Μια ματιά στη ελληνική νεολαία τον καιρό της κρίσης
του Φίλιππου Μανδηλαρά
Η οικονομική κρίση χτύπησε επίσημα την πόρτα της Ελλάδας τον Απρίλη του 2010. Όμως η ηθική και πολιτισμική παρακμή μετρούσε ήδη δυο δεκαετίες κι εκδηλώθηκε περίτρανα με τις ταραχές που ακολούθησαν την αναίτια δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, ενός 16χρονου μαθητή από έναν αστυνομικό στις 6 Δεκεμβρίου του 2008. Από εκείνη την ημέρα η ελληνική κοινωνία μπήκε σε μια τροχιά αμφισβήτησης, αντιπαράθεσης και ρήξης με το πολιτικό σύστημα, την οποία ανατροφοδότησε η υπογραφή των μνημονίων και η οικονομική στενότητα που ακολούθησε. Πρωτοπόροι σ’ αυτό το κίνημα αντίδρασης ήταν οι μαθητές και οι φοιτητές οι οποίοι, στη συνέχεια, αφομοιώθηκαν στο «κίνημα» των Αγανακτισμένων.
Πάμε λοιπόν, να γνωρίσουμε κάποιους νέους που ζουν σ’ αυτή την αναστατωμένη Ελλάδα. Κι ας ξεκινήσουμε από τον Θέμη, 27 ετών σήμερα, ο οποίος έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη γνωρίζοντας πως, ό,τι κι αν συνέβαινε, θα κληροδοτούσε το αρχιτεκτονικό γραφείο του πατέρα του το οποίο, μάλιστα, ευημερούσε ως το 2008.
Ο Θέμης μεγάλωσε στο Πανόραμα, την καταπράσινη, νεόχτιστη και νεόπλουτη συνοικία της πόλης, πήγε στο καλύτερο και πιο μοδάτο ιδιωτικό σχολείο και περνούσε τα καλοκαίρια του στο εξοχικό της οικογένειας, στη Χαλκιδική. Ο Θέμης ήταν από μικρός προορισμένος για μεγάλα πράγματα. Έτσι τουλάχιστον σκέφτονταν οι δικοί του. Ήταν ο άνθρωπος που θα απογείωνε το αρχιτεκτονικό γραφείο με τις νέες ιδέες του όταν θα γυρνούσε από την Αμερική όπου θα έκανε το μεταπτυχιακό του, ίσως κι ένα διδακτορικό στη βιοκλιματική αρχιτεκτονική που ήταν η νέα τάση. Είναι αλήθεια πάντως ότι τους είχε ανησυχήσει τις δύο τελευταίες χρονιές στο Λύκειο, όταν είχε μπλέξει με τη Λένα, μια συνομήλική του με ροζ μαλλί, σκουλαρίκια και πίρσινγκ όπου μπορούσε να κάνει, η οποία ζούσε στην προσφυγική Άνω Τούμπα κι είχε παρέες που «δεν είχαν την ποιότητα της κοινωνικής τους τάξης». Ευτυχώς γι αυτούς, ο Θέμης πέρασε με την πρώτη στην απαιτητική Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ κι έτσι θα μετακόμιζε στην Αθήνα, μακριά από όλα αυτά. Σαν δώρο για την επιτυχία του, ο πατέρας του του αγόρασε ένα ρετιρέ στην Ακρόπολη, καθώς κι ένα κόκκινο smart για να πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο.
Ο Θέμης άλλαξε στην Αθήνα. Πάει η Λένα, πάει το τρελό διάβασμα, πάνε τα ραντεβού στην Αριστοτέλους κι οι καφέδες στη Νίκης. Νέες παρέες, νέες κοπέλες, κλαμπάκια, openings, πίστες, συναυλίες, γκαλερί, ξενύχτια –μια ολόκληρη πόλη να ανακαλύψει. Ευτυχώς ο μπαμπάς δεν ξεχνούσε ποτέ το μηνιάτικο… Το μόνο που ζητούσε από το Θέμη ήταν να περνάει όλα τα μαθήματα αλλά και που δεν τα περνούσε, πώς θα το μάθαινε; Ό,τι περνούσε πάντως, το περνούσε με εννιάρι και πάνω. Τη γούσταρε την Αρχιτεκτονική κι ήθελε να συνεχίσει. Να πάει έξω, να δουλέψει πάνω στα πράσινα κτίρια και τέτοια. Όχι Αμερική ακόμα. Φιλανδία, Νορβηγία –οι Σκανδιναβοί κάναν φοβερή δουλειά και, επιπλέον, γούσταρε πολύ τις γκόμενες. Θεές! Ωραία θα ήταν να πήγαινε ένα – δύο χρόνια εκεί… Και φυσικά, δεν έβλεπε τον εαυτό του στο γραφείο στη Θεσσαλονίκη. Μάλλον Αθήνα θα καθόταν. Δεν θα τον χάλαγε το γέρο ένα παράρτημα στην πρωτεύουσα…
Τη μέρα που σκότωσαν τον Γρηγορόπουλο, είχε βγει με συμφοιτητές από νωρίς στα Starbucks στην Κοραή. Αργότερα θα πήγαιναν Κιάμο. Τα επεισόδια ξέσπασαν απότομα, λίγο αφότου μαθεύτηκε η δολοφονία. Στην παρέα του ήταν κι ο Γιάννης με τη Βέρα, αναρχοσυριζαίοι, που έτρεξαν να βάλουν φωτιές από τους πρώτους. Την κάψαν την Αθήνα, οι πούστηδες, και δεν πρόλαβε να πάρει και το σμαρτάκι, που το είχε παρκαρισμένο σε μια πάροδο της Κλαυθμώνος. Κάρβουνο του το ‘καναν και το ‘χε κι ανασφάλιστο… Μικρό το κακό, θα μου πεις, αλλά ο γέρος του έκανε νερά –δεν πήγαινε καλά, λέει, η οικοδομή, τους χρωστούσαν από το 2004, άλλοι βαράγανε κανόνια και τέτοια λυπητερά… Δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια ή αν τα ‘λεγε για να γλιτώσει την εικοσαρού για το καινούργιο αυτοκίνητο. Τι νόμιζε όμως; Ότι θα πήγαινε με τη συγκοινωνία στο Πολυτεχνείο; Αστεία πράγματα…
Το γραφείο του πατέρα του άντεξε δύο χρόνια ακόμη. Πνίγηκε στα χρέη. Όταν μάλιστα του ανακοίνωσε ο δικηγόρος ότι κινδυνεύει να πάει φυλακή, παραλίγο να τους μείνει στον τόπο. Έμφραγμα μυοκαρδίου. Στο παρατσάκ τον γλιτώσανε. Μετά αναγκάστηκε να πουλήσει τα πάντα και του ‘μεινε μόνο το πατρικό στην Τριανδρία. Αυτό μάλλον θα το γλίτωνε σαν πρώτη κατοικία. Και να σκεφτείς ότι τους χρωστούσαν πάνω από εκατομμύριο οι καταχραστές του Δημοσίου. Αλλά αυτά πάει, τα διώξαν στην Ελβετία τα λαμόγια οι πολιτικοί…
Αυτά ακριβώς σκεφτόταν κι ο Θέμης που απαιτούσε να δει στη φυλακή όλους όσους τρώγανε με χρυσά κουτάλια και τώρα του υποθηκεύανε το μέλλον με τα μνημόνια. Λογαριασμός στην τράπεζα μηδέν, για αυτοκίνητο ούτε λόγος, και το διαμέρισμα αναγκάστηκε να το σκοτώσει για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές κι ένα Εράσμους το ‘10 στη Νορβηγία. Δε λέει, πέρασε φίνα, αλλά μετά τι γίνεται;… Δεν υπήρχε μετά. Το ήξερε καλά. Το έβλεπε παντού και έτρεμε… Έτσι κατέβηκε κι αυτός με τους Αγανακτισμένους στο Σύνταγμα αλλά το ήξερε καλά ότι δεν γινόταν δουλειά με διαδηλώσει και τραγούδια. Αν τον ρώταγες να σου πει την αλήθεια, αυτός ήταν εκεί για να χτυπήσει κανένα γκομενάκι. Έτσι κι αλλιώς, όλα τα γκομενάκια εκεί συχνάζαν εκείνο τον καιρό…
Στους Αγανακτισμένους γνώρισε και τη Νεφέλη. Εμφάνιση Σουηδέζας και μυαλό Σμυρνιάς. Σπούδαζε Διοίκηση Επιχειρήσεων αλλά το μυαλό της ήταν στις μπίζνες. Μαμούνι σωστό. Αυτή τον ξεκόλλησε από την Αρχιτεκτονική, αυτή του άνοιξε το μυαλό να το παίξει νέος επιχειρηματίας, μαζί κατέβασαν την ιδέα για τις αλόες, μαζί βρήκαν τη γη στα νότια της Ρόδου, μαζί ξεκίνησαν να φυτεύουν τα κακτάκια. Στην αρχή τσίνισε. Δεν ήξερε αυτός από γη κι ούτε γούσταρε να μπλεχτεί με χώματα και βρωμιές, αλλά η Νεφέλη είχε πολλούς τρόπους να του αλλάξει τα μυαλά. Και τα άλλαξε.
Σήμερα ο Θέμης είναι πετυχημένος start up επιχειρηματίας με δυο μονάδες καλλιέργειας και επεξεργασίας αλόης, την οποία εξάγει σε όλη την Ευρώπη, ενώ αυτό τον καιρό ταξιδεύει στην Κίνα για να εξετάσει την πιθανότητα εξαγωγών των προϊόντων του. Το μόνο που του λείπει είναι οι κολλητοί που όλοι φύγαν έξω. Αυστραλία, Αγγλία, Ντουμπάι, Σάουθ Άφρικα και πάει λέγοντας. Μόνο ο Γιάννης έμεινε, ο αναρχοσυριζαίος, σύμβουλος τώρα του υφυπουργού Πολιτισμού. Άχρηστος εκεί που είναι. Τι σχέση έχουν οι αλόες με τον πολιτισμό;
Προχτές τον καμάρωναν οι γέροι του στο ένθετο της Καθημερινής ανάμεσα στους πιο πετυχημένους start up επιχειρηματίες κάτω των τριάντα ετών. Εντάξει, δεν ήταν το όνειρό του αλλά τουλάχιστον κάνει ταξίδια που δεν θα ‘κανε ποτέ, έχει λεφτά να ξοδεύει και, κυρίως, δεν λερώνεται με χώματα και λάσπες, όπως πίστευε στην αρχή. Τη βρώμικη δουλειά του τη βγάζει ο Πακιστανός φίλος του που έχει τις άκρες με τους μετανάστες. Ψιλιάζεται ότι είναι διακινητής αλλά και να είναι, τι τον πειράζει; Εξυπηρέτηση κάνει, όπως εξυπηρέτηση κάνει κι εκείνος σε τόσο κόσμο που θέλει ένα πιάτο φαϊ. Κακό είναι;
Ναι, κακό είναι, θα του ΄λεγε η Έλλη, 22 ετών σήμερα, γνωστότερη με το ψευδώνυμο PRIMITIVE με το οποίο υπογράφει τα γκράφιτί της στους δρόμους της Αθήνας. Πάντοτε δίχως άδεια, όπως δίχως άδεια θα έγραφε με τεράστια γράμματα ΔΟΥΛΕΜΠΟΡΕ στον τοίχο του κτήματος του Θέμη, εάν φυσικά τον γνώριζε.
Η Έλλη κι ο Θέμης έχουν κοινή αφετηρία: Πλούσιες οικογένειες, στρωμένες δουλειές, πολυτελή ζωή κατά την παιδική τους ηλικία… Μόνο που η Έλλη ξεκίνησε τη διαδρομή της από τα νότια προάστια των Αθηνών και κάπου στην εφηβεία ένιωσε τον κόσμο που κληροδοτούσε να την πλακώνει. Ένιωσε να ασφυκτιά κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κυριολεκτικά από τα δακρυγόνα των ΜΑΤ στις διαδηλώσεις για τον Αλέξη το 2008, μεταφορικά από την αδικία που ένιωθε επειδή χάθηκε μ’ αυτό τον τρόπο ένας συνομήλικός της που θα μπορούσε να είναι και κολλητός της. ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΚΛΕΒΕΤΕ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ; θα έγραφε τότε στους τοίχους αλλά δεν γνώριζε ακόμα από γράφιτι και street art. Δεν γνώριζε τίποτα από αληθινή ζωή έξω από την αποστειρωμένη, γεροντική γαλήνη της Βούλας και της Βουλιαγμένης.
Παράξενο πράγμα, αλλά ο θάνατος του αγοριού φύσηξε τη ζωή στην Έλλη. Και σε πόσους ακόμα, θα μου πεις, που ως τότε κοιμούνταν βολεμένοι στα ζεστά κρεβατάκια τους ανησυχώντας μόνο για το αυριανό τεστ ή για τα ρούχα που θα φορούσαν στο πάρτι!
Η Έλλη επαναστάτησε, κοίταξε τον μπάτσο στα μάτια, τον είπε γουρούνι –δολοφόνο, του πέταξε στη μούρη το μάρμαρο, έτρεξε φοβερά κατοστάρια για να μην την πιάσει και τη λιανίσει στο ξύλο με το γκλοπ, άκουσε να της φωνάζουν ότι θα τα γαμήσουν, την παλιοκαριόλα, κρύφτηκε με άλλους που ούτε καν γνώριζε στα στενά, τα έβαλε με τους Χρυσαυγίτες, πέρασε τρεις και τέσσερις και πέντε νύχτες στην Ασφάλεια, μία στο νοσοκομείο με τουμπανιασμένο μάτι, έμαθε να έχει πάντα στο σάκο της Μαλόξ, νερό, μάσκα μπογιατζή, γυαλιά κολύμβησης και σκούφο, έμαθε να ξεχωρίζει τους μυστικούς, τα φασισταριά και τους άσχετους, έμαθε τελικά πώς είναι να ζεις με την αδρεναλίνη στα κόκκινα και της άρεσε. Ξετρελάθηκε.
Από τότε η ζωή της έγινε ένα ατελείωτο πήγαιν’ έλα Βουλιαγμένη – Σύνταγμα, μέχρι που τελείωσε το σχολείο, μπήκε στην Καλών Τεχνών που ήθελε, μετακόμισε με την Άννα, την κολλητή της, στα Εξάρχεια και ξεκίνησε και θέατρο δρόμου με κάτι παιδιά από τη σχολή. Από λεφτά, ούτε κουβέντα: ίσα ίσα τα έφερνε βόλτα. Οι δικοί της είχαν μείνει στον άσσο αλλά ό,τι μπορούσαν, τη βοηθούσαν. Στο μεταξύ, στη χώρα γινόταν χαμός: Μνημόνια υπογράφονταν, κυβερνήσεις αλλάζαν, τη μια χρεωκοπούσαμε, την άλλη όχι, οι τράπεζες άδειαζαν σε κάθε κρίση για να ξαναγεμίσουν μόλις υπογραφόταν το νέο μνημόνιο, οι Χρυσαυγίτες σκότωναν Πακιστανούς, έδερναν όποιον δεν ήταν Έλληνας, τρομοκρατούσαν όποιον ήταν διαφορετικός, η Ομόνοια είχε γεμίσει μετανάστες και πρεζάκια, συνοικίες ολόκληρες κηρύσσονταν γκέτο, αγανακτισμένοι παντού, κάποιοι απ’ αυτούς αυτοπυρπολούνταν, άλλοι κοιμούνταν στο δρόμο κι όλοι περίμεναν μια ευκαιρία για έκρηξη. ΘΥΜΟΣ ΟΡΓΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ. Αυτά ήταν και τα πρώτα λόγια που έγραψε η Έλλη την πρωτοχρονιά του ’13 στον τοίχο έξω από την πολυκατοικία όπου έμενε.
Λίγο μετά εντάχθηκε στην b- disorder, κολεκτίβα εικαστικών δημιουργών, κι από τότε ξεχύθηκε στους δρόμους να γράφει και να ζωγραφίζει στους τοίχους. Δειλά και φοβισμένα στη αρχή (σαν την κατσαρίδα που τρέχει από τη μια καβάτζα στην άλλη, την κορόιδευαν οι πιο έμπειροι), αλλά με τη δολοφονία του Φύσσα ξεσάλωσε. RIP KILLAH -18.9.13 σε κάθε τοίχο, σε κάθε μέγεθος, με κάθε υλικό, κάθε ώρα και στιγμή, ακόμα και στα στέκια των φασισταριών που ΄χαν λουφάξει τώρα. Παλικαράδες της συμφοράς –νταβατζήδες της αποφοράς. Κι εκεί επάνω της ήρθε το PRIMITIVE. «Είμαστε οι πρωτόγονοι μια νέας συνειδητότητας, φιλενάδα» είπε στην Άννα με τα μάτια πρησμένα από τα δακρυγόνα που έριχναν με το κιλό οι μπάτσοι έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στη Μεσογείων. Δεν περίμενε τέτοια λύσσα, αλλά η πολλή αδρεναλίνη λειτουργεί πάντοτε θετικά. «Πρωτόγονοι. Έτσι όπως ζούσαν αυτοί σε ομάδες, έτσι θα ζήσουμε κι εμείς σε κολεκτίβες. Έτσι όπως δημιουργούσαν συλλογικά, έτσι κι εμείς. Είμαστε προορισμένοι να ανακαλύψουμε τη φωτιά, τον τροχό, την ανταλλαγή. Τα εργαλεία τα έχουμε. Τέρμα ο ατομισμός. Ζήτω η συνεργασία!»
Η Έλλη σήμερα συνεχίζει να βάφει και να γράφει σε τοίχους, καμβάδες και χαρτιά. Πιστεύει ότι μόνο το σήμερα μπορεί να φτιάξει το αύριο. Το χτες πέθανε!
Όχι μόνο δεν πέθανε το χτες θα έλεγε στην Έλλη ο Σάκης, 16 ετών από την Πάτρα, αλλά χάρη σ’ αυτό υπάρχουμε και τη συνέχειά του αποτελούμε! “Είμαστε ένα μεγάλο αιμάτινο ποτάμι που έρχεται από τα δοξασμένα χρόνια του Λεωνίδα, του Περικλή και του Μέγα Αλέξανδρου, διασχίζει τους αιώνες και φτάνει λαμπρό και τιμημένο στο σήμερα. Ένα ποτάμι στο χρόνο που συνέχεια του είμαστε εμείς, οι σύγχρονοι Έλληνες!”
Ο Σάκης γεννήθηκε και ζει στα Ζαρουχλέικα, μια φτωχική συνοικία στα νότια της Πάτρας. Ο πατέρας οικοδόμος κι η μάνα στο σπίτι, να προσέχει αυτόν και τα δυο αδέλφια του. Δεν θυμάται ποτέ να είχαν άνεση, αλλά τα φέρναν βόλτα μια χαρά. Τίποτα δεν τους έλειπε. Άλλωστε όλοι στη γειτονιά στο ίδιο καζάνι βράζαν. Κι ακόμα βράζουν. Είναι ψημένοι όμως γιατί έχουν τους γύφτους δίπλα να προπονούνται στο κυνήγι και στον πετροπόλεμο. Κι όταν τους βλέπεις να κατεβαίνουν στις παρελάσεις, καταλαβαίνεις ποιοι φοράνε παντελόνια και ποιοι φουστάνια. Zarou City και σας γαμώ το σπίτι! Όχι σαν τα φλώρια στην Αγίου Νικολάου που κατεβαίνουν ατσαλάκωτα και φεύγουν με τα πουκάμισα σκισμένα και τα μάτια βουλωμένα…
Κάποτε κόψαν οι δουλειές κι ο πατέρας αναγκαζόταν να πηγαίνει όλο και πιο μακριά για μεροκάματα. Ως και στο Ρίο έφτανε, καμιά φορά και στον Ψαθόπυργο για μερεμέτια. Ήταν όμως κι οι πούστηδες οι κωλομετανάστες που του τρώγαν το ψωμί. «Διώχτε τους ρε από τη χώρα να ξεβρομίσουμε!» φώναζε όταν τους έβλεπε στις τοπικές ειδήσεις να στοιβάζονται δίπλα στις γραμμές του τρένου περιμένοντας να φύγουν για την Ιταλία. «Στείλτε ένα τρένο να τους πατήσει, γαμώτη μου, να ησυχάσουμε!». Κι όταν βρίσκαν κανέναν Πακιστανό ή Αφγανό ψόφιο σε καμιά καρότσα, πανηγύριζε όπως τότε με την Εθνική, που πήραμε το Γιούρο. Ήταν μικρός ο Σάκης, αλλά θυμόταν καλά την ευφορία, την ανάταση, την περηφάνια του να είσαι Έλληνας. Μετά όλα πήραν τον κατήφορο…
Το ’12 ο πατέρας είχε μείνει χωρίς δουλειά. Κανένα μεροκάματο στη χάση και στη φέξη αλλά πώς να ζήσεις με διακόσια και τριακόσια ευρώ ολόκληρη οικογένεια. Ευτυχώς τα παιδιά τρώγαν στο σχολείο το φαϊ που πρόσφερε η εκκλησία. Δεν είχαν πέσει ακόμα στα συσσίτια αλλά το σκέφτονταν… Είχε τρελαθεί από την ανεργία, ο δόλιος ο πατέρας. Κι έπειτα ήταν κι αυτή η ιστορία με τα λαμόγια τους πολιτικούς, τους προδότες, που μας πούλησαν στους Γερμαναράδες και στους Αμερικάνους για να τα κονομήσουν. Λιτότητα σου λέει… Κόβαν μισθούς, επιδόματα, συντάξεις, ανακοινώνανε χαράτσια, φόρους –«με τι λεφτά μωρέ θα τα πληρώσουμε όλα αυτά; Δεν πληρώνω, ρε. Τίποτα δεν πληρώνω κι ας μείνω δίχως ρεύμα!» ούρλιαζε απελπισμένος ο πατέρας κι όλο έψαχνε για κανένα μεροκάματο, μέχρι που είδε μια μέρα να δουλεύει Πακιστανός σε οικοδομή και ξέφυγε. Ανέβηκε επάνω και τον σάπισε στο ξύλο. «Είναι παράνομος» φώναζε μετά. «Μου παίρνει τη δουλειά. Έχω τρία παιδιά να μεγαλώσω! Να φύγει! Δουλειά στους Έλληνες!»
Ο πατέρας τη γλίτωσε πολύ φτηνά. Οι αστυνόμοι που τον συνέλαβαν του είπαν ότι τον καταλάβαιναν, του ζήτησαν να ρίξει τους τόνους και θα έβρισκαν τη λύση. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Πακιστανός δεν ήταν παράνομος αλλά κι αυτό κανονίστηκε. Αν θέλει η αστυνομία, όλα τα μπορεί. Ο πατέρας γύρισε σπίτι με μια σακούλα τρόφιμα και το τηλέφωνο του τομεάρχη της Χρυσής Αυγής τον οποίον μπορούσε να ενοχλήσει ό,τι ώρα ήθελε.
Από εκείνη τη μέρα η οικογένεια του Σάκη δεν ξαναπείνασε. Κι από μεροκάματα ο πατέρας, δεν πήγαινε κι άσχημα. Μόνο η μητέρα ανησυχούσε και την άκουγε ο Σάκης τα βράδια να γκρινιάζει: «Εμείς είμαστε με το Πασόκ, Κώστα. Η συγχωρεμένη η μάνα μου έπινε νερό στο όνομα του Ανδρέα. Ο πατέρα σου –Θεός σ’χωρέστον!- είχε πάει στην κηδεία του κι είχε συλλυπηθεί προσωπικά τον Γιωργάκη. Πώς γίνεται να πας τώρα με τη Χρυσή Αυγή;». «Θα πάμε με τους Έλληνες!» βρυχιόταν εκείνος. «Ο Γιωργάκης μας πρόδωσε. Δεν βλέπεις που γεμίσαμε ξένους; Έρχονται κι αρπάζουν το φαϊ μας. Όμως εμείς είμαστε Έλληνες, ρε. Κι οι Έλληνες ξέρουν να πολεμάνε!».
Πολεμούσε ο πατέρας και τον καμάρωνε όλη η γειτονιά στην τηλεόραση, όταν έβγαινε με τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής στις λαϊκές, στους καταυλισμούς, στο λιμάνι, στις πορείες και στις απεργίες, πάντοτε στο πλευρό του δίκαιου και της αστυνομίας, ενάντια στους ξένους και στα κουμμούνια. Και μαζί με τον πατέρα, μισούσε κι Σάκης τους ξένους και τους συριζαίους που λέρωναν την ιστορία μας κάθε μέρα και περισσότερο, μισούσε όσους δεν ήταν Έλληνες κι όσους αμφέβαλαν για το μεγαλείο της φυλής μας. Γιατί το χώμα που έβγαλε τον Παπαφλέσσα, τον Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά, δεν μπορεί να προσκυνάει τους εγκάθετους, δεν μπορεί να λερώνεται από επιμιξίες και δεν μπορεί να δέχεται στην αγκαλιά του αράπηδες, κιτρινιάρηδες και κάθε λογής σκατόψυχους μουσουλμάνους. Όχι!
Σήμερα ο Σάκης μισεί περισσότερο από ποτέ. Μισεί γιατί ο πατέρας είναι προφυλακισμένος μαζί με τους συναγωνιστές τους για τις πατριωτικές του πράξεις. Μισεί γιατί η μητέρα αναγκάστηκε να βγει να καθαρίζει σκάλες, γιατί οι αστυνομικοί κάνουν πως δεν τον ξέρουν, γιατί κάποιοι γείτονες αλλάζουν δρόμο όταν τον βλέπουν, γιατί βλέπει την πατρίδα μας να πλημμυρίζει λαθρομετανάστες, εγκληματίες που θέλουν να βιάσουν τα κορίτσια μας και να μας κάνουν ν’ αλλαξοπιστήσουμε. Μισεί, τέλος, γιατί όταν απαίτησε να κάνουν έπαρση σημαίας και να ψάλλουν τον εθνικό ύμνο κάθε πρωί στο ΕΠΑΛ, τον έπιασαν στο δούλεμα ακόμα κι οι καθηγητές. Κι όταν επέμεινε, του ρίξαν κι αποβολή, τα κουμμούνια. Χτες βράδυ, όμως, μπήκε μαζί με κάτι αλάνια στο μπουρδέλο τους και το ΄κανε γυαλιά καρφιά! «Εδώ είναι η πατρίδα μου ρε, κι έχω κάθε δικαίωμα να ψάλλω τον εθνικό μας ύμνο!» έλεγε όσο ξεσπούσε σε πόρτες, παράθυρα και θρανία. «Σε γνωρίζω από τον όψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την κόψη που με βιά μετράει τη γη!»
Η Σαμίρα πάντως, έγχρωμη 14 ετών που γεννήθηκε και ζει στην Κυψέλη, τη γειτονιά των Εθνών, όπως την αποκαλούν, τρέμει κάτι τύπους σαν τον Σάκη. Όμως θυμώνει κιόλας μαζί τους γιατί την αναγκάζουν να σκύβει το κεφάλι όταν τους συναντάει στο μετρό, να σωπαίνει όταν τους ακούει να τη χλευάζουν, και να θέλει να περάσει μια ώρα αρχύτερα τα σύνορα της γειτονιάς της, αυτή που οι απ’ έξω ονομάζουν γκέτο δίχως να καταλαβαίνουν ότι οι ίδιοι το δημιούργησαν. Θυμώνει ακόμα η Σαμίρα γιατί θέλει να ζει ελεύθερη εδώ που γεννήθηκε, στην Ελλάδα, αλλά δεν την αφήνουν. Στη Μπουρκίνα Φάσο, όπου γεννήθηκε ο πατέρας της, δεν έχει πάει, αλλά πώς να νιώσει πατρίδα της έναν τόπο που δεν έχει δει στη ζωή της; Εκεί θα νιώθει ξένη, εδώ την κάνουν να νιώθει ξένη. Ξένη εδώ που είναι η γλώσσα της, ξένη κι εκεί που είναι το χρώμα της. Τι ειρωνεία!
Αυτό ακριβώς σκέφτεται κι ο Στρατής, 15 ετών, παρατηρώντας την κίνηση στο λιμάνι της Μυτιλήνης, εκεί που η προβλήτα μυρμηγκιάζει από τους πρόσφυγες: «Τι ειρωνεία!» σκέφτεται. «Είναι τόσο χαρούμενοι που ξέφυγαν από τον πόλεμο, που έφτασαν ζωντανοί στην Ευρώπη, κι εμείς δεν μοιραζόμαστε ούτε την ουρά από τη χαρά τους. Τους κοιτάμε με μισό μάτι και περιμένουμε πώς και πώς να τους ξαποστείλουμε. Μας λερώνουν, μας βρωμίζουν, μας χαλάνε τη βιτρίνα, διώχνουν τους τουρίστες… Εμάς, που εκατό χρόνια πριν είμασταν στη θέση τους».
Μόλις χτες ο εμπορικός σύλλογος της πόλης έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στα αρμόδια υπουργεία απαιτώντας να καθαριστεί το λιμάνι, ώστε να μην χαλάνε την εικόνα της πόλης οι μετανάστες που στοιβάζονται εκεί περιμένοντας το πλοίο της γραμμής. Το χειρότερο γι αυτόν, πάντως, είναι ότι την επιστολή την συνέταξε ο πρόεδρος του εμπορικού συλλόγου και μπαμπάς του. Ο ίδιος που ισχυρίζεται ότι δεν χρειάζεται να βγάζει τα μάτια του στο διάβασμα γιατί έχει έτοιμη δουλειά: «Δεν βλέπεις, Στρατή, πού πάει η χώρα; Αν δεν είχαμε και τον τουρισμό, θα πηγαίναμε χαμένοι. Λίγο τα δωμάτια, λίγο το μαγαζί, λίγο η καντίνα το καλοκαίρι… Δεν χρειάζεσαι παραπάνω, αγόρι μου. Ο κόσμος πάει κατά διαόλου, δεν το βλέπεις; Γεμίσαμε ξυπόλητους και πεινασμένους!».
Ο μπαμπάς του, που πουλάει το μικρό νερό ένα ευρώ στους τουρίστες και στους πρόσφυγες, που κλέβει στα ρέστα αν δει τον πελάτη να μην έχει άνεση με τα ευρώ, που δεν κόβει απόδειξη παρά μόνο όταν μαθαίνει ότι βγαίνει για έλεγχο η ΣΔΟΕ, που δεν έμαθε τίποτα, τέλος πάντων, τόσα χρόνια, και πιστεύει ότι το κράτος μονίμως τον κλέβει, τον εξαπατά και τον κοροϊδεύει. Όχι, δεν είναι κρατιστής ο Στρατής, δεν είναι καπιταλιστής, δεν είναι αναρχικός. Δεν είναι δεξιός, δεν είναι αριστερός, δεν είναι κεντρώος. Δεν είναι φασίστας, δεν είναι κομμουνιστής, δεν είναι σοσιαλιστής. Είναι 15 χρονών, ρε γαμώτο, και θέλει τη ζωή μπροστά του. Όχι υποθηκευμένη. Ολόκληρη. Ζωή ζεστή, σπαρταριστή, μ’ όλους τους χυμούς και τις μοσχοβολιές της. Κι αν δεν του τύχει εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο όπου μιλάνε αυτή τη γλώσσα κι ο ουρανός έχει αυτό το φως χειμώνα καλοκαίρι, θα πάει αλλού. Νέο ξεκίνημα αλλά όχι νέα πατρίδα. Η πατρίδα θα είναι πάντοτε εδώ. Όπως κι αυτών των δύστυχων από την Συρία που η πατρίδα μένει πίσω, να σκουριάζει μες στο αίμα. Παραμένει όμως πατρίδα! Εκτός κι αν ξεθωριάζει κι αυτή με τα χρόνια… Ξεθωριάζει άραγε η πατρίδα;