Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια φαμίλια σε μια γειτονιά. Ο Γιάννης, η Αγγελική κι ο Νικηφόρος, το παιδί τους, δεμένοι όλοι με μιαν αγάπη δυνατή, απ’ αυτές τις αγάπες που περνούν μέσα από τους τοίχους του σπιτιού, πηδούν τα κάγκελα της αυλής και ξεχύνονται στο δρόμο και παντού.
Η γειτονιά είχε σπίτια πολλά μα ο Νικηφόρος ξεχώριζε ένα, γιατί εκεί ζούσε ο φίλος του ο Ματέο με τους γονείς του. Ο Ματέο δεν μίλαγε καλά τη γλώσσα του Νικηφόρου, όμως καμία σημασία δεν είχε, το παιχνίδι κι η συντροφιά τους δεν είχαν ανάγκη από κουβέντες. Έπαιζαν όμορφα, γελούσαν σαν να ήταν φίλοι για χρόνια πολλά, έτρωγαν παρέα, πότε στο ένα σπίτι πότε στ’ άλλο, πήγαιναν στο νηπιαγωγείο μαζί. Ώσπου μια μέρα, η Αγγελική άκουσε τον γιο της να λέει του Ματέο πως δεν τον ήθελε άλλο, να φύγεις τώρα και να μην ξανάρθεις, είσαι Αλβανός, του είπε κι ακούστηκε σαν βρισιά. Έμεινε σύξυλη η μάνα, πήρε κοντά το γιο της και του ζήτησε εξηγήσεις, ξέρεις τι πα να πει Αλβανός, του είπε, όχι, απάντησε ο Νικηφόρος, αλλά ο Ηλίας μου είπε να μην κάνω παρέα με τον Ματέο γιατί είναι Αλβανός. Κατέβασε η Αγγελική έναν χάρτη, τον άνοιξε και φώναξε το γιο της, εδώ, του έδειξε είναι η Τουρκία κι οι άνθρωποι που μένουν εκεί λέγονται Τούρκοι, εδώ είναι η Ελλάδα κι οι άνθρωποι που μένουν λέγονται Έλληνες κι εδώ είναι η Αλβανία κι οι κάτοικοι της λέγονται Αλβανοί. Σάστισε ο Νικηφόρος, δηλαδή είναι κράτος, δεν είναι βρισιά, ε μαμά; έτσι ακριβώς του είπε η μάνα του, ο Ματέο είναι φίλος σου, σ’ αγαπά και τον αγαπάς, ελάτε τώρα να φάτε γιατί μαγείρεψα μια ωραία και δυναμωτική φακή, θα συνεχίσετε το παιχνίδι σας μετά.
Δεν στέριωσαν ο Ένις κι η Έστερ, τον παράδεισο που περίμεναν δεν τον βρήκαν, λίγα τα μεροκάματα, πήραν τον Ματέο και τα λιγοστά υπάρχοντα τους, γύρισαν στην πατρίδα τους κι ο Νικηφόρος έχασε τον μοναδικό του φίλο.
Το παιδί πήγε δημοτικό όμως κι εκεί ο Ηλίας άναβε φιτίλια, ήταν κάτι σαν υπόγειος αρχηγός και του Νικηφόρου μεγάλη εντύπωση του έκανε αυτή η δύναμη. Ήθελε να τον έχει φίλο, όπως κι οι υπόλοιποι, αφού ήταν αυτός που έκανε ό,τι ήθελε πάντα κι όλα τα παιδιά τον φοβόντουσαν. Ο Νικηφόρος προσπαθούσε να τον κάνει να γελάσει, ποτέ δεν τον είχε δει να γελά κι απορούσε που οι γονείς του φορούσαν πάντα μαύρα ρούχα με κάτι σήματα απάνω, θρησκόληπτοι βαθιά, αγέλαστοι κι αυτοί σαν να ήταν πάντα θυμωμένοι. Τον κάλεσε σπίτι, έλα να παίξουμε του είπε, έχω πολλά παιχνίδια, ναι, αλλά θα κάνεις ό,τι σου λέω του είπε ο Ηλίας.
Η Αγγελική κι ο Γιάννης άκουσαν στο σαλόνι κάτι σαν συνθήματα, πετάχτηκαν έντρομοι και πήγαν προς τα κει. Μπροστά ο Ηλίας και πίσω ο Νικηφόρος, κρατούσαν όπλα κι έκαναν παρέλαση ανάμεσα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, το τραπέζι και τους καναπέδες: ΑΙΜΑ, ΤΙΜΗ, ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ φώναζε ο Ηλίας δυνατά, και συνέχιζε γεμάτος ένταση και πάθος: τι αίμα; Τουρκικό, τι αίμα; Αλβανικό, τι αίμα; Σκοπιανών.
Έμειναν άφωνοι από την ταραχή, ο Γιάννης μίλησε αυστηρά στον Ηλία, του είπε να πάει σπίτι του, κάτι για τους γονείς του τους φασίστες και θρησκόληπτους, είπε, μέσα στα δόντια του, όμως η Αγγελική τον πήρε κοντά τον Ηλία, γιατί αγόρι μου, λες τέτοια πράγματα, καταλαβαίνεις τι σημαίνουν, που τ’ άκουσες αυτά; Οι γονείς μου τα λένε σπίτι μας, είπε ο μικρός, τον πήρε αγκαλιά και με χαμηλή φωνή άρχισε να του διηγείται, όσο πιο απλά μπορούσε, μια ιστορία απ’ αυτές που λένε οι μαμάδες όταν θέλουν να δείξουν στο παιδί τους το καλό και το κακό. Όταν τέλειωσε, ο Ηλίας έδειχνε σαστισμένος, του έβαλε κι ένα κομμάτι γλυκού με μπόλικο σιρόπι να τον γλυκάνει κι είπε και στους δυο να συνεχίζουν να παίζουν ήρεμα.
Το ίδιο βράδυ, που ο Νικηφόρος έμεινε μόνος, άρχισε να γράφει γράμμα στον Άγιο Βασίλη, γεια, με λένε Νικηφόρο κι είμαι καλό παιδί, να σου πω την αλήθεια παιχνίδια δε θέλω, γιατί η μαμά κι ο μπαμπάς και το σόι όλο, μου έχουν φέρει πολλά και μια φορά γεμίσαμε πολλές σακούλες με τους γονείς μου και τις πήγαμε στα παιδιά που δεν είχαν τίποτα, στα προσφυγόπουλα, έτσι τα είπαν η μαμά κι ο μπαμπάς και μου εξήγησαν πως βρέθηκαν στα μέρη μας και μ’ άρεσε που είδα τόσα παιδιά χαρούμενα. Ξέρω, πως έχουμε κρίση και τα εισιτήρια είναι ακριβά, μα αυτό θέλω από σένα: να μου φέρεις πίσω το φίλο μου το Ματέο κι άμα δεν μπορείς, κάνε τον Ηλία σαν τον Ματέο, ήρεμο και χαμογελαστό. Αυτά είχα να σου γράψω, κάνε ο,τι μπορείς, ξέρεις εσύ.
Έτσι τέλειωσε το γράμμα του ο Νικηφόρος στον Άγιο Βασίλη και κανείς δεν έμαθε ποτέ αν του έκανε το χατίρι, μπορεί ο Νικηφόρος να μην είδε ποτέ χαμογελαστό τον Ηλία, να μην συνάντησε ξανά τον φίλο του από την Αλβανία, όμως εκείνο το βράδυ, μέσα στο βαθύ προβληματισμό του, του ήρθε μια νύστα γλυκιά και ήρεμη γιατί ένοιωσε πως είχε μια μαμά κι έναν μπαμπά που τον αγκάλιαζαν και τον αγαπούσαν πολύ, που του έδειχναν έναν δρόμο που πήγαινε πάντα στο καλό, ζήτησε συγνώμη νοερά από τον Ματέο κι αποκοιμήθηκε ευτυχισμένος!