20160220
Το ζεστό απογευματινό φως και η πρόωρη άνοιξη γλύκαιναν την τραχιά ομορφιά της πέτρας. Το πάνω καφενείο ήταν άδειο. Ησυχία· ακόμη δεν είχε σκοτεινιάσει και μάλλον ο ενεργός πληθυσμός ήταν στα χωράφια. Περπάτησα προς το δημοτικό σχολείο· εγκαταλελειμμένο από χρόνια, στο σοβά χαραγμένα ονόματα και καρδιές από παλιά φλερτ· στις κούνιες δυο μικρά παιδιά με τη μαμά τους. Μπήκα πάλι στο χωριό, έξω από το μπακάλικο καθόταν μια ηλικιωμένη γυναίκα· χαιρετηθήκαμε, «τα παλαιά φωτογραφίζεις, ε;», «πολλά σπίτια έχει το χωριό», «πολλά τα σπίτια αλλά οι αθρώποι λίγοι· χτες βράδυ μέχρι να με πάρει ο ύπνος, μέτρησα πεντακόσους πεθαμένους· από τότε που θυμούμαι», «οι ζωντανοί, πόσοι είναι;» «ε δε θα ‘μαστε εκατό δέκα».
Είδα το φουγάρο του αλευρόμυλου· θυμήθηκα το φούρναρη από το Πιτυός, που αγοράζει από δω αλεύρι. Απέναντι καθόταν έναν ηλικιωμένος, δεν ξέρω αν με κατάλαβε, ρώτησα πότε ανοίγει ο μύλος· «κάθε πρωί, σήμερα ήταν μέχρι το μεσημέρι εδώ». Περπάτησα από την πάνω πλευρά, η επαρχιακή οδός χωρίζει το χωριό στα δύο. Νοικοκυρεμένα τα περισσότερα σπίτια, κυρίως αυτά που είναι περιμετρικά του παλιού οικισμού έχουν αποθήκες, γκαράζ, περιβόλια, κλήματα και μποστάνια, τα καυσόξυλα και τα λιόπανα τακτοποιημένα.. Οι πιο πολλοί άνθρωποι σε όλη τη χώρα είναι νοικοκύρηδες, πολλοί είναι ψυχαναγκαστικοί με την τάξη· αλλά για το σπίτι τους την ιδιωτική τους περιουσία· κατά τ’ άλλα για τη δημόσια περιουσία, τις πλατείες, τους δρόμους, τους αγρούς δεν νοιάζεται κανείς.
Πέρασα τον κεντρικό δρόμο, στη νότια πλευρά έχει αρκετά παλιά πέτρινα και λιγότερους κατοίκους. «Όλοι την Κυριακή στο γήπεδο της Χίου, Κανάρης-Σπάρτη, μην λείψει κανείς. Όλοι την Κυριακή…» ακουγόταν από το μεγάφωνο διερχόμενου αυτοκινήτου. Το κάτω καφενείο είχε αρκετούς πελάτες για τέτοια ώρα, μερικούς συνταξιούχους που έβλεπαν τηλεόραση και μια παρέα με ρούχα παραλλαγής, μάλλον κυνηγοί, που έπιναν ούζα· στην κουζίνα έκοβαν κρέας, υποθέτω για το αυριανό-κυριακάτικο γλέντι μετά μουσικής.
Στην εκκλησία τα φώτα ήταν αναμμένα και ακουγόταν ψαλμωδία. Η καμπάνα χτύπησε έξι, έκανα ένα γύρω ακόμη το χωριό, άναψαν οι λάμπες τις δεή, το καφενείο ήταν γεμάτο.