Η Μαριγίτσα και ο Τρισκατάρατος

0

 ή  το παραμύθι της ενοχής και του φόβου

Η ψυχαγωγική λειτουργία των παραμυθιών είναι δεδομένη και αυταπόδεικτη. Ωστόσο, λιγότερο συζητημένη, όχι όμως και λιγότερο σημαντική, είναι η λειτουργία τους εκείνη, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «εκπαιδευτική», μιας και σχετίζεται με τη μεταβίβαση κοινωνικά επιθυμητών γνώσεων.

Η κοινωνικοποιητική αυτή λειτουργία των παραμυθιών συνδεόταν οπωσδήποτε με την αναπαραγωγή αξιών και αντιλήψεων, που, μια φορά κι έναν καιρό, όριζαν ή, τουλάχιστον, έπρεπε να ορίζουν τις σχέσεις –μεταξύ άλλων- και των δύο φύλων. Η ανάλυση* που ακολουθεί είναι μια απόπειρα κατάδειξης αυτής ακριβώς της λιγότερο αισθητής λειτουργίας, με οδηγό ένα χιώτικο λαϊκό παραμύθι, από το Ληθί, τον «Τρισκατάρατο». Με τον λανθάνοντα τρόπο των καλά κρυμμένων διδαχών και των υπόγειων παραινέσεων υπαγορευόταν η «ορθή» συμπεριφορά που όφειλαν να υιοθετήσουν «άρρενες» και «θήλεα» για να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις προδιαγραφές των κοινωνικών τους ρόλων.

Στη Χίο, συνήθιζαν να λένε παραμύθια στα λεγόμενα «παρακάθια» και τις βεγγέρες, καθώς καταγίνονταν με διάφορες εργασίες, με ένα κοινό ανάμεικτο και ως προς τα φύλα και ως προς τις ηλικίες. «Όταν βγαίνει το κρινάκι, το πολύ παραμυθάκι!…» έλεγαν, εννοώντας ότι η πιο κατάλληλη περίοδος για παραμύθια είναι από το Νοέμβρη και πέρα, και, μάλιστα, η περίοδος του Σαραντάμερου, από τα μέσα Νοέμβρη μέχρι τα Χριστούγεννα. Γι’ αυτό, για όσους γνώριζαν πολλά παραμύθια έλεγαν ότι ήξεραν «του Σαραντάμερου τα παραμύθια». Βέβαια, η αφήγηση των παραμυθιών συνεχιζόταν και καθ’ όλη την μετέπειτα περίοδο που περιλάμβανε και το χρονικό διάστημα της Σαρακοστής, με μία μικρή διακοπή κατά τη διάρκεια της Αποκριάς.

Αυτά τα παραμύθια που διηγούνταν στα παρακάθια δεν ήταν ασφαλώς από εκείνα που έχουν φτάσει, «αποστειρωμένα» σχεδόν, μέχρι τις μέρες μας, για να αξιοποιηθούν σε παιδικά ακροατήρια, κατά κανόνα. Αντίθετα, η αυθεντικότητά τους, η προφορική εκφορά τους, αλλά και η παλαιότητά τους –η καταγραφή του «Τρισκατάρατου», για παράδειγμα, έγινε σχεδόν έναν αιώνα πριν- προδίδει την προέλευσή τους από κοινωνίες με σχέσεις δεδομένες και απόλυτα αυστηρές, οι οποίες αποτυπώνονταν με ενάργεια και, όχι σπάνια, με ωμότητα, στις ιστορίες και τα επιμύθιά τους.

Όπως, καλή ώρα, συμβαίνει και στο παραμύθι του Τρισκατάρατου…

Ι. «Ο Τρισκατάρατος»

(Καταγραφή στο τοπικό ιδίωμα της περιοχής (Ληθί), από το λαογράφο Στυλιανό βίο, στα 1918)

Μιάβ βολάν ο Τρισκατάρατος εγίνηδ δάσκαλος κι εσυφ.φώνησεμ με τους ανθρώπους να μην παίρνει ’ο (στο) σκολειόν του αγόρια, μόνον κορίτσια. Εβαστήξαν τογ για δάσκαλο…

Χτυπά την καμπάναν και πάν’ τα κορίτσια ’ο σκολειόν κι ήφαεν έναν κορίτσιν και ’εν τον είδεν καμιά, μόνο μια, που την ελέαμ (έλεγαν) Μαριγίτσα.

Ενεγορεύτην (μαθεύτηκε ότι πέθανε) το κορίτσιν κι όλ.λες εμαρτυρούσαν πως εσκολ.λούσαμ μαζ.ζίν κι εθωώνετον ο Τρισκατάρατος. Η Μαριγίτσα, που τον είεν (είδε), ’εν είπε μήε (μήτε) πατέρα, μήε μητέρας, μήε κανενού τίποτι.

Σαν εξαναπήαν τα κορίτσια ’ο σκολειόν, ερώτηξεν ο Τρισκατάρατος τημ Μαριγίτσα:

-Μαριγίτσα, Μαριγίτσα, ίντα ’δες στο σκολειό κι ίντα ’πες ’ο σπίτι σου;…
-Μηδ’ έδα, δάσκαλέ μου, μήδ’ έπα, μήδ’ εμαρτύρησα…
-Κάτσε ’ο ντόπος σου
(στη θέση σου), λέει.

Την ίδιαν μέραν ήφαεν άλλο κορίτσι. Πάλιν η Μαριγίτσα τον είδεν.

Ενεγορεύτην το κορίτσι κι όλ.λες πάλι εμαρτυρούσαν πως εσκολάσαμ μαζ.ζί κι η Μαριγίτσα, που τον είεν, ήλεγεν κι εκείνη πως δεν τον είεν κι εθωών.νετον ο Τρισκατάρατος. Τρω κι άλλο, τα ίδια πάλι.

Εις τα τρία κορίτσια λει (λέει) της Μαριγίτσας:

-Αύριον να πεις της μητέρας σου να σε λούσει, να σε χτενίσει και να σε ντύσει με τα καλά σου και να ’ρτεις ’ο σκολειό.

Ευτή, ήπλυν.νέν την η μητέρα της και δεν επήεν ’ο σκολειόμ, μόνον της είπε να σταθεί να της μεταπιάσει να πλύν.νει.

Είδεν ο Tρισκατάρατος πως δεν ήρτεν ’ο σκολειόν η Μαριγίτσα, γίνεται ένας αγέρας και βββ… επήεν απάνω ’ηβ βόταμ (στη βότα, στην ταράτσα), που ήπλων.νεν τα ρούχα το κορίτσιν, αρπά το και το πά’ στον ουρανόν και το ρίχτει σ’ έναβ βασιλικόμ παλάτιν ομπροστά και φεύγει. Ήβγεν ο σεϊσ.σης (ιπποκόμος) να σιάξει τα μουλάρια και βλέπει έναν κορίτσιν κι ήλαμπε σαν τον ήλιο. Πηγαίν.νει στοβ βασιλιά και του λέει:

-Αφέντη βασιλιά έναν κορίτσιν κάεται (κάθεται) κάτω και λάμπει σαν τον ήλιον!
-Φέρετέ το γλήγορα εδώ, φωνάζ.ζει ο βασιλιάς.

Επήραν το κορίτσιν απάνω, το ρωτάν και δελ λει τίποτι.

Ο βασιλιάς το ’ρεσεν πολ.λύν και τόδ δωκεν εις τογ γιον του. Εγέννησεν και ήκαμεν έναμ παιδί χρουσομήλιγγο (με χρυσό μέτωπο). Πριν να λευτερωθεί, ήρτεν είδηση του αντρός της να πά’ στον πόλεμο. Επαράγγειλεδ δέκα-δέκα (οπωσδήποτε) στον πατέρα του και τημ μητέρα του να κοιτάζ.ζουν τη νύφ.φη, μη στάξει ο Θεός και βρέξει την! Εμήνυσάν το του βασιλόπουλ.λου πως ήκαμεν παιδί και ήταν χρυσομήλιγγον κι αυτό πια αφ’ τη χαράν του εκανοβόλαν (έριχνε κανονιές). Ο πατέρας πια κι η μητέρα επρόσεχαν κι είχαν τον οντάγ γεμάτον από λογιώλ λογιώφ φαγιά για τημ μητέραν του παιδιού, την νύφ.φην τως.

Μιαν νύχταν, πηγαίν.νει ο Τρισκατάρατος, σαν αγέρας κι εστύλ.λωσεν (άνοιξε διάπλατα) τα παράθυρα κι ήμπεν κι εκαλησπέρισεν τημ Μαριγίτσαν:

-Μαριγίτσα, Μαριγίτσα, τι είδες ευτού που πήγες και τι είπες και τι εμαρτύρησες;
-Μηδ’ έδα, δάσκαλέ μου, τίποτα, μηδ’ έπα, μηδ’ εμαρτύρησα!
-Πεινώ, λέει ο Τρισκατάρατος.
-Φάε, όλ.λον το σπίτιν, έγ’
(είναι) γεμάτοφ φαγιά!

Αφού έφαεν όλ.λον το σπίτι τα φαγιά, της λει πάλιν:

-Πεινώ. Δώσ’ μου το παιδίσ σου να το φάω!

Το ’φαεν κι εκείνο κι ήφυεν.

Την άλλην ημέραν επήαν να καμαρώσουν το παιδίν κι ηύραν την κόρηχ χωρίς παιδί κι είπαν πως έ’ (είναι) στρίγγλα κι ήφαεν και τα φαγιά κι ήφαεν και το παιδίν και το μήνυσαν τ’ αντρός της και δεν το πίστεψεμ, μόνον είπεν:

-Εφήκαμ μου τηγ γυναίκαμ μου κι επείνασεν κι ήφαεν και το παιδί.

Έφυεν πάλι κι επήε στον πόλεμο. Εγκαστρώθην η γυναίκα του κι εγέννησεν ένα παιδί χρυσοστράγαλο. Εβάλαν της πάλι φαγιά, να τρώ, όλ.λων των λογιών. Εμηνύσαν το και τ’ αντρός της κι αφ’ τη χαράν του, εκανοβόλαν. Πά’ πάλιν ο Τρισκατάρατος σαν αγέρας κι εστύλ.λωσεν τα παράθυρα και της λε:

-Μαριγίτσα, Μαριγίτσα, τι είδες ευτού που πήγες και τι είπες και τι εμαρτύρησες;
-Μηδ’ έδα δάσκαλέ μου τίποτα, μηδ’ έπα, μηδ’ εμαρτύρησα!
-Λει της: Πεινώ!
-Φάε, όλ.λον το σπίτιν, έγ’ γεμάτοφ φαγιά!

Τρω τα φαγιά και της λε πάλι:

-Πεινώ, δώσ’ μου και το παιδίσ σου.

Παίρνει και το παιδίν της και το τρω.

Ήρταν πάλι το πρωί, είδαν τα φαγιά φαγωμένα και το παιδίν κι είπαν πως τα ’φαεν η γυναίκα, πως εγίνη στρίγγλα και τα ’φαγε. Μηνούν πάλι του βασιλόπουλ.λου. Λει εκείνος:

-Εφήκαμ την καμένην πάλι κι επείνασεν κι ήφαεν το παιδί.

Γυρίζ.ζει πάλι πίσω. Έμεινεν πάλι έγκυος η γυναίκα, έφυεν πάλι ο άντρας της εις τον πόλεμον. Γεννά και κάμνει ένα παιδίμ με το φεγγάρι στα στήθια του. Έβαλαν πάλι φαγιά λογιώλ λογιών. Ο Τρισκατάρατος πάλι, σαν αγέρας, εστύλ.λωσεν τα παράθυρα κι ήμπεν και, να μην τα μωρολογούμε, ήφαεν το παιδί.

Έρκεται πάλι ο άντρας της, τώρα πια το πίστεψεν πως εί’  (είναι) στρίγγλα και λει: «Πάρετέ την κι αμέτε χτίσετέ την εις τον νεροχύτην και να της έχετε την κεφαλήν της όξω να πιπιλ.λίζει τις βρώμες του νεροχύτη». Εκεί ήζ.ζησεν εφτά χρόνια.

Μετά καιρόν, ερώτησεν ο άντρας της:

-Πότ’ επόδωκεν (πέθανε) ευτή η στρίγγλα; Είπαν του:
-Δεν ηξέρομεγ, γιατί δεν επήγαμεν να δούμε.. Επήγαν κι είδαν πως ήτοζ ζωντανή. Λει τως:
-Πάρετέ την και ρίξετέ τημ μες στ’ άλογα να τη σκοτώσουσιν!

Επήγαν την εκεί πέρα κι επηαίν’ναν τ’ άλογα και την εγλείφαν κι εν τη επειράζ.ζαν. Επήεν ο σεϊζ.ζης να σιάει τ’ άλογα και βλέπει κι έλαμπεν το υπόγειον και τημ Μαριγίτσαν να κουβεντιάζ.ζει.

Ήρτεν ο Τρισκατάρατος και της λε:

-Μαριγίτσα, Μαριγίτσα, τι είδες, τι είπες, τι εμαρτύρησες;
-Μήτε ’δα δάσκαλέ μου, μήτε ’πα, μήτε μαρτύρησα.

Μα, για ’δέ, σε μιαθ θέσην που μ’ έφερες… Ας μ΄ έτρωες τότες κι εμέν’ να μηβ βασανίζ.ζομαι.

-Και, θεις (θέλεις) να σου φέρω τα παιδάκια σου; της λει.
-Θει και ρώτημαν κιόλα;

Πά’ και της τα φέρνει με βασιλικά ρούχα ντυμένα, σπουδαγμένα, με τις στέκες (σχολικές τσάντες) των.

Επήεν ο σεϊζ.ζης και τα ’πεν του βασιλιά. Εδιάταξεν ο βασιλιάς να πάν’ απάνω. Λει τους η μάνα να μην πά’ καέναν απάνω, «ώστε που να ’ρτει ο ίδιος ο πατέρας σας να σας πάρει». Έτσι το βασιλόπ.πουλον εκατέβηκεν κάτω και τους επήρεν όλ.λους απάνω στο παλάτιν. Το βράδυ είχαν τραπέζ.ζιν και φαγιά λογιώλ λογιών. Σαν εφάγαν, σαν καλήν ώραν εμάς, η Μαριγίτσα είπεν την ιστορίαν του Τρισκατάρατου, αφ’ την αρχήν ως το τέλος, σαν που σας την είπα κι εγώ.

Κι εζήσαν καλά κι εμείς καλύτερα.

ΙΙ. Ερμηνεία του παραμυθιου

Είναι πολλά τα ερωτήματα και οι απορίες που δημιουργούνται στο σημερινό ακροατή ή αναγνώστη του παραμυθιού αυτού. Και, αρχικά: ποια είναι η σχέση Τρισκατάρατου και ηρωίδας; Γιατί αυτή «θυματοποιείται» με τόση ευκολία, προσφέροντας άμεσα κι εξακολουθητικά τη σιωπή της; Γιατί συναινεί στους όρους του βασανισμού της; Γιατί ανταμείβεται στην έξοδο του παραμυθιού από τον -μέχρι εκείνη τη στιγμή- αντίπαλο και βασανιστή της; Τέλος: ποια είναι η σημασία της ποινής που επιβάλλεται από το σύζυγο και ποια είναι η σχέση αυτού του τελευταίου με την ηρωίδα;

Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, ας εξετάσουμε αναλυτικότερα τα δεδομένα του παραμυθιού.

Με την πρώτη συμφωνία στην εκκίνηση του παραμυθιού -ένα είδος «συμβολαίου» που συνομολογείται μεταξύ του Τρισκατάρατου και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου- καλούνται οι μικρές μαθήτριες να μυηθούν στη γνώση εκείνη, για την οποία ο αρμοδιότερος δάσκαλος, σύμφωνα πάντοτε με το συγκεκριμένο παραμύθι, είναι ο Τρισκατάρατος.

Αυτός, χωρίς καθόλου να χάσει καιρό, «τρώει» τις νεαρές του μαθήτριες, αρχίζοντας με τον τρόπο αυτό το «διδακτικό έργο» του. Η μοναδική γνώση που μεταδίδεται, λοιπόν, στη Μαριγίτσα, την ηρωίδα του παραμυθιού, μέσα από μια τέτοια διδασκαλία, είναι η εμπειρία μιας αποτρόπαιης απειλής, που δηλώνεται στο παραμύθι με τρόπο φυσικό, σαν να επρόκειτο για κάτι αναμενόμενο.

Το περίεργο είναι ότι η «γνώση» που αποκομίζει η Μαριγίτσα, παρά την αγριότητά της, παραμένει ακοινοποίητη, γεγονός που, από τη μια, υπογραμμίζει ότι αυτή η γνώση την αφορά, κατά κάποιο τρόπο, αποκλειστικά και, από την άλλη, παρέχει την αναγκαία ελευθερία και άνεση στο «δάσκαλο» να συνεχίζει ανενόχλητος το έργο του.

Παράλληλα, επειδή είναι φανερό ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να αφεθεί στην καλή διάθεση της Μαριγίτσας, ο Τρισκατάρατος ελέγχει εξακολουθητικά τη σιωπή της, καθιστώντας την ηρωίδα υποχείριό του, καθώς είναι και η μοναδική αυτόπτης μάρτυρας. Κινδυνεύει έτσι, σε περίπτωση αποκάλυψης της αλήθειας, να διαψευσθεί από τις άλλες ομόφυλές της, που αγνοούν τις «δραστηριότητες» του Τρισκατάρατου, μέχρι ίσως να έρθει και η δική τους σειρά για να μπουν στον κατάλογο των θυμάτων του «δασκάλου» τους.

Ωστόσο, με τη συγκεκριμένη στάση της ηρωίδας, δεν αποτρέπεται τελικά τίποτα: ούτε η «λαιμαργία» του Τρισκατάρατου, αλλά ούτε και το ψυχολογικό κόστος μιας ενοχής, μονόπλευρης και μονομερούς, εξ αιτίας της σιωπηρής ανοχής της Μαριγίτσας. Με άλλα λόγια, η ηρωίδα, παρ’ ότι είναι γνώστης μιας κατάστασης, απειλητικής για τις «συμμαθήτριές» της, δεν είναι σε θέση να βοηθήσει ούτε τα ομόφυλά της άτομα, αλλά ούτε και τον ίδιο της τον εαυτό.

Θα πρέπει, λοιπόν, για να αποκρυπτογραφήσουμε τη σιωπή της ηρωίδας, να σταθούμε στο είδος της γνώσης που παρέχεται από τον Τρισκατάρατο σ’ αυτό το περίεργο «σχολείο γυναικών», να ορίσουμε δηλαδή τις συνιστώσες αυτής της καθοριστικής -για τις επιλογές και τις ενέργειές της- «μαθητείας».

Προς την κατεύθυνση αυτή τα δεδομένα μιας παραλλαγής του παραμυθιού, από ένα άλλο νησί, τη Σκιάθο, είναι αποκαλυπτικά: ο Τρισκατάρατος και οι μαθήτριές του στην παραλλαγή αυτή απουσιάζουν. Εδώ η ηρωίδα-βασιλοπούλα, στην αφετηρία της αφηγηματικής ακολουθίας του παραμυθιού, ρωτά την υπηρέτριά της, ποιος είναι, τέλος πάντων, ο «Καημός», που τόσο φαίνεται να τη βασανίζει. Τη στιγμή ακριβώς που εκφράζεται η απορία, ακούγεται ένας πραματευτής να διαλαλεί το εμπόρευμά του: πουλά «Καημό», που σπεύδει ν’ αγοράσει και η ίδια η βασιλοπούλα, κλεισμένον σ’ ένα κουτί. Το περιεχόμενο του κουτιού δεν είναι παρά ένα σκουλήκι, που γίνεται -με τις φροντίδες της βασιλοπούλας- ολόκληρο θηρίο και τρώει όλα τα μέλη της οικογένειάς της, εκτός από εκείνη. Ο «Καημός» γίνεται τελικά η αιτία να ρημάξει το χωριό και να αναγκαστεί η ηρωίδα να αναζητήσει ένα νέο κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο και εντάσσεται τελικά με το γάμο της.

Ας συνδυάσουμε, τώρα, τα δεδομένα της χιώτικης και της σκιαθίτικης παραλλαγής: πρώτα απ’ όλα την κοινωνική αποδοχή μιας γνώσης εξορκισμένης, όπως δηλώνει το όνομα (Τρισκατάρατος) του κατόχου της. Ύστερα, το φύλο που έχουν οι δέκτες αυτής της γνώσης, καθώς και την ανικανότητα αντίστασής τους στη διαπιστωμένη απειλή με την οποία συνοδεύεται. Κυρίως, όμως, τον εύγλωττο συμβολισμό και την έντονα συγκινησιακά και συναισθηματικά φορτισμένη ονομασία που αποδίδεται στο «τέρας» της σκιαθίτικης παραλλαγής (σκουλήκι: φαλλικό σύμβολο, ονομασία: Καημός)¹.

Με τον τρόπο αυτό, ξεκαθαρίζεται, νομίζουμε, το είδος της γνώσης που προσφέρει ο Τρισκατάρατος στην ηρωίδα και τις ομόφυλές της: πρόκειται για τη σεξουαλική γνώση, που ελκύει και απωθεί ταυτόχρονα το νέο κορίτσι, από την οποία όμως και κυρίως από την πρακτική της εφαρμογή είναι αδύνατον να ξεφύγει, αφού η αναπαραγωγή του ανθρώπινου δυναμικού, που αναπαραγάγει και τις ισχύουσες κοινωνικές σχέσεις, είναι αναγκαία. Μοιραία, όμως, κάτω από τις συνθήκες αυτές, η σεξουαλική γνώση και πράξη δεν μπορεί παρά να βιώνεται ως αμαρτία και εξαναγκασμός.

Η αντίληψη αυτή, γνωστή και κρατούσα, ασφαλώς, στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία, επανευρίσκεται περισσότερο χειροπιαστή και συγκεκριμένη στη στάση που όφειλε να υιοθετήσει, για παράδειγμα, κάθε νεαρή Πυργούσαινα, από την αναγγελία του προξενιού μέχρι το γάμο της: έπρεπε να κλαίει ασταμάτητα, δηλώνοντας την… απέχθειά της για το μελλοντικό της σύζυγο, «παίζοντας», όπως μας πληροφορεί ο Hubert Pernot², το ρόλο του «θύματος», ως το τέλος.

Ωστόσο, πρόκειται για ένα «παιχνίδι» κοινωνικών ρόλων, τόσο στην κοινωνική πραγματικότητα, όσο και στο παραμύθι, καθώς η ηρωίδα έχει επίγνωση του πεπρωμένου της, όπως δηλώνει και η επιπρόσθετη προθυμία της να μετέχει σε μια καθαρά γυναικεία δραστηριότητα, σαν την πλύση -που, μεταξύ άλλων, παραπέμπει και στη γνώση της τεχνικής του τοκετού. Από την άλλη, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Τρισκατάρατος είναι αυτός που αναλαμβάνει να ανοίξει την αυλαία του έγγαμου βίου της, μεσολαβώντας δραστικά για την πραγματοποίηση του γάμου της.

Το γεγονός αυτό, η μεσολάβηση δηλαδή του Τρισκατάρατου, επικυρώνει την υπόθεσή μας για τη μύηση στα μυστήρια της γυναικείας ωρίμανσης, που συνδέονται, ωστόσο, άρρηκτα, με την αίσθηση της αμαρτίας και της μιαρότητας: ενώ δηλαδή η κοινωνική αναγκαιότητα επιβάλλει τη σύναψη συζυγικής σχέσης, ταυτόχρονα φιλοδωρεί όλες τις ομόφυλες της ηρωίδας με απεριόριστο τρόμο, αφού η σχέση αυτή, κατά το παραμύθι, ανήκει στο πεδίο δράσης του Τρισκατάρατου. Έτσι, ο παραδοσιακός κοινωνικός κανόνας για τη γυναικεία σεξουαλικότητα έμοιαζε με σχήμα οξύμωρο, καθώς περιλάμβανε την ύπαρξη των ηθικών επιταγών για αγνότητα και παρθενία, αλλά, ταυτόχρονα, επέβαλλε την αναγκαστική βιωματική ανατροπή τους.

Με τον τρόπο αυτό, όπως ακριβώς και η ηρωίδα του παραμυθιού, όλες οι μανάδες, οι γιαγιάδες και οι γιαγιάδες των γιαγιάδων μας γινόντουσαν … Μαρουδίτσες, βιώνοντας τη σεξουαλικότητά τους ως ένα είδος αναπότρεπτου κακού, που, μόνον η γέννηση παιδιών σαν το «χρυσομήλιγγο», το «χρυσοστράγαλο» και του παιδιού με το φεγγάρι στα στήθη θα μπορούσε να δικαιώσει. Επιπλέον, όμως, κάθε μητέρα, απαράλλαχτα όπως και η ηρωίδα, στη συνέχεια του παραμυθιού, είχε «επαφές» με τον Τρισκατάρατο, στα διαστήματα, που μεσολαβούσαν ανάμεσα στους τοκετούς.

Έτσι, η γυναικεία φύση, στην περίοδο της γονιμότητάς της, επειδή ακριβώς συνδυάζεται με την αυταπόδεικτη σεξουαλική δυνατότητά της, έχει υπογραμμισμένα τα χαρακτηριστικά μιας φύσης «αμαρτωλής» και «σατανικής», με αποτέλεσμα να ακυρώνεται και να μηδενίζεται ακόμη και αυτό το γεγονός της τεκνοποίησης.

Πράγματι, στο παραμύθι, για όσους δεν γνωρίζουν (;) τις εξακολουθητικές επισκέψεις του Τρισκατάρατου, είναι η ηρωίδα που «τρώει» τα παιδιά της, υπόλογη πάντα για μια σεξουαλικότητα που σπάει τους περιορισμούς της ωφελιμιστικότητας και συνδέεται ίσως με την απαγορευμένη επιθυμία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η ηρωίδα δεν αποκαλύπτει και δεν καταγγέλει τις πράξεις του Τρισκατάρατου: γιατί, εσωτερικεύοντας τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίζει ο κοινωνικός περίγυρος τη φύση της, την αναγεννά μέσα της και πείθεται τελικά για την ενοχή της, μια ενοχή που η αφετηρία της βρίσκεται στην πρώτη, κιόλας, επαφή της νεαρής επίγαμης με τη σεξουαλική δυνατότητα και τα μυστήριά της.

Με τον τρόπο αυτό η ίδια η σιωπή της, παρέχει τα πειστήρια της αυτοενοχοποίησής της, είναι την ίδια στιγμή ομολογία και τεκμήριο της «κακής» της φύσης που σαν τέτοια δίνει το δικαίωμα στις σατανικές δυνάμεις να την καταδιώκουν και να την κυριαρχούν, αλλά και να ανανεώνουν τα μαρτύρια και τους βασανισμούς της. Και όχι μόνο αυτό: η καταλυτική συναίσθηση της αμαρτίας, της αυτοενοχοποίησης και της αυτοκαταδίκης, δίνει το δικαίωμα στο σύζυγο της ηρωίδας να έχει αυτός -ως φορέας της εξουσίας- τον τελευταίο λόγο.

Έτσι, ενώ ο σύζυγος δεν έχει καμμιά συμμετοχή στο πρόβλημα της ηρωίδας, μένοντας σε μια χαρακτηριστική απόσταση από αυτό, αντικαθιστά εν τέλει τη μεγαλοδύναμη ευσπλαχνία του με την απόφαση μιας εξοντωτικής τιμωρίας: η διαταγή του να χτιστεί η σύζυγός του στο νεροχύτη, για να «πιπιλίζει» έως θανάτου «τις βρωμιές του», είναι το νόμισμα με το οποίο πληρώνει τη διαπιστωμένη, κατά την κρίση όλων, ενοχή της.

Η τιμωρία αυτή από τη μια παραπέμπει -με τα σαδοστοματικά υπονοούμενά της- στην ίδια την «αμαρτία» με την οποία ταυτίζεται η γυναικεία σεξουαλικότητα κι από την άλλη στη λύτρωση από αυτήν, μέσα από ένα είδος αναγκαστικής παθητικής εργατικότητας. Η εικόνα απόλυτης υποβάθμισης και απαξίωσης που υποβάλλει το είδος της τιμωρίας, το «χτίσιμο», που συνειρμικά συνδέεται με την ακινητοποίηση, δεν επιτρέπουν στην ηρωίδα να ορθώσει το ανάστημά της και να αξιώσει τη χαμένη της αξιοπρέπεια, χαρακτηριστικό που, για τον κόσμο του συγκεκριμένου παραμυθιού –αλλά όχι μόνο- είναι σύμφυτο με την ιδιότητα του αρσενικού.

Εξάλλου, η δεύτερη τιμωρία που έρχεται να ολοκληρώσει την πρώτη, υπογραμμίζει και υπενθυμίζει το κατώτερο-σε σχέση με τον άνδρα-φυλετικό status στο οποίο είναι καταδικασμένη η γυναίκα. Πράγματι, ανάμεσα στο υπόγειο, το σταύλο του παλατιού και το ίδιο το παλάτι, ανάμεσα στο «κάτω» και το «πάνω», το «χαμηλό» και το «υψηλό» δεν χωρά καμμιά αμφιβολία και καμμιά ψευδαίσθηση για το ποιος είναι ο εξουσιαζόμενος και ποιος ο εξουσιαστής στον κόσμο του παραμυθιού, ποιο είναι σε τελευταία ανάλυση το φύλο που συνδέεται δια βίου με τη ρυπαρότητα και πρέπει απλώς να σιωπά και να αποδέχεται τα κελεύσματα του «άλλου» φύλου, το οποίο εκπροσωπεί αυτοδίκαια την ηθική τάξη και τον κοινωνικό νόμο.

Έτσι, από τη μια, η ανισότητα των φύλων και, από την άλλη, η παντοδύναμη εικόνα της αγνής μητέρας, την οποία, στη φάση της γονιμότητάς της καμμιά γυναίκα δεν μπορεί να κατακτήσει, συνθλίβουν την ηρωίδα σε συναινετική υποταγή. Μόνον έτσι μπορεί να αντιμετωπίσει το πλέγμα των εξουσιαστικών σχέσεων, όπου η σεξουαλικότητά της βρίσκεται εγκλωβισμένη και σε φανερή σύγκρουση με τη μητρική ιδιότητα.

Παράλληλα, η εργασία, η οποία στο παραμύθι υποδηλώνεται με τη συμβολική ποινή της ηρωίδας, αποτελεί τόσο στο βιωματικό, όσο και στο κοινωνικό πεδίο μια αδιαφιλονίκητη αξία, με την οποία η γυναίκα προσπαθεί από τη μια να επιτύχει τον εξαγνισμό της και από την άλλη να συμβάλλει στην αύξηση του συνολικού κύρους της οικογένειάς της, καθώς η προσφορά της στον τομέα αυτό και, ιδιαίτερα, στις αγροτικές κοινωνίες, δεν ήταν ούτε ευκαταφρόνητη, ούτε αμελητέα.

Εάν λοιπόν κάθε ομόφυλη της ηρωίδας μπορούσε να «σταδιοδρομήσει» με επιτυχία στο πλαίσιο της σχιζοφρενούς αντιφατικότητας που προτείνει το παραμύθι, είναι βέβαιο ότι θα ανταμειβόταν, όπως ακριβώς και η Μαριγίτσα: στο τέλος, η «παρερμηνευμένη», μέχρι τη στιγμή εκείνη, συμπεριφορά της θα κατανοηθεί και θα αποκαλυφθεί η αυτοθυσία της.

Με άλλα λόγια, θα δικαιωθεί πανηγυρικά η καρτερία και η στωικότητά της, ίσως επειδή θα έχει έλθει και το «πλήρωμα του χρόνου», θα έχει φτάσει δηλαδή εκείνη η χρονική στιγμή για να απαλλαγεί από τις κατηγορίες περί σατανικής φύσης, γιατί απλούστατα η φύση αυτή θα έχει πάψει να υπάρχει: η ηρωίδα δεν είναι πια ούτε νεαρό κορίτσι, που μυείται στα μυστικά της σεξουαλικής ζωής, ούτε η νέα ή η ώριμη γυναίκα στη φάση της τεκνοποίησης: τρεις γέννες και επτά χρόνια «τιμωρίας» πλησιάζουν πια την ηρωίδα στη μέση εκείνη ηλικία από την οποία αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει για την αμαρτωλή της φύση, αφού έχουν εκλείψει οριστικά τα αποδεικτικά στοιχεία: η γονιμότητά της ανήκει πλέον στο παρελθόν και η εμμηνόπαυση, αν δεν έχει ήδη επέλθει, βρίσκεται προ των θυρών.

Η αποενοχοποίησή της, λοπόν, είναι ζήτημα χρόνου, αφού έχει εκλείψει και η βασικότερη κατηγορία που με τόση ένταση και συντριβή είχε εσωτερικεύσει: η σεξουαλική της δραστηριότητα παύει πλέον να προσφέρει το άλλοθι των βασανισμών και της καταπίεσής της. Έτσι, αποχαιρετά το καθεστώς των αλληλοσυγκρουόμενων επιταγών και της βίας και καταχωρίζεται πλέον στην κοινωνική συνείδηση μόνο με την ιδιότητα της μητέρας, η οποία τόσο υπέφερε για τα παιδιά της, σαν ένα πλάσμα δηλαδή πολύπαθο, άσπιλο και αμόλυντο.

Με τον τρόπο αυτό, μέσα από τη συγκεκριμένη παραμυθιακή πραγματικότητα του «Τρισκατάρατου», η άβγαλτη κοπελούδα της αφετηρίας έχει δώσει τη θέση της στην πολύπαθη μητέρα του τέλους, μπαίνοντας από πολύ νωρίς στην τροχιά εκείνη, που σύμφωνα με την περιγραφή του H. Pernot, αποτελούσε τον κοινωνικό κανόνα και για την παραδοσιακή πραγματικότητα της Χίου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του εικοστού αιώνα: «…Πολύ νέες φυλάγουν τα παιδιά στην κούνια. Όταν νιώσουν τη δύναμή τους, δουλεύουν κι αυτές στα χωράφια, συγκομίζουν τις βαμβακοφυτείες και υφαίνουν πανί για τη φορεσιά τους. Μητέρες γίνονται πολύ νωρίς. Είναι γριές στα τριάντα τους χρόνια…³.

Όμοια και η ηρωίδα, με την κίνησή της στον παραμυθιακό χώρο, της οποίας κύριος μοχλός είναι ο Τρισκατάρατος, δημιουργεί πολύ πρώιμα τους όρους της αποξένωσης και του απορφανισμού της από το αρχικό, οικείο της περιβάλλον. Μπλοκαρισμένη αργότερα στο εσωτερικό του οίκου, χτισμένη στο νεροχύτη ή παροπλισμένη στο σταύλο του παλατιού, βιώνει, μέσα από τους χώρους, τους οποίους μνημονεύει ως κατοικία και πεδίο της το παραμύθι, την περιθωριοποίηση και το υποδεέστερο του φύλου της. Η ατομική και κοινωνική της αναβάθμιση οφείλεται αποκλειστικά στις ενέργειες του συζύγου της, που «…εκατέβηκεν κάτω και τους επήρεν όλ.λους (μητέρα και παιδιά) απάνω στο παλάτιν», κίνηση που δηλώνει το σεβασμό του συζύγου στη μητέρα των παιδιών του, απαλλαγμένης πλέον από το μίασμα της γενετήσιας ενοχής.

Τότε μόνον ηρεμεί η Μαριγίτσα, όπως εξάλλου και η ομοιοπαθής της ηρωίδα της Σκιαθίτικης παραλλαγής, την οποία ο «Καημός» στο τέλος του παραμυθιού κατευοδώνει και διαβεβαιώνει με τα εξής χαρακτηριστικά λόγια: «… Εμένα θα σκιστεί η γης σαράντα οργιές και θα με καταπιεί και δε θα ξαναβγώ άλλη φορά. Κι εσύ να πάρεις τα παιδιά σου και να πας στον άντρα σου, να ζήσετε καλά τώρα».

Και όχι μόνο να ηρεμήσει. Αποστασιοποιημένη από τα βάσανά της, μπορεί να τα λησμονήσει σχεδόν και να διηγείται απλώς την «ιστορία του Τρισκατάρατου» και όχι τη δική της προσωπική περιπέτεια. Μια ιστορία, που φαίνεται ότι, έναν καιρό κι ένα ζαμάνι, ενδιέφερε όλες ανεξαίρετα τις γυναίκες, οι οποίες συνδέονταν, διά βίου, με την κοινωνική και πολιτισμική κατασκευή της «αμαρτίας» και της συνοδευτικής της «πονηριάς».

Ωστόσο, η πονηριά αυτή χαρακτηρίζει στην πραγματικότητα τον αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή του παραμυθιού, τον Τρισκατάρατο, αυτόν τον τετραπέρατο «όφι», που γνωρίζει αρκούντως τις τεχνικές της έλξης και της χειραγώγησης και ελίσσεται αριστουργηματικά ανάμεσα στις κοινωνικές αντιλήψεις, αλλά και τις επιταγές της φύσης και του ενστίκτου, επιβάλλοντας με άνεση την τρομακτική διάσταση της υποτιθέμενης αυτονόητης αλήθειας και του κοινού νου.

* Η ανάλυση αυτή είναι ένα μικρό μέρος ανέκδοτης μεταπτυχιακής εργασίας που εκπονήθηκε στο Λαογραφικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Α. Π. Θεσσαλονίκης, με αντικείμενο τις σχέσεις των φύλων στα παραμύθια και την παραδοσιακή κοινωνία της Χίου.


To πρωτότυπο κείμενο που έχει καταγράψει ο Σ. Βίος περιέχεται στα Χειρόγραφα Χιακής Λαογραφίας, IV, σελ. 40-43, αρχείο Φ. Π. Αργέντη, που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη «Κοραής» Χίου. Έχει δημοσιευθεί, στα Αγγλικά, στο: Argenti, Ph. P. –Rose, H.J., The Folk-lore of Chios, I, 1949, Cambridge University Press, σελ. 457-460 και στο: Δαμιανού Δ. Μ., Παραμύθια της Χίου (επιλεγόμενα Μ. Γ. Μερακλή), 1994, Ομήρειο Π.Κ.Δ.Χίου, σελ. 90-92.

Η δημοσιευόμενη φωτογραφία της λιθογραφίας προέρχεται από την έκδοση:
Τα χαρακτικά της Χίου, Α΄ ΟΙ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ, Συλλογή Κ. και Δ. Κούτσικα, Αθήνα, 1994 (Εκδόσεις Ακρίτας)


1 «Ο Καημός», Παραμύθια του λαού μας, επιμ. Γ. Ιωάννου , 1979 (Ερμής), σελ. 123-126
2 H. Pernot, Η νήσος Χίος, 1981 (Χίος, Ημερολόγιο), σ. 156
3 H. Pernot, Η νήσος Χίος, 1981 (Χίος, Ημερολόγιο), σ. 142

Γεννήθηκε στη Χίο, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος. Έργα της: Ο κύκλος που έκλεισε (Χίος, 1999 και 2001), Φώτης Αγγουλές: πορεία στο φως και το σκοτάδι της ζωής του (Χίος, 2010), Η θεατρικότητα των χιακών εθίμων του εορτολογίου 1. Πρωτοχρονιάτικα καραβάκια. Λάζαροι (Χίος, 2012, Α΄ τ. διδακτορικής διατριβής στο Τμήμα Θεάτρου Α. Π. Θεσσαλονίκης) κ.ά.

Άφησε σχόλιο