του Μιχάλη Βαρλά
Τυχαίνει όλη η ζωή μου και η σταδιοδρομία μου να συνδέεται με την παρουσία του Πλαστήρα στις διηγήσεις και στους μύθους της οικογένειας μου, αφού ο παππούς υπήρξε στρατιώτης του και οπαδός του και από τις δικές του αφηγήσεις ξεκίνησε η αγάπη μου για την Ιστορία.
Έχω τη χαρά στη δουλειά μου, στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, να έχω συνδεθεί με τον Προσφυγικό Ελληνισμό, ώστε πολλοί άνθρωποι να αρνούνται να πιστέψουν ότι ο ίδιος δεν είμαι απόγονος προσφύγων.
Συμβαίνει, όμως, να είμαι ιστορικός και πολίτης και γι αυτό νοιώθω την ανάγκη να γράψω δυο τρία πράγματα για το ζήτημα της τοποθέτησης του ανδριάντα του Πλαστήρα στο κέντρο της πόλης μας.
Πρώτον, δε νομίζω ότι χρειάζεται στην προκειμένη περίπτωση να αποτιμήσει κανείς σε ένα Δημοτικό Συμβούλιο την προσφορά, το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του Πλαστήρα. Αν θέλετε και πολύ σημαντικότερο έργο έχει να επιτελέσει ένα συμβούλιο και στους περισσότερους συμβούλους λείπει η εκπαίδευση και η γνώση για να κάνουν κάτι τέτοιο. Δυστυχώς, τους τελευταίους μήνες, έχουν γραφτεί και ακουστεί υπερβολές και ανακρίβειες που με λυπούν. Ούτε ο Πλαστήρας ήταν κανένας άγιος που έσωσε τη Χίο, ούτε αποτελούν αυτοί οι ανδριάντες τιμή για τους Μικρασιάτες, ούτε ήταν ένα βάναυσο όργανο των ντόπιων εκμεταλλευτών και προσβάλλει η παρουσία του τη μνήμη των θυμάτων της εμφύλιας και μετεμφυλιακής βίας. Ήταν απλά ένας άνθρωπος ικανός, αλλά με πολλές εμμονές και δεισιδαιμονίες που έζησε πολλά χρόνια, ως απόμαχος, ασθενής και εξόριστος.
Δεύτερον, η σχέση του Πλαστήρα με το νησί ποικίλει στις διάφορες φάσεις της σταδιοδρομίας του. Σχετικά άγνωστη παραμένει η θητεία του στη Χίο στα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης, ενώ η κορυφαία ιστορική στιγμή, στη σχέση Πλαστήρα – Χίου, είναι το κίνημα του 1922, το οποίο αποτελεί ορόσημο για την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Έκτοτε, ο Πλαστήρας διατηρεί σχέσεις πολιτικής επικοινωνίας και “πελατείας” με Χιώτες και Μικρασιάτες στο νησί αλλά δεν νομίζω να στοιχειοθετείται κάποια ιδιαίτερη προσφορά στην ανάπτυξη του, ώστε να καταστεί κεντρικό σύμβολο. Ακόμα και η μετονομασία της Πλατείας Βουνακίου, αποτελεί πράξη οριακή
Τρίτον, η κεντρική πλατεία της πόλης πρέπει να εκπέμπει μηνύματα και νοήματα και να προβάλει το χαρακτήρα και – ενδεχομένως- την ιστορία της. Από αυτή την άποψη, δε θα ήθελα στην κεντρική πλατεία έναν έφιππο ένστολο άντρα, ο οποίος ξεκίνησε ένα πραξικόπημα και μια δικτατορία στον ίδιο χώρο. Αν θέλουμε να τιμήσουμε την ιστορία της πλατείας, να κάνουμε μια διακριτική μικρή έκθεση με φωτογραφίες και επεξηγηματικά σύντομα κείμενα για την ιστορία του χώρου, το κίνημα του 1922 και το ρόλο του στην ιστορία μας. Αν πάλι θέλουμε να στήσουμε μνημεία έχουμε αφορμές: τις Σφαγές του 1822, τον ερχομό των προσφύγων, τους Σεισμούς του 1881, το εμπόριο και τη ναυτιλία της Χίου, την αρχαϊκή κοροπλαστική, τον Άγιο Ισίδωρο και τη μαστίχα, τον Όμηρο και τόσα άλλα που χαρακτηρίζουν τον τόπο μας και μπορούν να προσθέσουν αξία, ως τοπόσημα, στην πλατεία.
Κοντολογίς, μου φαίνεται ανεξήγητη η εμμονή στον Πλαστήρα και στον ανδριάντα του, η οποία υποβαθμίζει και την υπάρχουσα ιστορική κρήνη. Τη θεωρώ, επίσης, προβληματική για τη λειτουργία του χώρου και την επαφή του λιμανιού, με το Βουνάκι, τον κήπο και τον ανδριάντα του Κανάρη. Μπορώ ενδεχομένως να την ερμηνεύσω με βάση την ψυχολογία ή καταφεύγοντας στην σκανδαλολογία, αλλά κανένα από τα δυο δεν είναι η ειδικότητα μου.
Συζήτηση2 Σχόλια
Σωστος!
μακαρι να σας ακουσουν κυριε Βαρλα ,,σας ευχαριστουμε .Φ.