Ο κουκοπόλεμος

0

Κείμενο της Δέσποινας Φιριπή γραμμένο στo πλαίσιo του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Μεγάλη Πέμπτη απομεσήμερο. Του Απρίλη ο ήλιος δυνατός προσπαθεί να φωτίσει το μικρό χωριό. Μα δεν τον αφήνουν, ούτε τα γέρματα που σφιχταγκαλιάζουν τα σπίτια του, ούτε και τα μπαλκόνια των αντικριστών δίπατων που σκιάζουν τα σοκάκια του. Σιωπή πένθους στις γειτονιές διώχνει το φως της Άνοιξης. Στο καφενείο κανένας άνδρας. Μέρα που είναι δεν κάνει τους λένε οι γυναίκες και εκείνοι είτε από φόβο είτε από συνήθεια έχουν μάθει να υπακούν. Τα καρφιά δεν έχουν μπηχτεί ακόμα στο σώμα του Χριστού μα ήδη κόβουν τα ξύλα για το φανό που θα κάψουν τον προδότη. Σφαλισμένες οι πόρτες των νοικοκυριών. Να ΄ναι ζεστό το σπίτι να ανέβουν οι κουλούρες της Λαμπρής. Δριμύ το άρωμα από το ξύδι της φακής κυριαρχεί έναντι του μαχλεπιού και της αμμωνίας. Βάφτηκαν κόκκινα τα αυγά, και αυτά μέσα στο ξύδι, γέμισαν το καλάθι και περιμένουν να έρθει ή ώρα να τα αγκαλιάσει η πλεξούδα της Ανάστασης. Τα παιδιά συνωμοτικά κλείνουν το μάτι στη κυρά Σαρακοστή που έχει μείνει κουτσή και εξαντλημένη και την ευχαριστούν που το τελευταίο ποδαράκι της , τους χάρισε τη λύτρωση από το σχολειό.

Είμαι και εγώ εκεί μπορώ να με δω. Κατεβαίνω τη σκάλα του σπιτιού κάνοντας τσουλήθρα πάνω στη τσιμεντένια κουπαστή της. Ένα σάλτο και προσγειώνομαι μπροστά στην Κατερίνα. Δεμένες σταυρωτά χοροπηδάμε διαλαλώντας την ατίμητη ομορφιά των 11 χρόνων μας «Τσιγκολελέτα, ένα φράγκο η βιολέτα» μέχρι να συναντήσουμε τους υπόλοιπους.

Ροβολούμε τις γειτονιές. Από το Τσόμπο μέχρι τα χωράφια του Πήγαδου για να γεμίσουμε τα πανέρια της εκκλησιάς με μυρολούλουδα του Επιτάφιου. Μωβ βιόλες μονές και διπλές, πάπιες ολόλευκες σα καμπάνες που από μέσα τους θα ηχούν τα κόκκινα τριαντάφυλλα, λεβάντα που χρόνια αργότερα, θα αναγνωρίζαμε το κατανυκτικό της άρωμα. Η πομπή των λουλουδιών τερματίζει μπροστά στην πόρτα της εκκλησιάς με την παράδοση των ευωδιαστών πανεριών. Είναι η μοναδική αμόλευτη συμμετοχή μας στη θλίψη που προστάζει η ημέρα των Παθών.

Αμέσως μετά το σμάρι των παιδιών καταπίνει το δρόμο. Αγόρια και κορίτσια σχεδόν συνομήλικα, ωστόσο οι μεγαλύτεροι έχοντας το προνόμιο της αρχηγίας φτάνουν πρώτοι στης αλεπούς το πέρασμα. Εκεί στην υποχρεωτική στάση για τον έλεγχο του δρόμου, πριν βγούμε στον αμαξωτό ρουφάμε αχόρταγα της άνοιξης το αγέρι που στρίβει μέσα στο έμπα του χωριού. Και εγώ σταματώ για να κοιτάξω ψηλά τάχα μου τον ουρανό που ξεπροβάλλει. Μα η καρδιά μου χτυπά δυνατά σαν τώρα που τα θυμάμαι όλα εκείνα, μόλις αντικρίζω τα ανοιχτά παντζούρια του Σιδερή. Ήρθαν οι Αθηναίοι φωνάζω και μέχρι σήμερα πιστεύω πως προσποιούμουν πετυχημένα την αδιάφορη. Κανείς δεν είδε πως σχεδόν κλότσησα την Κατερίνα για να βρεθεί στην πόρτα της θείας της και να καλέσει τα ξαδέρφια της στο παιχνίδι μας. Κανείς δεν είδε πως από τη χαρά μου ,που πια δεν ήταν κλειδωμένη η πόρτα του σπιτιού τους, την άνοιγα για να υποδεχτώ την δική μου Ανάσταση και ας ήταν Μεγάλη Πέμπτη απόγευμα. Μόνο εγώ βλέπω τον έρωτα να κατεβαίνει την ξύλινη σκάλα φορώντας φόρμα αθλητική με μια μπάλα ποδοσφαίρου να κουτρουβαλάει τα σκαλιά για να καταλήξει μοναχά αυτή στην αγκαλιά μου. Τότε δεν μπορούσα να βλέπω τα βαθιά και άδολα αγορίστικα μάτια ούτε τα κατακόκκινα μάγουλα της ντροπής μας. Η θηλυκή ηλικία που δειλά – δειλά πρωτοεμφανίζεται υποκλίνεται στη παιχνιδιάρα παιδικότητα. Το βουερό λεφούσι μας ασυγκράτητο τρέχει προς την αλάνα του σχολειού κυματίζοντας το λάβαρο του παιχνιδιού, το μοναδικό θεό που νιώθαμε την ανάγκη να τιμήσουμε, κόντρα σε όλες τις μεσίστιες σημαίες.

Η σύνθεση των ομάδων μας διαφορετική κάθε φορά και σε κάθε παιχνίδι. Την καθορίζει η φορά του βέλους του παιδικού έρωτα που αλλάζει από στιγμή σε στιγμή και χτυπάει στην καλύτερη με ένα βλέμμα, με ένα πείραγμα και στη χειρότερη με ένα χωματοκύλισμα των αγοριών. Τα κορίτσια η αρχή και η αιτία των πάντων αναλαμβάνουν να καθαρίσουν στο τέλος. Δεν το γνωρίζουν πως ο έρωτας περνάει από το στομάχι, μα είτε ενστικτωδώς, είτε από την πείνα λόγω της νηστείας ο μόνος τρόπος για να σταματήσουν οι κοκορομαχίες είναι η επίθεση στο κουκοχώραφο της κυράς Σαράνταινας.

Οι κουκιές σχεδόν στο ύψος των επιδρομέων, σηκώνουν προς στον ήλιο μόνο τις ασπρόμαυρες φουντίτσες τους, για να κρατήσουν στη δροσιά, τους παχουλούς λωβούς. Σαν ακριδάκια πηδούν όλα από βλαστό σε βλαστό, κόβουν τα χλωρά κουκιά να νικήσουν τη πείνα τους. Τα χέρια μαυρισμένα από το ξέσκισμα των λωβών, σαν καπνισμένα από μπαρούτι, τους δίνουν την φωτεινή ιδέα του πολέμου. Στήνουν τα στρατόπεδα στις δυο άκρες του κουκoχώραφου. Ξεριζώνουν καλά καλά τα μεσαία, να απλωθεί το πεδίο της μάχης. Έφιπποι και στρατιώτες ποδοπατούν στο τρεχοβολητό τους τη σπορά και στο γιουρούσι τους απάνω ανταλλάσσουν πυρά με παραγεμισμένους λωβούς. Οι λαβωμένοι πέφτουν, ξαπλώνουν καταγίς αγκαλιά με τις ανθοφορούσες κουκιές, ενώ οι νικητές καταπατούν τα οχυρά των αντιπάλων και στήνουν το χορό της νίκης τσαλαπατώντας τους χλωρούς καρπούς. Σαν ρίξαμε και το τελευταίο βόλι του κουκοπόλεμου τελείωσαν οι μάχες όχι όμως και ο πόλεμος.

Οι ιαχές του σάλπιζαν τρομάρα και απειλές από το στόμα της κυράς Σαράνταινας, ακριβώς κάτω από τα απλωμένα λουλουδένια χέρια του εσταυρωμένου την ώρα που ο γλυκόφωνος παππάς έψαλε Προσκυνοῦμέν σου τὰ Πάθη Χριστέ. Την άκουσαν τα αγόρια που κρατούσαν τα ξεφτέρια ντυμένοι παπαδάκια και τρομαγμένοι υποσχέθηκαν σε τούτα τα σύμβολα να τα τιμούν για πάντα. Από το γυναικωνίτη τα κορίτσια την έραναν λουλούδια για να της στείλουν τη συγνώμη τους. Και εγώ της στέλνω το ενήλικο ευχαριστώ μου για την ευλογημένη τιμωρία του κουκοπόλεμου. Δυο μέρες κάτ’ οίκον περιορισμό για να κρατάω συντροφιά στον άρρωστο αθηναίο έρωτα παρακαλώντας το Χριστό να μη βιαστεί να αναστηθεί εκείνη τη χρονιά.

Άφησε σχόλιο