Τις παρακάτω 170 λέξεις που διατηρούνται μέχρι σήμερα στην ντοπιολαλιά του νησιού συνέλεξε ο Νίκος Μίτσης που δραστηριοποιείται ενεργά στα πολιτιστικά δρώμενα του νησιού εδώ και μια πεντηκονταετία. Η λίστα έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα των Εκδόσεων Άλφα Πι.
ΑΑγαλιάς (ο) = αγαθός, ξύκηςAδελφομοίρι (το) = το μερίδιο του αδελφού
Aδιαφόρετο = το μη ενδιαφέρον
Aθεώρατα = πολύ μεγάλα
Aκαμάτεμα = ώρα ανάπαυσης
Aκριβοτζατζάνα = η τσιγκούνα
Αλισβερίσι = εμπορική συναλλαγή
Aλίστον = αλοίμονό του
Aμπουρκούνα = το πρώιμο σύκο
Aναμικιώρης =εκείνος που δεν μπορεί να αγαπήσει ή να αγαπηθεί (;)
Aνασακκίζω = σηκώνω το σακί και το σείω για να χωρέσει περισσότερο
Aνάφραντα = αδέξια
Aνεφέλετος = αυτός που δεν κάνει τίποτε
Aνημπόρεια = αδιαθεσία
Aξαμώνω = σημαδεύω
Aξανάστροφη = ανάποδη
Aξελέστατος = ασουλούπωτος, κρεμανταλάς
Άξυνος και ξερός = να γίνεις ξύλο και ξερό
Aπλάκωτος = ανόητος, μικρόμυαλος
Aπογεύομαι = δοκιμάζω το φαγητό
Aποκοντριασμένος = ιδιότροπος, μίζερος
Aποκορδίζομαι = τεντώνομαι
Aροδάφνη = η πικροδάφνη
Aσγαβάδα = η σβούρα, παιχνίδι των παιδιών
Aτσαλεύγω = πασχάζω, δεν κάνω δίαιτα
ΒBερβελιά = κοπριά προβάτων και κατσικιών
Bότσος = φυσικός λάκκος
Bρουλίζομαι = φωνάζω, ουρλιάζω
Bολοδέρνομαι = κοπιάζω, ταλαιπωρούμαι
ΓΓάρμπος = εφαρμογή, καλή γραμμή
Γιαβουκλού = ερωμένη
Γιάλλα γιάλλα = μόλις
Γιόμελα = τα δίδυμα
Γλυντζιάζω = πιάνω βρωμιά
Γόζομαι = κραυγάζω, κλαίω
ΔΔιπλαρρωστώ = ξαναρρωστώ
Δρόγγεμα = πάχνη
Δρομωνίζω = κοσκινίζω το σιτάρι
Δρύμματα = οι έξι πρώτες μέρες του Aυγούστου
ΕEβαβουλίσθη = τον έδειραν
Έγερμα = θόλος και αψίδα
Eδά = εδώ
Eίντα = Ίντα, τι είναι
Eλουλουμάρισε = έγινε γρήγορα καλά
Eμυγιάσθη = εφρένιασε το ζώο
Eννογώ = καταλαβαίνω
Eκωλοκόπηκα = πονώ την πλάτη μου
Eρώγιασα = επόνεσα
ΖZάπτιν = εξουσία
Zαρταλούδια = βερίκοκκα
Ζευζεύκης = ανόητος, πολυλογάς
ΗHγού = θαυμαστικό επιφώνημα
Hλιάστρα = τόπος που απλώνουν τα σύκα ΘΘαύγω = θάπτω
Θέριστρο = δρεπάνι ΙΊντα = τί;
ΚKακαβρακάτος = αυθάδης, καυγατζής
Kακοθωρώ = κατατρέχω κάποιον
Kαλικατσού = ψαροπούλι
Κάντερα = συρτάρι
Kαρβουνοσιά = σωρός αναμμένα κάρβουνα
Kαρπισερά = τα καλά, τα γόνιμα χωράφια
Kαταπάτουνος = ξυπόλητος
Kάτης = ο γάτος
Kεσάτια = αναδουλειά
Kοκκολόγι = είδος μαστίχας
Kονταρούδια = μικρά σύκα
Kοντοφρυό = το κοντό παιδί
Kόντρα = λέρα
Kουντρουβάλα = τούμπα
Kουρμάδα = σταφιδιασμένος καρπός ελιάς
Kουρουπώνω = ξεσταίνομαι το χειμώνα
Kούτσα = κούκλα
Kραΐ = πρωϊνή ομίχλη
Kρεατσοδάγκαμα = πόνος της ράχης
Kρεμεντίνα = το ρετσίνι της τσικουδιάς (δέντρο)
Kρήταμο = αγριόχορτο της παραλίας, εύχυμος μεζές
Kουφογονατιάζω = νιώθω αδύνατος, δεν μπορώ να βαδίσω
Kωλοκούμπι = το σκαμνί
ΛΛακκίζω = σκάβω λάκκους
Λαλώ = φεύγω, τρέχω
Λατέρα = φέρετρο
Λιγιά = βέργα
Λιλάδι = μικρή στρογγυλή πέτρα
Λιλιγκιά = η κίτρινη μικρή σφίγγα
Λιόβγαρμα = η ανατολή
Λωλαγγρίζω = ερεθίζω, παροτρύνω
Λωλοπαντιέρα = ανόητη
ΜMασιδάκι = τσιμπιδάκι για τα μαλλιά
Mεταπιάνω = βοηθώ
Mιγάδι = σιτάρι, ανακατεμένο με κριθάρι
Mονόβολος = αυτός που έχει ένα μόνο αρχίδι
Mουτσουναριά = αποκριάτικη μεταμφίεση
Mπεγότο = μικρό ψαράκι, το γόνος
Mπόρκα = ανδρικό σχέδιο κτενίσματος
ΝNεμπότης = μεγάλη κανάτα
Nεραμπουλιά = η κορομηλιά
Νταραβέρι = εμπορική δοσοληψία
Nυφικάτο = το νυμφικό φόρεμα
ΞΞαγοράρης = εξομολογητής, πνευματικός
Ξαναδεύτε = επανάλαβε
Ξαναμπίρντα = πάλι από την αρχή
Ξεβγοδώνω = σπαταλώ
Ξεθερμίζω = πλένω τα οικιακά σκεύη στο νεροχύτη
Ξεκουκουρώνω = κρυώνω πολύ, ξυλιάζω
Ξεμματίζω = βγάζω το μαύρο κάλυμμα από τα κουκιά
Ξεμερδώ = αποσπώ χέρι-πόδ ή φονεύω μικρό ζώο ή πουλί
Ξετρουλόνω = γεμίζω κάτι μέχρι πάνω
Ξετσούμπι = θέση εκτεθειμένη στον άνεμο
Ξύκης, ξύκικο = αγαθός, λιποβαρής
ΟOτρά = κομμάτι κλωστής
Oύργιος = αγαθός, ανόητος
Oυριαμπές = κουτός
Όχονους = διαμιάς, αμέσως
ΠΠαγκέτα = σκαμνί
Πακκιάρομαι = ανακατεύομαι
Πάπαλα, δεν έχω = δεν υπάρχει τίποτα
Παραντουρώ = παραπατώ μεθυσμένα
Παρπέλα = βλεφαρίδα
Περάντης = σύρτης της πόρτας
Πητυά = μαγιά από γάλα κατσίκας
Πίζουλος = παράξενος, ιδιότροπος
Πίκουπα = ανάποδα τοποθετημένο
Πορτοσιά = είσοδος
Πουζού = τσέπη
Πουντί = εξώστης
Προπέρνω = αρχίζω πρώτος
Πυξάρι = κλαδιά σκίνου που φυτεύουμε
ΡPεγκλότα = δαμάσκηνο
Pεμπαγό = ξύλινος χειραγωγός σε κάγκελα ΣΣακκελίζω = στραγγίζω
Σαλαγιάζω = ησυχάζω
Σικλιά = κουβάδες
Σκαλότρυπο = τρύπα στον τοίχο
Σκοντοβολώ = βαδίζω σε δρόμους σκοτεινούς
Σκορπαλευράς = σπάταλος
Σκουρδουλιάζω = τρώγω με βουλιμία
Σκουλόπετρα = σαρανταποδαρούσα
Σουλουμάς = είδος καλλυντικού
Σπαθινάκι = αγριολούλουδο, υάκινθος
Σπαρτάρα μου = ψυχή μου
Σπουρδώ = σπαράζω
Στακωμένο = δεμένο βιβλίο
Σταμένια = τζαμαρία
Στραβελιά = τρικλοποδιά
Σύγχριστος = λερωμένος
Συχνωτεύω =συναναστρέφομαι
Στοκώνω = τρώγω πολύ
ΤTαμπουράς = μεγάλη κολοκύθα κίτρινου χρώματος
Tαντανίζω = ταρακουνώ
Tζιτζιλόμος = ιδιότροπος, ψηλομύτης
Tουρβάς = αγροτικό σακίδιο
Tραμπούκα = πήλινο τουμπελέκι
Tσάγρα = φάκα
Tσεπράδα = φακίδα του δέρματος
Tσιρλιπιτό = η διάρροια
Tσιγκρώνω = ρυτιδώνω το πρόσωπό μου
Tσιτώ = αναπηδώ
Tσίτος = χιώτικο παιχνίδι με κέρματα
Tσούμπα = τσουλούφι
Tσουμπάρι = κορυφή
Tσουνεύγω = κλωτσώ
ΦΦαντίνα = κορίτσι έτοιμο για παντρειά
Φηκιάζω = μεταφυτεύω
Φλισκάρι = ποιότητα μαστίχας
Φουντάνα = δεξαμενή για βρόχινο νερό
Φταρμίζω = ματιάζω
ΧΧολοπερεχύθηκα = κατατρόμαξα
ΨΨαθούρι (το) = οι δίπλες, το γλυκό
Ω Ωχωνούς = γρήγορα
Συζήτηση33 Σχόλια
Ξεχάσατε τις Λαλάδες= Τουλίπες
και
Λαλαδάκια= Ανεμώνες
Για όποιον ενδιαφέρεται για τα χιακά γλωσσικά ιδιώματα
Το Πανεπιστήμιο Κρήτης έχει αναρτημένο σε ηλεκτρονική μορφή
το «Χιακόν Γλωσσάριον ήτοι η εν Χίω λαλουμένη γλώσσα μετα τίνων επιγραφών αρχαίων τε και νέων και του
χάρτου της Νήσου» του Α. Γ. ΠΑΣΠΑΤΗ εκ του τυπογραφείου των αδερφών Περρή 1888.
Αγαπητέ φίλε Αγαλιά ευχαριστούμε για την πληροφορία.
Για όσους επιθυμούν να διαβάσουν το «Χιακόν Γλωσσάριον ήτοι η εν Χίω λαλουμένη γλώσσα μετα τίνων επιγραφών αρχαίων τε και νέων και του χάρτου της Νήσου» μπορούν να το βρουν εδώ http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/1/d/e/metadata-01-0000136.tkl&do=62550.pdf&lang=en&pageno=1&pagestart=1&width=387.12%20pts&height=614.4%20pts&maxpage=439
Επίσης μια άλλη λέξη είναι το ρήμα «νταγιαντώ» και το παράγωγο επίθετο: «ανταγιάντιστος»
Ο αδιαφόρετος δεν είναι ακριβώς αυτό. Αλλά δυσκολεύομαι και να πω τι είναι… Κάτι σαν «ωχ πια κι αυτός», λίγο άχρηστος…
Pingback: MΙΛΗΤΕΝΕ ΧΙΩΤΙΚΑ ; | Chios Mastic News
Ξεχάσατε το φροκαλίζω = σκουπίζω με τη σκούπα (φροκαλιά)
Βάλτε και την αλικουντηση!
Τι ειναι η αλικούντηση;;;
το λένε στα παιδιά όταν θέλουν να τα ξεφορτωθούν για λίγο π.χ. πήγαινε στη θεία τη Μαριγω να σου δώσει λίγη αλικουντηση
Aναμικιώρη εγώ έχω ακούσει να αποκαλούν τον πεισματάρη, και κυρίως από άτομα μικρασιατικής καταγωγής.
e loipon exete ksexasei ta:mprostela,kontofardoulo,pouti,anagkasma se,manizevelo,kantro,mporntoza,siapanw,siakatw,siapera,siadwthe kai opoios thelei stelnv kai alla!!!!!!!!!!!!
Νομίζω το λέει η μαμά μου ακόμη ξεθερμω όταν πλένει τα πιάτα
Σφαντό: Το φάντασμα
Μπροστέλα: η ποδιά για να μη λερώνονται τα ρουχα
Κατσιποδιασμένος:
αδύνατος, ταλαίπωρος
Αστρακιά: Η ταράτσα στη στέγη του σπιτιού
Πολλες χιωτικες λεξεις λεγονται στη κυπρο οπως αξαμονω φουντανα εξυκις
Μαστραπας μεταλικο κυπελο που πινουμε νερο ολη η οικογενεια απο το ιδιο
Δονταγρα λεμε την ταναλια
Γιουκας…ο γυιος η ο αγαθος
Χανονται, χανονται οι ωραιες μας λεξουλες οπως και η προφορα. Τι ανιαρο να μιλαμε ολοι το ιδιο. Να μερικες ακομα:
λιλιριζει = τσουρουφλιζει η ζεστη, ο ηλιος
αρτανα = παρτερι
πεσκιρι = πετσετα
μαξουλι = συγκομιδη (?)
γαλλος, διανος = γαλοπουλα
βούρδουλας= το ξύλο
ανεσούρδου μου= ανάμεσα
τραγιάσκα=καπέλο
θαρρώ=νομίζω
σκέλια= η λεκάνη
φροκαλια=σκουπα
φροκαλιζω=σκουπιζω
καντουνι=πεζουλι
μπατανια=κουβερτα
ξεθερμιζω=πλενω τα πιατα
ξεθερμιστρα=σφουγκαρακι για τα πιατα
ανακουρκουδα= βαθυ ανασκελο καθισμα
αχαμνα=περιοχη γεννητικων οργανων
κατσιμάμουνας = έντομο που προσβάλει τα κουκιά
πούλια = τα γραμματόσημα
τσίκουδα μουρουνάτα
πολύμι = εκεί μάζευαν τον μούστο (μικρό πέτρινο πηγαδάκι)
μπουρού = εκτός των άλλων ονομάζουν και το ποτιστήρι
σπασούρα = μικρόπουλο σουσουράδα
βαβουλάκια = μπουμπούκια
συκοβάβουλο
κρεατσούνι το = το κοτσάνι
ονόματα από (βρώσιμα) άγρια χόρτα :
αγριάντιδο,αγκαθάκι,αγριομάρουλο,αρμπέτα
βρούβα,
γιάτρισσα,γαλατσίδα
ζωχός
κουτσουνάδα
λἀπατο,λαψανίδα
ραδίκα
σιταρίδα
τσικουρίδα
τραφίτης ή πολυβυζού
χοιροβοτανιδες
Κανένας δεν έχει πει την μαμουνταγια που σημαίνει η γριά πουτ…..να
Δεκατιά (μούτζα και με τα δύο χέρια)
Πατσιά ή παλαμιά (χτύπημα με την παλάμη)
λιόδακρο = δάκρυ της ελιάς, κόμι του ελαιόδεντρου που το χρησιμοποιούν σαν θυμίαμα
κατωφούρνι = το κάτω μέρος του φούρνου που φύλαγαν τα ξύλα
λαγόψωμο = βρώσιμο χόρτο
Pingback: Criticism » “Γλυκιά μου πατρίδα”: ημερολόγιο μιας Χιώτισσας μετά την καταστροφή | Κείμενα και Κριτική
τι ειναι ο πιτολαβος?
Ο παππούς μου έλεγε όταν ήθελε να φάει ένα γλυκό: φέρε μου ένα κολίκι !