γράφει ο Τέλης Τύμπας
Τα παραγωγικά, τα χρήσιμα ιστορικά ερωτήματα, δεν αφορούν απαρχές αλλά συγκρίσεις. Αντιγράφω εδώ από τo εναρκτήριο μάθημα του καθηγητή ιστορίας Patrick Boucheron στο Collège de France (Τι μπορεί να κάνει η ιστορία, Μετάφραση: Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Εκδόσεις Πόλις, 2017, σελίδα 62): «Πρέπει ακούραστα και χωρίς σταματημό να αντικρούουμε οριστικά και αμετάκλητα όλους εκείνους που περιμένουν από τους ιστορικούς να τους καθησυχάσουν όσον αφορά τις βεβαιότητές τους, καλλιεργώντας φρονίμως το χωραφάκι της συνέχειας. Η εκπλήρωση του ονείρου των απαρχών είναι το τέλος της ιστορίας – εάν είχε τέλος, η ιστορία θα έσμιγε με αυτό που ήταν ή έπρεπε να είναι στις απαρχές της, απαρχές όμως που ποτέ δεν υπήρξαν, παρά μόνο στο θανάσιμο όνειρο να μπει ένα τέρμα στην πορεία της». Το πρόβλημα με το ερώτημα του αν η ιστορία της Μακεδονίας ανήκει στην ιστορία των απαρχών της σημερινής Ελλάδας ή στην ιστορία των απαρχών κάποιου άλλου σύγχρονου έθνους-κράτους δεν έχει εκτιμώ να κάνει με την απάντηση που δίνει κάποιος. Το πρόβλημα είναι το ίδιο το ερώτημα. Από τη σκοπιά της ιστορίας ως επιστήμης, το παραγωγικό ερώτημα, το ερώτημα που έχει νόημα, είναι τι μαθαίνουμε από τη σύγκριση διαφορετικών κοινωνιών της αρχαιότητας ώστε να κάνουμε την δική μας κοινωνία καλύτερη. Σε ότι αφορά την αρχαιότητα, η πιο παραγωγική σύγκριση δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει τον μοναδικό πειραματισμό με τη δημοκρατία στην πόλη-κράτος της κλασικής αρχαιότητας. Ο πειραματισμός αυτός με τη δημοκρατία, κυρίως στην κλασική Αθήνα, δίνει το μέτρο σύγκρισης. Η ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας ενδιαφέρει όσο κάθε άλλη ιστορία της αρχαιότητας –ούτε περισσότερο αλλά ούτε και λιγότερο- από την άποψη αυτής της σύγκρισης. Η πρώτη και διασημότερη σύγκριση ήταν αυτή του Δημοσθένη. Ο μεγάλος (ο μεγαλύτερος κατά πολλούς) αυτός ρήτορας της αρχαίας Αθήνας κατέθεσε την άποψή του με επιχειρήματα και την υπεράσπισε με το κώνειο που ήπιε στον Πόρο (δεν ήταν μόνο ο Σωκράτης που ήπιε κώνειο για να επιβεβαιώσει το μεγαλείο της δημοκρατίας στο πλαίσιο μιας οριακής πρόκλησης). Έκτοτε τοποθετήθηκαν και τοποθετούνται πολλοί, μεταξύ άλλων οι σημαντικότεροι φιλελεύθεροι και μαρξιστές ιστορικοί, συμφωνώντας ότι το πρότυπο για τις κοινωνίες της νεωτερικότητας δεν το παρέχει η αριστοκρατική κοινωνία της Μακεδονίας αλλά η δημοκρατική πόλη-κράτος της Αθήνας. Το τι κάνει κάποιος με αυτό το πρότυπο, πόσο το εμπλουτίζει, σε ποιά κατεύθυνση, είναι άλλο θέμα. Εδώ η φιλελεύθερη και η μαρξιστική παράδοση αποκλίνουν. Αφού έχουν όμως πρώτα αποδεχθεί ότι η καθοριστική έμπνευση από την αρχαία ιστορία δεν προέρχεται από την αριστοκρατική Μακεδονία αλλά από την δημοκρατική Αθήνα. Η σύγχυση της ελληνικής/κλασικής αρχαιότητας με τις υπόλοιπες περιόδους της αρχαιότητας, στο πλαίσιο ερωτημάτων που εγγράφονται στη διεκδίκηση απαρχών, έχει τελικά ένα μεγάλο θύμα: την κατανόηση της καθοριστικής διαφοράς μεταξύ του πρωτοπόρου πειραματισμού με την δημοκρατία στην κλασική Αθήνα και την επιστροφή της ιστορίας σε μη δημοκρατικές κοινωνίες, όπως ήταν αυτές της υπόλοιπης αρχαιότητας, από τη Μακεδονία του Αλεξάνδρου μέχρι τα ελληνιστικά βασίλεια που προέκυψαν από την παρέμβασή του και την επαφή με την (επίσης καθόλου δημοκρατική) Ρωμαϊκή αρχαιότητα. Θέτοντας ερωτήματα που εστιάζονται στις απαρχές, χάνουμε την ιστορία της ανάδειξης της δημοκρατίας. Χάνουμε την σημασία της δημοκρατίας.
Δεν πρέπει πάντως να χρεώνουμε στις πλατείες των συλλαλητηρίων περισσότερα από αυτά για τα οποία ευθύνονται. Η απώλεια της σημασίας της δημοκρατίας από μια προσέγγιση στην αρχαία ιστορία που δεν ξεκινά από τις τεράστιες και κρίσιμες διαφορές των αρχαίων κοινωνιών δεν περιορίζεται στα όσα συμβαίνουν στις πλατείες. Η προσέγγιση αυτή είναι παρούσα ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχει υποτίθεται καθόλου πολιτική, στην ιστορία, για παράδειγμα, της επιστήμης και της τεχνολογίας. Κορυφαίο σύμπτωμά της είναι η απόδοση τεχνικών διατάξεων και μηχανισμών -με πρώτο στις μέρες μας τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων- σε μια ελληνική αρχαιότητα εν γένει. Κι έτσι δεν διαφεύγει απλά το ότι, για παράδειγμα, ο μηχανισμός αυτός δεν κατασκευάζεται στην δημοκρατική Αθήνα αλλά σε μια ελληνιστική-ρωμαϊκή κοινωνική γεωγραφία που απέχει από αυτήν. Διαφεύγει και αγνοείται, θυσιάζεται με την ίδια προσέγγιση, η γνώση των τεχνικών διατάξεων που συμβόλιζαν την δημοκρατική Αθήνα. Των διατάξεων που προωθούνταν στη δημοκρατική Αθήνα, ενώ, αντίστροφα, η χρήση τους ενίσχυε την δημοκρατική Αθήνα. Κι αυτή η θυσία δεν εκτίθεται πολιτικά σε πλατείες συλλαλητηρίων αλλά λανθάνει σε μέρη που δεν έχουν υποτίθεται να κάνουν με την πολιτική αλλά τον πολιτισμό. Και με την ευκαιρία: o Μηχανισμός των Αντικυθήρων δεν είναι αναλογικός υπολογιστής καθώς η διάκριση αναλογικός-ψηφιακός (όπως και οι όροι αναλογικός και ψηφιακός) δεν υπάρχει πριν τη δεκαετία του 1940. Υποθέτοντας ότι είναι αναλογικός, προβάλλοντας αναχρονιστικά τη θέαση της νεωτερικότητας στην αρχαιότητα, επειδή η διεκδίκηση απαρχών αντικαθιστά κι εδώ την ιστορική σύγκριση, χάνεται η πραγματική του σημασία (για μια προσέγγιση που αναδεικνύει την πραγματική σημασία του μηχανισμού, βλέπε εδώ) για την αντικατάσταση της διεκδίκησης απαρχών από την ιστορική σύγκριση, βλέπε το κεφάλαιο ‘Ιστορία και Ιστοριογραφία της Τεχνολογίας: Μια Εισαγωγή’, ειδικά για σύγκριση που περιλαμβάνει τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων, βλέπε κείμενό μου εδώ.