γράφει ο Κοσμάς Τσόλας
Γιατί άραγε να θελήσει κάποιος να παρακολουθήσει κάποια ζωντανή συναυλία, ιδιαίτερα στις μέρες μας, που το μουσικό προϊόν είναι τόσο εύκολα προσιτό και με τέτοια ευχέρεια ανακτήσιμο, που κυριολεκτικά φτάνει μόνο το πάτημα ενός κουμπιού η καλύτερα μόνο ένα αδιόρατο νεύμα στην οθόνη του κινητού, ώστε αυτοστιγμεί να το «κατεβάσει» για να το χαρεί.
Η απάντηση από τα χείλη κοντινού μου προσώπου, που αποτελεί και αδιάσειστο επιχείρημα για να το συνοδέψω σε κάποιο live, είναι εδώ και πολλά χρόνια αρραγώς στερεότυπη.
«Μα για να ακούσεις τις ανάσες τους».
Η φράση αυτή υποδεικνύει την κάλυψη μιας ανάγκης, η οποία δεν πραγματοποιείται από την ακρόαση του μουσικού γεγονότος, από τις αναρίθμητες εκδοχές και δυνατότητες τις εικονικής αναπαραγωγής του.
Πρόκειται για την ανάγκη μιας άλλης ποιότητας επαφής, ουσιαστικά την δημιουργία σχέσης, έστω και εφήμερης, μεταξύ του καλλιτέχνη και του ακροατή του.
Αυτό ζητάνε οι διψασμένες ψυχούλες μας.
Φτάσαμε στις μέρες που η πρωτογενής μουσική παραγωγή, περνά από τέτοια εξαντλητική κατεργασία, που πεινάμε να ακούσουμε λίγο ειλικρινές καρδιοχτύπι, ας υπάρχει και κάποια ατέλεια βρέ αδερφέ, που θα φωτίσει για λίγο την αυθεντικότητα και την ανθρώπινη παρουσία.
Ρετουσάρεται κι η μουσική, όπως εκείνα τα άψογα, άψυχα κι ανύπαρκτα μοντέλα (αντρικά και γυναικεία) που μας κατακλύζουν και στο τέλος στερημένη από ζουμί, σαν άχυρο μας προσφέρεται άνοστη και βαρετή.
Στην τελευταία συναυλία που παρακολούθησα, ομολογώ ότι συνέλαβα τον εαυτό μου, να εύχεται μυστικά για κάποια διακοπή ρεύματος ή για κάποιο δυσεπίλυτο τεχνικό πρόβλημα, που ξαφνικά θα προκύψει, ώστε να επιτραπεί σε εμάς τους θεατές, να γλυτώσουμε για λίγο από την απερίγραπτη ένταση των θηριωδών ηχείων, που οι τρομακτικές τους δονήσεις έφταναν μέχρι τα σωθικά μου (ίσως καθόμουν σε λάθος σημείο, η ακόμη μπορεί κιόλας να γέρασα).
Ξαφνικά λοιπόν τα φλύαρα, επιδεικτικά και ενίοτε ενοχλητικά φώτα, θα έσβηναν και θα βυθιζόμαστε στο μισοσκόταδο, με τον φθινοπωρινό έναστρο ουρανό από πάνω μας.
Οι καλλιτέχνες μετά από μια στιγμή αμηχανίας και κατόπιν των επίμονων παραινέσεων του κοινού από κάτω, θα αποφάσιζαν λέει, να συνεχίσουν τη συναυλία έστω και χωρίς την βοήθεια της παντοδύναμης τεχνολογίας.
Θα σταματούσε επί της σκηνής αυτό το πυρετικό πήγαινε έλα που θύμιζε εναλλαγές τηλεοπτικών εικόνων μια κι όλα πια τείνουν να προβάλλονται με τηλεοπτικούς όρους.
Θα εμπιστευόταν μόνο τις δυνάμεις τους και τον εαυτό τους.
Το κοινό αίφνης θα ησύχαζε κι αυτό από την καταδίωξη της αφόρητης έντασης ήχου και φωτός, θα σταματούσε το άλλο ανήσυχο πήγαινε έλα για να καταναλώσει ποτά και φαγώσιμα κι επιτέλους θα έστηνε αυτί, για να ακούσει τους ομολογουμένως δυσπρόσιτους, σε κάποια τραγούδια στίχους και την μουσική τους.
Και τότε ναι το θαύμα θα άρχισε να συντελείται.
Η μαγεία, που δεν χρειάζεται ομίχλες, καπνούς και εφέ, απεναντίας την απωθούν όλα αυτά, θα άρχιζε να ψηλαφιέται και να εννοείται και τα τραγούδια να προβάλλουν το κρυμμένο νόημά τους.
Δυστυχώς τίποτα απ αυτά δεν συνέβη.
Όλα κύλισαν στην επιδιωκόμενη, εκκωφαντική, ψυχρή τελειότητα, που επετεύχθη για μια ακόμα φορά κι όλοι τράβηξαν ήσυχοι για τα σπίτια τους, ευχαριστημένοι που ξόδεψαν σωστά τα λεφτά τους.
Όταν τελείωσαν όλα, οι «φουσκωτοί», η ασφάλεια δηλαδή, πρόβαλλαν με μαύρη αμφίεση, ως πραιτοριανοί σε ρωμαϊκό παλάτι, για να προστατέψουν τους καλλιτέχνες από αλαλάζοντες οπαδούς που αποζητούσαν διακαώς την απαραίτητη selfie μαζί τους, η οποία αντικατέστησε το πατροπαράδοτο αυτόγραφο.
Οι περισσότεροι ήθελα να αποσπάσουν το τεκμήριο και την βεβαιότητα (για τους ίδιους άραγε η για τους άλλους) ότι ναι ήταν εκεί, περνούσαν σίγουρα καλά και διασκέδαζαν με τον Σωκράτη και το Θανάση, η ίσως με τις σκιές τους.
Η αισθητική, τυπικά αμερικάνικη, απαράλλαχτη με εκείνη μιας συναυλίας που θα μπορούσε κανείς να ακροαστεί σε οποιαδήποτε χώρα του παγκοσμιοποιημένου πια πλανήτη μας.
Κρίμα λέω μέσα μου, γιατί η δουλειά αυτών των ανθρώπων, τόσο προσωπική, τόσο εξομολογητική και ιδιαίτερη, διαγράφει ακριβώς το αντίθετο και θα της άξιζε μια διαφορετική ίσως μεταχείριση.
Και θα έλεγα, χωρίς να έχω καμιά διάθεση αμφισβήτησης η μείωσής της -τους γουστάρω και τους αγαπώ πολύ και τους δύο- ότι η έκφραση αυτή διαστρέφεται από τις αισθητικές επιλογές παρουσίασης, που ελπίζω να μην είναι απόλυτα δικές τους.
Έτυχε πριν από αρκετά χρόνια να ακούσω τον Σωκράτη Μάλαμα μια καλοκαιρινή βραδιά στον Ανάβατο, και υποκύπτω στον πειρασμό της σύγκρισης.
Τότε με ασυγκρίτως φτωχότερα τεχνικά μέσα, το αποτέλεσμα για όλους έφτασε σχεδόν μέχρι την κατάνυξη (μπορεί να ήταν και κρασοκατάνυξη).
Άλλοι καιροί άλλες μέρες…
«Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ, που φαγώθηκε από τα μαλάματα στο πρόσωπό της» κρούει ο ποιητής.
Πολλά ψιμύθια δεν χρειάζονται.
Από εχτές θα θυμάμαι την εξιστόρηση του Θανάση Παπακωνσταντίνου, με την τρεμάμενη κι αβέβαιη φωνή του, (επιτέλους κάτι απροσδόκητο), προλογίζοντας τον Νίκο Κτιστάκη με τις εξαιρετικές ερμηνείες του.
Κι ακόμα την απίστευτη για την ηλικία του δεξιοτεχνία στο κλαρίνο, του νεαρού μουσικού που μου διαφεύγει δυστυχώς το όνομά του.
Φεύγοντας από το χώρο της συναυλίας και με τους πιο πιστούς οπαδούς να εκλιπαρούν για ένα τελευταίο τραγούδι (το μπιζάρισμα ποτέ δεν πεθαίνει), ένιωσα πως πέρασα μια μέτρια βραδιά.
Βέβαια δεν το μετάνιωσα που πήγα και εύχομαι τα παλικάρια να μας ξανάρθουν.
Αλλά πουλάκια μου, τις ανάσες σας δεν τις άκουσα…
Συζήτηση1 σχόλιο
Ακριβώς τις ίδιες σκέψεις έκανα κι εγώ αποχωρώντας λόγω ανωτέρας βίας λίγο πριν το τέλος της συναυλίας. Εποχές μόρφωσης (;) και… παραμόρφωσης. Μυσταγωγία που φυλακίστηκε, βασανίστηκε και έσβησε σε απαστράπτον κλουβί και θάφτηκε κάτω από τόνους ντεσιμπέλ.