Από την Κωνσταντινούπολη στην Καλλιμασιά της Χίου

2

της Φιλομήλας Μπόλια

Το απόσπασμα από την προσωπική μαρτυρία της δασκάλας Ελένης Κρουσουλούδη Γανιάρη ακουμπά τη γενικότερη εμπειρία του παρελθόντος, αναδεικνύοντας ανθρώπινες σχέσεις, αξίες, οργάνωση κοινωνικής και οικονομικής ζωής, πολιτικά-ιστορικά γεγονότα και τα συνδέει με το παρόν. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ευρύτερου κόσμου, αυτού που ονομάζομε «πολιτισμός». Μας φέρνει κοντά στην καθημερινότητα του πρόσφατου παρελθόντος της τοπικής κοινωνίας, ας κρατήσουμε ζωντανές αυτές τις μνήμες πριν αρχίσουν να χάνονται, να μεταλλάσσονται… Ας μοιραστούμε τα βασικά σημεία της ιστορίας της, ας γνωρίσουμε ξεχασμένες προσωπικότητες που άφησαν το στίγμα τους στον τόπο μας.

Η αφηγήτρια Ελένη Γανιάρη και το οικογενειακό σπίτι στην Καλλιμασιά (2018)
Το σπίτι είναι χτισμένο μετά το χαλασμό και στο παρελθόν λειτούργησε ως εμπορικό κατάστημα

Έλληνες της Κωνσταντινούπολης με χιώτικες ρίζες μετεγκαθίστανται στο νησί επί Τουρκοκρατίας (δεκαετίες 1850-70). Η κυρία Ελένη μας αφηγείται: «Ο Στέφανος και η Παρασκευού ανταμώσανε στην Πόλη, αγαπηθήκανε, παντρευτήκανε και αποφασίσανε επειδή ήτανε Χιώτες να έρθουν να ζήσουν στο νησί. Εκείνος από το Πυργί Σασσάς, (Αναγνωστόπουλος*) γεωργός με μεγάλη αγροτική περιουσία. Στην πόλη είχε φούρνο. Εκείνη, από τη Χώρα, Φοροπούλου, ανηψιά του Δεσπότη Ιωακείμ Φορόπουλου**. Αποφασίσανε για δύο λόγους να μείνουν στην Καλλιμασιά. Ο πρώτος γιατί η Καλλιμασιά ήταν ακριβώς στη μέση, για να είναι κοντά στους συγγενείς και ο δεύτερος γιατί είχαν πολλούς φίλους χωριανούς Καλλιμασιώτες στην Πόλη. Πουλήσανε τα χωράφια στο Πυργί σε συγγενείς και αγoράσανε ένα καινούργιο σπίτι με Λουτρουβειό και απλάδα που έφτανε μέχρι του Κουμελά. Κάνανε το Γιάγκο και την Αθηνά». Εδώ παρατηρούμε το ενδιαφέρον δύο νέων, που έχουν την κουλτούρα της Κωνσταντινούπολης, να επιλέγουν την Καλλιμασιά για να ζήσουν, τον τόπο καταγωγής ανθρώπων των γραμμάτων (Πατριάρχες κ.α.). Ο Στέφανος ονομάστηκε αρχικά Αναγνώστης, γιατί διάβαζε στην εκκλησία και αργότερα τα παιδιά του κατά τη συνήθεια της Πόλης, πρόσθεσαν το «όπουλος» στο Αναγνώστης (Αναγνωστόπουλος).

Στην καταστροφή του χωριού από το σεισμό του 1881 «Ο Γιάγκος ήτανε δεκατεσσάρων χρόνων. Ήταν στην Πνιγούρα την ώρα που έγινε ο σεισμός με το φίλο του… και σωθήκανε. Η Αθηνά σκοτώθηκε και η Παρασκευού τραυματίστηκε στο πόδι και αργότερα της το κόψανε και ήταν με ένα πόδι. Τότε μένανε όλοι σε τσαντίρια, σε σκηνές, έξι μήνες έτρεμε η γη. Μετά όλοι οι χωριανοί μαζευτήκανε να δούνε που θα χτίσουν το χωριό. Άλλοι λέγανε στην παραλία, άλλοι λέγανε, αλλά αφού είχε μεγάλη αγροτική περιφέρεια το χωριό, μέχρι Θολοποτάμι, Νεχώρι, και τότε δεν υπήρχαν τα αυτοκίνητα, αποφασίσανε να το χτίσουνε στο κέντρο, στο ίδιο μέρος». Η οικογένεια έχτισε στο » Σελέπερο στο κτήμα που τους παραχώρησε η άκληρη γυναίκα από την οποία είχαν αγοράσει το πρώτο τους σπίτι. «Πηγαίνετε να χτίσετε όπου θέλετε, στο Κάτω Πηγάδι έχω ένα μεγάλο κτήμα». Εδώ διαφαίνεται η αλληλεγγύη τα δύσκολα χρόνια μετά το χαλασμό. Εκεί «έκαναν τρία παιδιά, το Μιχάλη (1885), την πεθερά μου (Καλλιόπη, 1888) και τον Κωνσταντίνο (1890). Ήτανε καθαρή η Παρασκευού, αν και με ένα πόδι, κάθε βράδυ, έβαζε σε μια γαβάθα νερό και με ένα τσουβάλι που είχαν για σφουγγαρόπανο καθάριζε κάτω τις πλάκες πριν κοιμηθούν τα παιδιά». Συνήθειες της Πόλης.

Μετά το σεισμό ο θείος Ιωακείμ Φορόπουλος βοήθησε την οικογένεια. «Τα αγόρια τα πήρε ο θείος στην Πόλη, ο Γιάγκος πήγε στη Χάλκη να σπουδάσει. Σπούδασε Νομική και μετά δούλεψε εκεί. Τότε η Κωνσταντινούπολη ήταν μια διεθνής πόλη, ήταν Άγγλοι, Γερμανοί, Ελβετοί, Ολλανδοί. Εκεί μαθαίνανε και ξένες γλώσσες. Ύστερα πήραν και το Μιχάλη και έγινε μηχανικός. Όταν πέθανε η Παρασκευού, ο Γιάγκος ήταν ο προστάτης της οικογένειας και πήρε στην πόλη τον πατέρα με τα αδέλφια του. Την πεθερά μου (Καλλιόπη Αναγνωστοπούλου-Γανιάρη) την είχε σε ένα σπίτι Καλλιμασιώτη Καθηγητή που ήταν παράλυτος, αλλά ήταν σοφός καθηγητής, αφού πηγαίνανε και τον παίρνανε με το φορείο και τον πηγαίνανε στα σχολεία να διδάξει».

Σημαντική προσωπικότητα ο πρωτότοκος της οικογένειας Γιάγκος, σπούδασε και έζησε στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα επίστρεψε στο χωριό και άνοιξε μαγαζί «είχε απ΄ όλα… από σερβίτσια, από υφάσματα, από χαλιά». Περιγράφεται ως πλούσιος μορφωμένος χαμηλών τόνων, κοντός, λίγο παχουλός με γυαλάκια, χειμερινός κολυμβητής και καθημερινός περιπατητής. Συναλλάσσονταν και αλληλογραφούσε με σημαντικούς ανθρώπους της εποχής του. «… αντέγραψε το Λατινικό Δίκαιο, τότε όλοι τα αντέγραφαν, δεν είχαν χρήματα και δεν υπήρχαν τα τυπογραφεία σαμπου είναι τώρα. Ήτανε δύσκολα και πολύ ακριβά και τα αντιγράφανε». «Είχε μια πένα από κεχριμπάρι με σκαλισμένα χρυσά γράμματα «Ιωάννης Αναγνωστόπουλος»».

Γιάγκος (Ιωάννης Αναγνωστόπουλος), Αρχείο Ελένης Γανιάρη

Σελίδες από το Χειρόγραφο Ρωμαϊκό Δίκαιο (1896/1901) του Νομικού Αναγνωστόπουλου
Αρχείο Ελένης Γανιάρη

«Ο Γιάγκος τα καλοκαίρια, ερχόντανε, βάφτισε την Αθηνά (κόρη της αδελφής του). Από το 1927 ήταν πια εδώ. Με τον Λαμπρόπουλο από την Αθήνα ήτανε φίλοι, έκανε το μαγαζί και έφερνε πράγματα από την Ευρώπη. Δεν είχε συγκοινωνία να πηγαίνουν στη χώρα και αγόραζαν όλοι. Ερχόταν και έλεγαν, α να μου δώσεις τόσες πήχες, που θα παντρέψω την κόρη μου (προικιά) και εγώ στις κουρμάδες θα σε πληρώσω. (Βερεσέ) ‘Αμα επουλούσαν το λάδι, άμα επουλούσαν τις κουρμάδες, άμα επουλούσαν το μαστίχι είν να δόκουνε. Είχεν απ΄όλα,… από σερβίτσια, από χαλιά, από ρούχα…, μεταξωτά, αγγλικά κουστούμια. Είχε ένα ρολόι ολόχρυσο που έγραφε «Ιωάννης Αναγνωστόπουλος».

Αργότερα αναφέρεται για τη συνεισφορά του Γιάγκου στη οικοδόμηση του νέου σχολείου στη Μνιγούρα. Παρείχε τόσο γνώσεις νομικές, όσο και επιστασία και χρόνο προκειμένου να γίνει καλή δουλειά. Αναλύει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής «Μνιγούρας» με ιδιοκτήτες χωριανούς βαμβακεμπόρους από την Αλεξάνδρεια, που οι εκπρόσωποί τους δεν ήθελαν να πουλήσουν και έγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση για να το πάρει το σχολείο. Επίσης αναφέρεται στη κτηματική περιουσία σχολείου, κοινότητας, εκκλησίας. Απόσπασμα αφήγησης: «Τότε πηγαίνανε σχολείο στο Παρθεναγωγείο, που ήταν σπίτι του Πατριάρχη και τόχε χαρίσει. Τα άλλα χωριά είχαν 3-4 τάξεις, και εδώ ερχότανε τα παιδιά από τη Διδύμα, τα Νένητα. Τότε ήτανε Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο πάππους τουτουνού τώρα … Έκανε τότε 2000 σχολεία ανά την Ελλάδα, γιατί τότε δεν υπήρχαν σχολεία και οι άνθρωποι ήταν αγράμματοι. Επί Τουρκοκρατίας δεν είχε σχολεία. Πρώτα- πρώτα έγινε δικαστήριο και έγινε απαλλοτρίωση… Βγήκανε σε πλειστηριασμό και επιστατούσε ο Γιάγκος και μετά μαζέψανε λεφτά για να χτίσουνε, έδωσε και το κράτος κάποια λεφτά, και είπε (ο Γιάγκος) θα φτιάξουμε ένα ωραίο σχολείο και να προσέξουμε να γίνει σωστή η δουλειά, να προσέξουμε τους εργολάβους, που έχουν την τάση να… να βάλουν τα σωστά υλικά. Επειδή ήταν άνθρωπος που δεν είχε δουλειά (χωρίς υποχρεώσεις), επιστατούσε στο χτίσιμο με τον Κρουσουλούδη το Νικόλα, του Γιώργου του γιατρού τον πατέρα. Επιστατούσαν να γίνει καλή δουλειά. Έριξαν και μια χρυσή λύρα στα θεμέλια και όταν τελείωσε, έδωσε και λεφτά και βάλαν όλα τα τζάμια του σχολείου». Στο Δημοτικό σχολείο είναι αναρτημένη μαρμάρινη πλάκα με σκαλισμένα χρυσά γράμματα που αναφέρεται ο Γιάγκος ως ευεργέτης.

Πέραν των Νοταριανών Κωδίκων που περιελάμβαναν «υποθηκοδάνεια», «ομολόγα», «εγγυητικά», «υποσχετικά», «εξοφλητήρια» κ.α. που συντάσσονταν για τις ανάγκες της εποχής, αντίγραφα των οποίων βρίσκονται σε έντυπη και ψηφιοποιημένη μορφή στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, οι δανεισμοί πολλές φορές βασιζόταν στη γνωριμία και την εμπιστοσύνη με αμφίβολο πολλές φορές το αποτέλεσμα της επιστροφής. «Και αργότερα, πολύ αργότερα, μετά την πείνα του σαράντα ’40, το 53, τότε η πεθερά μου άνοιξε τα τεφτέρια του μαγαζιού, βερεσέδες από πάνω ως κάτω, και κάτω – κάτω έγραφε, έδωσα εις τον Μ.Μ. … 200 χρυσές λίρες, απ΄αυτές, 80 θα πάρει ο αδελφός μου ο Μάκης, 60 η αδελφή μου η Καλλιόπη και οι υπόλοιπες να δοθούνε στο δημοτικό σχολείο Καλλιμασιάς. Έτσι μούπε η πεθερά μου. Αρχές του 55 πέθανε πολύ φτωχός. Πάρα πολύ φτωχός, διότι τα λεφτά του είχανε κοπεί. Του τα χρωστούσανε, δεν του τα δίνανε. Η πεθερά μου ανακάλυψε τα τεφτέρια και έλεγε, στεναχωριότανε, για δε καλέ δικηγόρος άνθρωπος και να μην κάμει ένα χαρτί. Να δώσει τόσο χρυσό και να μην κάμει ένα χαρτί. Τάλεγε, ταξανάλεγε, τάκουσε η Π.. Μη στεναχωριέσαι, αυτοί είναι έντιμοι, ο Γιάγκος ήτανε πάντα στο σπίτι της Χ. Έμπαινε, έβγαινε, στου Κ.. Είναι άνθρωποι καθώς πρέπει, δε θα τα φάνε. Τα φάγανε αυτοί που είχαν χαρτιά, τούτοι που δεν έχουν, δε θα τα φάνε. Πήγαν και δείξανε το τεφτέρι και της τάπαν όλα αυτά, και της λένε, μη στενοχωριέσαι Καλλιόπη ο αδελφός μου είναι έντιμος άνθρωπος, ήταν φίλος καρδιακός του Γιάγκου, λοιπόν, θα του γράψω εγώ. Ο μόνος που τάστειλε ήταν αυτός. Πόσοι και από τα γύρω χωριά που ερχόνταν και ψωνίζανε».

Από αριστερά ο Ιωάννης (Γιάγκος) Αναγνωστόπουλος, Δεξιά ο Μιχάλης (Μάκης) Αναγνωστόπουλος και στη μέση η σύζυγός του Μάκη, δασκάλα Κυριακή (Κίτσα/Κούλα) Νιανιαχά (1931) Αρχείο Ελ.Γανιάρη
Χειρόγραφη σημείωση του Γιάγκου στο πίσω μέρος της φωτογραφίας

Ο Δημήτρης Μελαχροινούδης στην εκδήλωση τιμής για το Γεώργιο Σταγκούλη (15/7/18, 80 χρόνια ΕΜΧ) αναφέρει σε video παραγωγής του Εκπολιτιστικού Σωματείου Πρόοδος : «δημοσιεύτηκε ο νόμος «περί αμβύκων, δηλαδή της μη χρήσης μαστίχας στην παραγωγή του ούζου. Οπότε καταλαβαίνετε για τους μαστιχοπαραγωγούς αυτό ήτανε πολύ άσχημο και άρχισαν ορισμένες κινητοποιήσεις, τι θα κάνομε. Μία από αυτές ήτανε η σκέψη του Γιάννη Αναγνωστόπουλου, δικηγόρου, ο οποίος έμενε στην Καλλιμασιά, ώστε να δημιουργηθεί η Ένωση Μαστιχοπαραγωγών και εδώ πρέπει να λέγονται αυτά για να μαθαίνουμε την ιστορία μας κάποτε. Όταν ήταν ο αδελφός του, ο Μιχάλης Πρόεδρος της Κοινότητας, εισηγήθηκε ο Πρόεδρος στο Συμβούλιο να γίνει σύσκεψη στην Καλαμωτή απ΄όλους τους Μαστιχοπαραγωγούς, πράγμα που έγινε και ακολούθησε η δημιουργία της ΕΜΧ , όπως είναι γνωστά. Φυσικά ήταν η παρέμβαση του Νομάρχη τότε, ο Σταγκούλης δεν ήτανε αντιπρόσωπος στην Καλαμωτή τότε, ήτανε στα επόμενα που εκλέχθηκε αντιπρόεδρος«. Η εφημερίδα «Αλήθεια» στο φύλλο 5703/16-7-18 αναδημοσιεύει άρθρο του Μελαχροινούδη από το φύλλο 21 «Καλλιμασιώτικα» στο οποίο αναφέρεται: «Το 1930 το Κοινοτικό Συμβούλιο της Καλλιμασιάς με Πρόεδρο τον Μάκη Αναγνωστόπουλο παίρνει την ιστορική απόφαση ότι θάπρεπε οι μαστιχοπαραγωγοί να διαχειρίζονται οι ίδιοι το προϊόν τους (Ήτανε άραγε ιδέα του τότε νεαρού γιατρού Στααγκούλη;)…» Με βάση τη μαρτυρία της κ. Ελένης ο μεγαλύτερος κατά 18 χρόνια αδελφός του Μάκη, ο Γιάγκος είχε την ιδέα να τους ενώσει, γιατί δεν άντεχε να βλέπει να εκμεταλλεύονται οι έμποροι μαστίχας τους «αδύναμους» μαστιχοχωρίτες παραγωγούς και είχε αναλάβει δράση.«Τότε ήταν, από τους πρωτεργάτες, που γύριζε με το γαϊδούρι του κάθε Κυριακή και πήγαινε στα χωριά, μάζευε τους χωρικούς και τους έβγαζε λόγο και τους έλεγε ότι, είναι ντροπή να τους τρώνε τον κόπο τους και τον ιδρώτα τους, μερικοί λέει έμποροι, που πέρνανε τα μαστίχια και πολλές φορές δεν τους πληρώνανε κιόλας«. Και από την αφηγήτρια και από τον Δ. Μελαχροινούδη προκύπτει, ότι ο Γιάγκος, έσπειρε το σπόρο και αργότερα οι νεότεροι ακολούθησαν και λειτουργώντας δυναμικά κατάφεραν να γίνει πράξη η ιδέα της ΕΜΧ. Για την στυγνή εκμετάλλευση η κα Γανιάρη αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνομιλίας Καλλιμασιωτών (αγρότη και εμπόρου), που της εξιστορούσε η πεθερά της. Κάθε φορά που συναντιόνταν στο χωριό δεν έχανε την ευκαιρία ο αγρότης να απευθύνεται στον έμπορο-πράτη, ο οποίος του χρωστούσε την αξία του μαστιχιού, που του είχε δώσει «τον παρά μου Γ…» «θα στον δώσω», αλλά ποτέ δεν πληρώθηκε.

Οικογενειακή φωτογραφία της κας Ελένης στον κήπο το 1959, με το σύζυγό της δάσκαλο Κωνσταντίνο Γανιάρη, την πεθερά της Καλλιόπη και την πρώτη τους κόρη Πόπη Γανιάρη
Πινακίδα του καταστήματος υφασμάτων Αναγνωστόπουλου (βρίσκεται στο Λαογραφικό Μουσείο Καλλιμασιάς)

(*) Κατά την αφηγήτρια, το όνομα Αναγνωστόπουλος δόθηκε στο Στέφανο Σασσά, αρχικά ως Αναγνώστης, επειδή διάβαζε στην εκκλησία και αργότερα προστέθηκε η κατάληξη «οπουλος», που συνηθίζονταν στην Πόλη (όπως και Λάμπρος-Λαμπρόπουλος, Φόρος Φορόπουλος).

(**) Ο θείος της Παρασκευούς, Ιωακείμ Φορόπουλος, ήταν από τις σπουδαίες προσωπικότητες, που ποίμαναν την Πελαγονία, (Σήμερα Σκόπια) και διατηρούνται αρχεία του στη βιβλιοθήκη ΚΟΡΑΗΣ, καθώς και σχετικές αλληλογραφίες.

Συζήτηση2 Σχόλια

  1. con michaliadis

    Thank you for the story filomila I’ll post more if I find out more the store sign picture at the bottom margarita was named after my mother currently 88 years of age

  2. Δημήτρης Μελαχροινούδης

    Συγχαρητήρια για τη συστηματική εργασία και τη συμβολή στην τοπική ιστορία.

Άφησε σχόλιο