Μια κηδεία αλλιώτικη

1

Ήβαλες το μπρίκι στη φωτιά να γίνεται ο καφές και χαζεύεις απόξω… Στ’ αυτί ακούς ντουφεκιές και κόρνες, χαίρεται ο κόσμος που παντρεύεται, ας είναι καλότυχοι κι υπομονετικοί ο ένας με τον άλλον, σκέβεσαι και παραλίγο να χυθεί το καϊμάκι…

Ήκατσες να πιεις μια ρουφηξιά.., κι ερκίνησε η καμπάνα της εκκλησιάς να βαρά πένθιμα… άλλο κι ετούτο πάλι… Ποιος χωριανός να ’φυε; Από γάμο σε κηδεία… έτσι πα η ζωή…

Και σου ’ρτενε στο μυαλό μια κηδεία, που εβρέθηκες προχτές… Μια κηδεία αλλιώτικη… Ναυαγός ο άθρωπος, εβούγιαξε η βάρκα τως, οι άλλοι οι πρόσφυγες τα καταφέρανε, ευτός όχι… Τα έξοδα για να τον στείλουν στη Συρία, στη γυναίκα και την κόρη του, πολλά, εβρέθηκενε μονάχος στο κασόνι μες τη μέση της εκκλησιάς, με έναν λουλουδένιο σταυρό: οι τεθλιμμένοι συγγενείς… που ήταν απόντες, ζώντας μέσα στη δικιά τως στεναχώρια κι απελπισία… Τον εκοίταζες και σκεβούσουνε πως είναι άδικο και σκληρό να είσαι μόνος στο τέλος… Ένας θείος του εβρέθηνε κοντά του, δυό αθρώποι για την τιμή στο νεκρό, ένας παπάς κι ένας ψάλτης…

Ένας παπάς που είπενε: «άντε ν’ αρχίσομε, έχω κι αλλού να πάω», που εκτύπανε, εκτύπανε το κινητό του και την ώρα που ’ψελνε τον άθρωπο απάντησε… μη χάσει καμιά δουγειά… Ενεύριασες από την προσβολή προς τον πεθαμένο κι εδαγκώθηκες για να μη βλαστημήσεις κι εθυμήθηκες, μια ιστορία των παγιών των χρόνων: Περαστικός στο χωριό ένας ξένος άθρωπος, του ’μελλε να πεθάνει… Τον ήβαλενε ο παπάς σε ένα σακί, τον πήρε στους ώμους και τράβαγενε στο νεκροταφείο… Δίπλα του μια γυναίκα χωριανή του λε: Ε, παπά, να πω ένα μοιρολόι; Είναι κρίμα από το θεό να πα άκλαφτος ο ξένος μας… Πε… της λε ο παπάς… Κι αρχίνησενε η γυναίκα να κλαι και να μοιρολογά: Ξένε μου, ξενάκι μου ποιος σ’ έστειλε στα ξένα… Κι απαντά με την ψυχή στο στόμα ο παπάς: ο διάβολος, μωρή, τον ήστειλε να καβαλήσει εμένα… Χαμένα φακελάκια και τότε και τώρα…

Μακαρία η οδός έψελνε ο παπάς κι εσκεβούσουνε πως εδώ στη γη είναι αυτή η οδός η μακαρία… άλλη δεν έχει… Και λες πως σαν αθρώποι που είμεστενε κι όσο ερχούντενε «ξένοι» στον τόπο μας, να τους καλοδεχούμαστε, με χαμόγελα και κουβέντες ζεστές, το σύντομο δρομάκι τους εδώ να το κάνουμε πιο εύκολο… Να λένε: επεράσαμενε από ένα νησί: μα τι καλούς αθρώπους που είχενε…

Γελά και ξεγελά

Συζήτηση1 σχόλιο

Άφησε σχόλιο