Ιστορίες καθημερινής… αγάπης

0

2 γλυκιές ιστορίες γεμάτες έρωτα, αισιοδοξία και αλληλεγγύη του Λεωνίδα Καρακούρου

Ιστορία 1η
Η νύχτα ήταν γλυκιά, καλοκαιρινή. Ο καιρός είχε ζεστάνει απότομα πράμα που έκανε τους πάντες να πετάξουν με ανείπωτη αγαλλίαση και το τελευταίο ρούχο του χειμώνα. Προπάντων αυτά – τα πανέμορφα κορίτσια που δεν έβλεπαν την ώρα πότε θα ξεφορτωνόταν επιτέλους από πάνω τους την ανεπιθύμητη χειμωνιάτικη κρυψώνα που έκρυβε σαδιστικά για τόσους μήνες την ιδιαιτερότητά τους.

Ο Απρίλης βρισκόταν προς το τέλος του και ο ποιητής είχε ξετρελαθεί, με τις αισθήσεις του να τρέμουν από το υπερβολικό φορτίο κάποιας περίεργης εκκένωσης. Μα και τα νιόφερτα χελιδόνια βρισκόταν σε κατάσταση μέθης με τις γνώριμες ερωτικές τους φωνούλες και τα τρελά σπιναρίσματα όλη μέρα μέσα στο γαλάζιο. Είχαν τρελαθεί καθώς έχαναν τα χιλιάδες χρώματα των λουλουδιών που σιγά σιγά έσβηναν ενώ νύχτωνε.

Πλησίαζε μεσάνυχτα κι είπαμε να την κάνουμε για το σπίτι. Ξημέρωνε Σάββατο κι ο καθένας είχε τις δουλειές του. Σηκωθήκαμε μα όλα γύρω στροβιλιζόταν σα μεθυσμένα. Με τι; Με διό γουλιές μυρωδάτο ούζο που αναμείχθηκε με τη ζεστή ατμόσφαιρα δημιουργήθηκε αυτό το εκρηκτικό μείγμα; Δεν είναι δυνατό. Τα τραπεζάκια στο μισοφωτισμένο πεζόδρομο ήταν έτοιμα να πέσουν.

Κι ενώ γύρω γινόταν ένας χαμός, αυτό εδώ το αγκαλιασμένο ζευγαράκι στα σκαλοπάτια με τα καρφωμένα μάτια, δεν έπαιρνε είδηση τίποτα! Έχει μαγεία η νύχτα απόψε σκέφτηκα και πολύ αγάπη…


Ιστορία 2η
Η ρομαντική διάθεση με το σκούρο χρώμα παραχώρησε σιγά, σιγά την άλλη μέρα τη θέση της σε μια σκληρή πραγματικότητα που περιέργως λουζόταν από ένα υπέρλαμπρο φως. Ο ήλιος της γειτονιάς μου και σήμερα όπως πάντα δεν αφήνει ουδέν κρυπτόν. Δεν κρύβει την ανεργία, δεν κωφεύει στη φτώχια, δεν αποσιωπά το αβέβαιο μέλλον των παιδιών.

Θυμάμαι πάντα τη γειτονιά που μεγαλώναμε με νοσταλγία. Παίζαμε με μια ασήκωτη μπάλα στις κοντινές αλάνες, τσαλαβουτούσαμε στο αλμυρό νερό και από νωρίς ερωτευόμαστε τις λίγο ντροπαλές γειτονοπούλες. Κι όταν φύγαμε πιο μακριά δε βλέπαμε την ώρα πότε θα γυρίσουμε ξανά στο γλυκό μας σπίτι. Τώρα οι παλιοί μας φίλοι για πάντα ίσως έχουν φύγει, οι τοίχοι των σπιτιών έχουν ερειπώσει και τα ξεθωριασμένα παράθυρα χτυπούν εφιαλτικά και τρίζουν στον αέρα.

Παρ όλα αυτά είπαμε πως δεν μας ταιριάζει αυτός ο εφιάλτης. Αποφασίσαμε πως αυτές τις γιορτινές μέρες κάτι πρέπει να κάνουμε για να ανακουφίσουμε λίγο τον πόνο, να διώξουμε λίγο τη θλίψη, να γεμίσουμε κάπως το καλάθι των ανέργων που περνούν μέρες δύσκολες. Ξέρουμε πως δεν θα αλλάξουμε τόσο εύκολα τον άδικο κόσμο που ζούμε και πως «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ».

Στηθήκαμε έξω από κάποια χιώτικα Σουπερ Μάρκετ και μαζέψαμε μέσα σε λίγη ώρα απίστευτα τρόφιμα. Τόνους! Φαίνεται πως η αλληλεγγύη στους συμπατριώτες μας περισσεύει και την έδωσαν απλόχερα. Κάποια στιγμή πέρασε και μια νεώτερη γειτονοπούλα μου με τα δυό της αγοράκια. Στην έξοδο ο πιο μεγάλος γεμάτος καμάρι μας άφησε μια σακούλα. Κι ο πιο μικρός γύρω στα 6-7, τραβώντας τη μάνα του από το χέρι της ψιθύρισε με ένταση και αγωνία «Μαμά θέλω να βάλουμε και για τη μαμά του φίλου μου από την Αλβανία».

Τραντάχτηκα. Γύρισα το πρόσωπό μου για να μην με αντιληφθούν. Τώρα που μου έρχεται στο νου αυτή η ψυχούλα, τι να πω και τι να σκεφτώ; Αγάπη, τι άλλο;

Άφησε σχόλιο