Στυλιανός

0

γράφει ο Κοσμάς Τσόλας

Όταν ο μαστρο-Στυλιανός εγέρασε βαθιά
σε ερημική ακρογιαλιά έγειρε να πεθάνει
τα ροζιασμένα χέρια του εσταύρωσε μπροστά
κι αναθυμόταν της ζωής την όμορφη τη πλάνη

Όμως δεν ήτανε γραφτό, να λιώσει, να σαπίσει
στα βότσαλα του ακρόγιαλου να αφήσει την πνοή.
Τον σήκωσαν τον πήρανε κι άλλη ζωή να ζήσει
και στα καρνάγια βρέθηκε, ματσόλα και στουπί.

Του καίνε τις παλιές μπογιές, πετσώματα του αλλάζουν
κι εκείνος αναθάρρεψε πως στη δουλειά θα βγει,
δεν ήξερε ο κακόμοιρος πως άλλα του ετοιμάζουν
πως στη στεριά ακίνητος τώρα θα ναυαγεί.

Σε μια πλατεία τον στήσανε ο κόσμος να τον βλέπει
κάποτε τον φωτίζανε μέχρι και τις νυχτιές,
πάνω στο μάτι του καιρού δίχως καμία σκέπη
αρχίσανε κι ανοίγανε οι παλαιές πληγές.

Μια απ τις βραδιές που πέρναγα τον κοίταξα βουβό
μα άκουσα ένα τρίξιμο να μου μιλάει εντός μου
«σήκωσέ με» ψιθύρισε «πάρε με από δώ
θάψε με μες στη θάλασσα θέλω το θάνατό μου».

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στην Αθήνα. Ζεί και εργάζεται στην Χίο.

Άφησε σχόλιο