέρει και την αγωνία του για το μέλλον της.

Τέλος, έχοντας μάθει ότι το βιβλίο που παρουσιάσαμε σήμερα είναι το πρώτο μιας τριλογίας, τα επόμενα που ανυπομονούμε να διαβάσουμε θα αναφέρονται στη Νέα Υόρκη και στην Αθήνα, θα ήθελα να ευχηθώ στο Γιώργη Ζυμαράκη να είναι γερός, γεμάτος έμπνευση και δημιουργικότητα και γρήγορα να μας χαρίσει τα επόμενα βιβλία του.

Έχει εκδώσει τα βιβλία "Η βία της βδομάδας" (1997), "Η εκδίκηση του τυπογράφου" (2006), "Αφάνεια" (2010), "Κόντρα Γέφυρα & άλλα διηγήματα" (2015) και "Η πόκα της πλημμύρας" (2017).

Άφησε σχόλιο