20161028
Σχεδόν χειμωνιάτικη μέρα σήμερα, συννεφιασμένο απόγευμα με βοριά και κρύο για την εποχή. Στην έξω πλατεία –απλάδα την είπαν όταν την έφτιαξαν τη δεκαετία του εβδομήντα– ο πρόεδρος του χωριού μαζεύει τις σημαίες από την μεσημεριανή παρέλαση των σχολείων. Η Καλαμωτή είναι η έδρα του γυμνασίου και του λυκείου Μαστιχοχωρίων, σε μόνιμη αντιπαλότητα με το γειτονικό Πυργί. Πριν χρόνια συμφωνήθηκε η μια από τις τρεις παρελάσεις του χρόνου να γίνεται στην Καλαμωτή και οι άλλες δύο στο Πυργί που ήταν η έδρα του Καποδιστριακού δήμου. Δύσκολο για όλους, πόσο μάλλον για τις κλειστές κοινωνίες, να μπορούν να συνεργάζονται.
Περπατώ περιμετρικά τον παλιό οικισμό και φτάνω στο δημοτικό. Στο ηρώο τα πρωινά στεφάνια κατατεθημένα στην επιτύμβια στήλη, δημιουργία του σπουδαίου γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου. Τρεις πιτσιρικάδες παίζουν στις σκάλες του σχολείου. Παρότι το χωριό τις τελευταίες δεκαετίες έχασε το μεγαλύτερο κομμάτι του μόνιμου πληθυσμού του, ανέκαμψε ως ένα σημείο πληθυσμιακά, γιατί πολλές οικογένειες αλβανών, μιας και υπάρχει εργασία, επέλεξαν να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους εδώ. Οπότε νηπιαγωγείο και δημοτικό έχουν γύρω στους τριάντα μαθητές τα τελευταία χρόνια, οι περισσότεροι αλβανικής καταγωγής.
Βγήκα στον ξεροπόταμο, η Καλαμωτή έχει ποτάμι στη δυτική είσοδο· με εξαίρεση το παλιό κομψό πέτρινο γεφύρι, δεν έχει αναδειχθεί καθόλου, ουσιαστικά δεν έχει ρόλο στην εικόνα του χωριού. Βγήκα στο νότιο άκρο, από δω ξεκινά ουσιαστικά ένας νέος οικισμός προς το νότο, περίπου ίδιος σε μέγεθος με τον παλιό· με πλατεία, καταστήματα, μεγάλες κατοικίες αλλά χωρίς ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που να έρχονται σε αντιστοιχία με το πέτρινο μεσαιωνικό σύνολο. Οι περισσότεροι μόνιμοι κάτοικοι ζουν εδώ, οι νέες κατοικίες, όπως παντού είναι μεγάλες, άνετες, με βοηθητικούς χώρους, ό,τι έχει ανάγκη μια σύγχρονη οικογένεια δηλαδή.
Τριγυρίζω στα στενά· παρότι περισσότερα από εκατό σπίτια έχουν αναστηλωθεί ελάχιστοι ζουν μόνιμα εδώ. Το καλοκαίρι όλοι σχεδόν οι νέοι ιδιοκτήτες από την Ευρώπη, την υπόλοιπη Ελλάδα και τη Χώρα ζωντανεύουν τις γειτονιές. Αλλά τώρα στην κόψη του χειμώνα τα στενά είναι άδεια, και τα σπίτια κλειστά. Μπαίνω στη μέσα πλατεία· η πλατεία –πάνω και κάτω πλάτσα όπως λέγεται εδώ– είναι γεμάτη με αυτοκίνητα. Η Καλαμωτή διαθέτει πολύ καλή ρυμοτομία με παράλληλους δρόμους και ελάχιστα αδιέξοδα, αυτό επιτρέπει στους οδηγούς να φέρνουν μέσα τα αυτοκίνητά τους σε αντίθεση με τα γύρω μαστιχοχώρια. Συναντώ την Πέρσα και τον Μπομπ, τα δυο αδέσποτα σκυλιά της πλατείας, με ακολουθούν για αρκετή ώρα· περνώ από το καφενείο, πέντε-έξι κυρίες συζητούν στο κεντρικό τραπέζι, έξω είναι ο παπάς και δυο ακόμα άντρες, κατηφορίζω· στο μπακάλικο των γονιών μου κάθεται όπως κάθε μέρα η κυρία Ιστορία (όνομα είναι), τέτοια ώρα είναι και ο Σιδερής, κουρέας του χωριού για σχεδόν εξήντα χρόνια.
Σκοτείνιασε, κάνω μια τελευταία βόλτα· κάθε φορά που φωτογραφίζω στην Καλαμωτή –το χωριό που μεγάλωσα– βλέπω τα ίδια πράγματα, σταματώ στα ίδια σημεία. Χρόνο με το χρόνο άνθρωποι φεύγουν και στα κλειστά παράθυρα, στις ξεφλουδισμένες πόρτες προβάλλεται η εικόνα τους.
Χαζεύω λίγο στην έξω πλατεία. Σιγά σιγά έλληνες και αλβανοί μαζεύονται στα δυο καφενεία για κουβέντα, χαρτιά και τηλεόραση.