Πρώτα ζεμάτισμα και μετά στον καταψύχτη

0

Φασολάκια

Μια τσανάκα φασολάκια ήφερενε ο κύρης από το μπαξέ: «α τα καθαρίσεις;» σου ‘πενε… ‘Ηβαλες τα φασολάκια στη μπροστέλα κι ήκατσες στο κατώφλι κι ερκίνησες να τα ξεμυτάς… Ο νους εγύριζενε γύρω γύρω, σα να λολάθηκε… Σε ένα μήνα μέσα εχάσαμενε τη γη κάτω από τα ποδάρια μας… Ελπίζαμενε πως με τούτο το γκουβέρνο τα πράμματα θα ‘τανε αλλιώς… ‘Ετσι ελέανε κι εμείς ευτό που ελέανε το πιστέψαμενε, σαν τους χάνους, οι αλλαφροίσκιωτοι, οι αγαλιάδες, πόση ανάγκη το ‘χαμενε… Και με το μεγάλο ΟΧΙ που ‘πενε ο κόσμος ήνιωσες μιαν αξιοπρέπεια, μιαν περηφάνια και χαρά μεγάλη… Και τη χαρά την εκάμανε απόχαρα και δάκρυα σου ‘ρτανε στα μάτια, λες κι εκαθάριζες και κρομμύδια…

Πρώτη φορά αριστερά… κι εχάρηκες σαν ήβγανε κι εθάρριουσουν πως θ’ άλλαζαν τον κόσμο όλο… Ετσίνησες από την πρώτην ώρα σαν επροτείνανε τον ξίκη τον Παυλόπουλο για πρόεδρο της Δημοκρατίας… ήπρεπενε να το καταλάβεις απέ κείνη την ώρα…

Οι σκέψεις ετεγειώσανε μαζί με τα φασολάκια… ήκλεισες τα μάτια στην αντηλιά κι εκεί σα να ‘νοιωσες πως ήρτενε πια το καλοκαίρι όσο κι αν θένε να το εξαφανίσουνε… Σου ‘ρτανε στο στόμα φιλιά καλοκαιρινά, έρωτες νέοι και παλιοί, ραβασάκια, καρδιοχτύπια και κλεφτές ματιές, αθρώπινα πράμματα, όμορφα…

Κι έδωκες όρκο εκείνη την ώρα, πως όποιος σου χαλάσει τη ζωή, τη χαρά και την αγάπη θα πάρει τον ίδιο δρόμο με τα φασολάκια: πρώτα ζεμάτισμα και μετά στον καταψύχτη…

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο