Ακυκλοφόρητο διήγημα της Δέσποινας Τσαρδάκα
Όταν είναι κάποιος παιδί, μπορεί να δει και ν’ ακούσει πράγματα, που οι μεγάλοι, ούτε να τα φανταστούν δεν μπορούν. Μπορεί ν’ ακούσει το μουρμούρισμα της θάλασσας, που φέρνει στ’ αυτιά του ιστορίες παλιές για μακρινά ταξίδια και περιπέτειες σ’ άγνωστες χώρες ή τις διηγήσεις της Σελήνης, που εκατομμύρια χρόνια τώρα αφήνει το φως της να τρυπώνει, πότε μέσα από την είσοδο μιας σπηλιάς ή από κάποια χαραμάδα μιας πηλόχτιστης καλύβας και πότε από τα πατζούρια στα υπνοδωμάτια των μικρών παιδιών και κρυφακούει παραμύθια, μα κι αληθινές ιστορίες. Παραμύθια για θεούς, βασιλιάδες και ήρωες, για πλάσματα φανταστικά και φοβερά θεριά ή τις αφηγήσεις κοσμογυρισμένων ναυτικών κι άλλα πολλά, που αιώνες τώρα οι παππούδες λένε στα εγγόνια τους. Φτάνει να πιστέψεις και να κλείσεις τα μάτια και θα ξετυλιχθούν μπροστά σου κόσμοι αλλοτινοί, μυστικά απόκρυφα.
Αυτό το χάρισμα που έχουν τα παιδιά, συνήθως το χάνουν άμα μεγαλώσουν. Κάποια όμως δε θέλησαν να ξεχάσουν κι έτσι κράτησαν μεγαλώνοντας το χάρισμα της επικοινωνίας με το μυστικό κόσμο των παραμυθιών.
Τέτοιες μαγικές στιγμές ζούσε κι ο μικρός Παντελής με τον παππού του τα καλοκαίρια, που ερχόταν στη Χίο για διακοπές. Μόλις έπεφτε ο ήλιος πίσω απ’ το βουνό, ανέβαιναν στο Ιερό της Κυβέλης στη Δασκαλόπετρα, τη γνωστή στους ντόπιους ως «πέτρα του Ομήρου». Από κει αγνάντευαν τη θάλασσα, άκουγαν τον ήχο των κυμάτων στην ακτή και μύριζαν την αλμύρα του αγέρα, μένοντας ώρα σιωπηλοί.
Ο παππούς του Παντελή ήταν ένας απλός άνθρωπος. Ήταν στα νιάτα του φούρναρης κι έζησε τα δύσκολα χρόνια πρώτα της μικρασιατικής καταστροφής κι ύστερα της γερμανικής κατοχής. Όμως ήταν σοφός κι ήξερε ένα σωρό πράγματα, γιατί τ’ άρεσε να διαβάζει. Ο μικρός Παντελής είχε μείνει έκπληκτος σαν έμαθε πως ο παππούς του είχε διαβάσει όλη την Περιήγηση του Παυσανία, ενός οδοιπόρου της αρχαιότητας, που περπάτησε σ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα και περιέγραψε τα μνημεία, που είχε δει, με κάθε λεπτομέρεια.
Ο παππούς ήταν «λωλός», όπως λένε εδώ στη Χίο, με τ’ αρχαία. Αγαπούσε να περιδιαβαίνει βουνά και λαγκάδια και ν’ ανακαλύπτει τα απομεινάρια της ανθρώπινης δημιουργίας. Πότε ερείπια τοίχων, που ίσα που ξεχώριζαν από το έδαφος ή θραύσματα αγγείων λογιών – λογιών, αυτά που οι αρχαιολόγοι λένε «όστρακα». Όμως ποτέ του δε μάζευε και δεν έπαιρνε μαζί του τίποτα απ’ αυτά. «Τούτα πρέπει να μένουν στον τόπο, που τ’ αφήσανε οι παλιοί, για να μαρτυρούν την ιστορία μας», έλεγε.
Μόνο μια φορά, που βρήκε ένα μικρό χάλκινο νόμισμα, το πήρε μαζί του και το πήγε στο Μουσείο. Το παρέδωσε εκεί στον υπεύθυνο αρχαιολόγο του Μουσείου. Εκείνος το περιεργάσθηκε, τον ρώτησε για την περιοχή και τις συνθήκες που το βρήκε και σημείωσε την πληροφορία στο ειδικό βιβλίο καταγραφής των παραδόσεων. Ύστερα το ’δωσε πίσω στον παππού και του είπε πως, αν ήθελε, μπορούσε να το κρατήσει. Ήταν πολύ φθαρμένο από το χρόνο και δε φαινόταν οι παραστάσεις στις όψεις του, γι’ αυτό και δεν είχε πια αξία. Ο παππούς από τότε δεν τ’ αποχωρίσθηκε ποτέ. Το ’χε πάντα στην τσέπη του, έτσι για γούρι. Με αφορμή το νόμισμα πήρε βιβλία και διάβασε για τα νομίσματα της αρχαίας Χίου, γιατί τον έτρωγε η περιέργεια, για τις εικόνες που έκρυβε το μικρό τούτο νόμισμα στην πράσινη οξειδωμένη επιφάνειά του. Έψαξε και εντόπισε τα χιακά νομίσματα. Έμαθε τότε πως όλα σχεδόν είχαν για σύμβολο τη Σφίγγα, ένα φανταστικό φτερωτό πλάσμα με κεφάλι και στήθος γυναίκας και σώμα λιονταριού, που οι μύθοι λένε πως φύλαγε τον τάφο του πρώτου βασιλιά της Χίου, του Οινοπίωνα.
Ο Παντελής θυμάται πως κάθε φορά που ο παππούς άρχιζε να του μιλά για τον Οινοπίωνα, κάτι συνέβαινε κι η ιστορία δεν τέλειωνε ποτέ. Όμως όταν βρήκε το νόμισμα κι ανακάλυψε τη Σφίγγα, επιτέλους εκεί πάνω στο βράχο της Κυβέλης, ο παππούς του είχε αφηγηθεί ολόκληρη την ιστορία…
«Ήτανε γιος του Διονύσου, του θεού του κρασιού και του γλεντιού και της Αριάδνης, της κόρης του Μίνωα. Όταν μεγάλωσε ο Οινοπίωνας, ο πατέρας του ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Χίο μαζί με φίλους και συγγενείς. Ήταν ο πρώτος βασιλιάς του νησιού και αυτός που δίδαξε στους κατοίκους του την τέχνη της αμπελουργίας και της παραγωγής του κρασιού. Η όμορφη κόρη του, η Χιόνη λένε πως έδωσε το όνομά της στο νησί κι ήταν αυτή που ερωτεύθηκε ο γίγαντας Ωρίωνας, γιος της Γης και σπουδαίος κυνηγός. Ο Οινοπίωνας του ’χε τάξει πως αν καταφέρει να σκοτώσει όλα τα φίδια, που είχαν κατακλύσει το νησί, θα του έδινε τη θυγατέρα του για γυναίκα. Όμως αθέτησε την υπόσχεσή του κι όταν ο Ωρίωνας θέλησε να κάνει με το ζόρι γυναίκα του τη Χιόνη, ο βασιλιάς θύμωσε. Αφού τον μέθυσε, τον τύφλωσε και τον έριξε στη θάλασσα. Τα κύματα έβγαλαν τον Ωρίωνα στη Λήμνο, όπου βρισκόταν το εργαστήρι του θεού Ηφαίστου. Εκεί λένε πως βρήκε ξανά το φως του και γύρισε πίσω στη Χίο, για να πάρει εκδίκηση. Ο Οινοπίωνας τότε παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να τον γλιτώσει κι εκείνος τον έκρυψε για πάντα σε μια μυστική κρύπτη μέσα στη γη.
Αυτόν τον υπόγειο τάφο έβαλαν οι θεοί να τον φυλάει η Σφίγγα, που από τότε θεωρήθηκε ιερό σύμβολο και προστάτης του νησιού, της αμπελουργίας και του χιώτικου κρασιού, που ήταν ονομαστό για πολλούς αιώνες σ’ όλον τον κόσμο. Τόσο φημισμένο ήταν, που γινόταν και εξαγωγή του σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και της Ανατολής. Κάθε τόσο πλοία με τ’ αμπάρια τους γεμάτα από χιακούς οξυπύθμενους αμφορείς με τον λεγόμενο αριούσιο οίνο, έφευγαν από το λιμάνι της Χίου γι’ άλλους τόπους και πουλούσαν ακριβά το χιώτικο κρασί σε ξένες αγορές, για να γεμίσει τους κρατήρες και τις κύλικες στα συμπόσια ή για να γίνει προσφορά στους θεούς σε σημαντικά ιερά. Αυτή είναι λοιπόν η εξήγηση για την παράσταση στα νομίσματα της Χίου από τη μια πλευρά της Σφίγγας κι από την άλλη ενός αμφορέα με κρασί. Σε πολλά νομίσματα μάλιστα η Σφίγγα έχει το ένα της πόδι πάνω σ’ έναν τέτοιο αμφορέα, που είναι στολισμένος καμιά φορά και μ’ ένα τσαμπί σταφύλι ή σ’ ένα πλοίο, που μετέφερε κρασί, για να φανεί πως προστατεύει και το εμπόριο».
Πόσες φορές ο μικρός Παντελής δεν ατένιζε τη θάλασσα και με τη φαντασία του έβλεπε τα αρχαία εκείνα πλοία να περνούν και να ξεμακραίνουν σιγά-σιγά, πότε για τις πόλεις της Μικράς Ασίας, την Αθήνα και την Κόρινθο, πότε για τη Δήλο, τη Ρόδο ή την Κύπρο κι άλλοτε για μέρη πιο μακρινά, τον Εύξεινο Πόντο, την Αλεξάνδρεια και χώρες της Ανατολής.
Ο παππούς έφερνε συχνά τον Παντελή στο Μουσείο, μα πάντα προσπερνούσαν την προθήκη με τα νομίσματα. Τούτη όμως τη φορά στάθηκαν μπροστά στη βιτρίνα ώρα πολλή.
– Βλέπεις, Παντελή; Δεν έχει μόνο χιώτικα νομίσματα εδώ. Υπάρχουν δύο ασημένια νομίσματα της Αθήνας, με το κεφάλι της θεάς Αθηνάς στη μια πλευρά και την κουκουβάγια, το ιερό της πουλί, στην άλλη. Κι άλλα δυο από την Αμισό και την Τέω, δύο πόλεις της Μικράς Ασίας κι ένα χρυσό από την Αίγινα, με τη χελώνα στη μπροστινή του όψη, το σύμβολο του νησιού. Ίσως αυτά να ’ναι κάποια από τα πολλά νομίσματα, που έφεραν πίσω οι ναυτικοί ή οι έμποροι κρασιού, απ’ τις πόλεις που επισκέφθηκαν, για να πουλήσουν το προϊόν τους.
– Γιατί, παππού, άλλα νομίσματα είναι μικρά κι άλλα πιο μεγάλα;
– Γιατί όλα τα νομίσματα δεν είχαν την ίδια αξία. Είναι όπως στις μέρες μας. Μ’ ένα κατοστάρικο παίρνεις τσίχλες, μα για να πάρεις παγωτό χρειάζονται δυο-τρία τουλάχιστον!
– Ποια κατοστάρικα, βρε παππού; Ευρώ, ευρώ έχουμε τώρα!
– Σωστά! Ευρώ. Βλέπεις τώρα με τη Νομισματική Ένωση της Ευρώπης υπάρχει ένα ενιαίο νόμισμα.
– Πολύ έξυπνοι οι Ευρωπαίοι, ε, παππού, που πρώτοι σκέφτηκαν κάτι τέτοιο; Που να παιδευόμαστε τώρα να μαθαίνουμε το νόμισμα κάθε χώρας και να μπερδεύουμε τις λίρες με τις πεσέτες…
– Ξέρεις, Παντελάκο μου, αυτήν την ιδέα δεν την είχαν πρώτοι οι Ευρωπαίοι σύγχρονοί μας. Πολλούς αιώνες πριν, τότε που η κάθε πόλη της Ελλάδας έκοβε το δικό της νόμισμα, κάποιες απ’ αυτές με μια μεγάλη πόλη για αρχηγό, έκαναν συμμαχία ή συμπολιτεία, ένωναν δηλαδή τις δυνάμεις τους για ένα κοινό σκοπό και έκοβαν ένα ενιαίο νόμισμα. Κι αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος, ο ξακουστός βασιλιάς της Μακεδονίας, έκοψε ένα ενιαίο νόμισμα για ολόκληρη την απέραντη αυτοκρατορία του. Κι όταν πέθανε, οι διάδοχοί του, για να τον τιμήσουν και για να μείνει ζωντανή η μνήμη του, έκοψαν νομίσματα με το πρόσωπό του, που τα ονόμασαν «αλεξάνδρεια» και που κυκλοφόρησαν για πάρα πολλά χρόνια σ’ Ανατολή και Δύση.
– Και δε μου λες, παππού; Εμείς πριν τα Ευρώ είχαμε δραχμές, δεκάρικα, εικοσάρικα, πενηντάρικα, κατοστάρικα και επίσης χαρτονομίσματα για χίλιες, πέντε και δέκα χιλιάδες δραχμές. Οι αρχαίοι Έλληνες τι είχαν;
-Το αρχαίο νόμισμα των ελληνικών πόλεων ήταν η δραχμή, αλλά και ο οβολός, ημνα και το τάλαντο. Και υπήρχαν δίδραχμα, τετράδραχμα και δεκάδραχμα σε κάποιες περιπτώσεις. Κάθε νόμισμα είχε διαφορετικό βάρος κι έτσι καθοριζόταν και η αξία του.
– Κι υπήρχαν από πολύ παλιά νομίσματα, παππούκο; Από τότε που υπήρχαν και οι άνθρωποι στη γη;
– Όχι, όχι, μικρέ μου, τα νομίσματα εφευρέθηκαν πολύ αργότερα. Την εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία δεν υπήρχαν νομίσματα. Αν χρειαζόντουσαν κάποιο προϊόν, που δεν το παρήγαγαν ή αν ήθελαν να αποκτήσουν κάποιο αντικείμενο απαραίτητο για τις καθημερινές τους ασχολίες, το ντύσιμο και τον καλλωπισμό τους ή το στόλισμα των σπιτιών τους, έκαναν ανταλλαγές μεταξύ τους. Όπως ακριβώς κάνεις εσύ με το φίλο σου το Νικόλα! Αρχικά μάλιστα η αξία των διαφόρων αντικειμένων υπολογιζόταν όχι με χρήματα, αλλά με βόδια! Με βόδια πλήρωναν τα πρόστιμα για διάφορες παραβάσεις και βόδια έδιναν για προίκα οι πατεράδες στις κόρες τους. Πολλές εκατοντάδες χρόνια αργότερα στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο χρησιμοποίησαν τα μέταλλα, που άλλοτε ως κομμάτια χωρίς μορφή κι άλλοτε με τη μορφή ράβδων, δακτυλίων, τριπόδων ή πελέκεων, τσεκουριών δηλαδή, χρησίμευαν για πληρωμές και εμπορικές συναλλαγές. Τα πρώτα νομίσματα εμφανίσθηκαν περίπου 600 χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού, δηλαδή πάνω από 2600 χρόνια πριν από σήμερα. Στην Ελλάδα τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στην Αίγινα, ένα μικρό νησί κοντά στην Αθήνα. Να, σαν κι αυτό που υπάρχει στο Μουσείο μας με τη χελώνα στη μια του όψη.
Εκείνο το βράδυ ο Παντελής, σα ξάπλωσε στο κρεβάτι του, κρυφογελούσε κάτω απ’ τα σεντόνια του, καθώς φανταζόταν τους κακομοίρηδες τους αρχαίους να πηγαίνουν στην αγορά για ψώνια φορτωμένοι με τα βόδια, που έπρεπε να ανταλλάξουν.
Το άλλο πρωί ο Παντελής σηκώθηκε απ’ τα χαράματα, πριν ακόμη ν’ ανατείλει ο ήλιος. Παραξενεύτηκε η μητέρα του σαν τον είδε ντυμένο και καλοχτενισμένο πρωί-πρωί, καθώς ήξερε δα τι υπναράς ήτανε.
– Πως κι έτσι, Παντελάκο μου;
– Μαμά, σήμερα είναι σπουδαία μέρα. Θα πάμε με τον παππού στην πόλη. Εκείνος ο γνωστός του αρχαιολόγος, που δουλεύει στο Μουσείο, του είπε πως, αν θέλουμε, μπορούμε να πάμε μαζί του στην ανασκαφή. Βρήκαν ένα αρχαίο σπίτι σ’ ένα οικόπεδο, που οι σύγχρονοι ιδιοκτήτες του σκόπευαν να χτίσουν το δικό τους σπίτι. Μόλις πήγε να σκάψει η μπουλντόζα, όπ! Εμφανίσθηκε ένας αρχαίος τοίχος κι έτσι σταμάτησε η εκσκαφή. Κι ύστερα βρέθηκε κι άλλος κι άλλος τοίχος κι ύστερα ένα αρχαίο δάπεδο, μέχρι που αποκαλύφθηκε ένα ολόκληρο αρχαίο σπίτι, μαμά! Και επειδή το έσωσαν από τα δόντια της μπουλντόζας, λέει ο παππούς, την ανασκαφή την είπαν σωστική. Άμα γυρίσω, θα στα πω όλα, μαμά, να τα μάθεις κι εσύ, όμως τώρα βιάζομαι πολύ! Κι έτρεξε να δει, αν ήταν έτοιμος ο παππούς του.
Ποτέ δε θα μπορούσε να φανταστεί ο Παντελής, πόση συγκίνηση θα ένιωθε εκείνη τη μέρα, που έμελλε να τη θυμάται για πολλά χρόνια.
Όταν έφθασαν στο οικόπεδο, τους βρήκαν όλους, αρχαιολόγο και εργάτες, μαζεμένους σ’ ένα σημείο να σκάβουν προσεκτικά, για να βγάλουν ένα πήλινο αγγείο. Ήταν θαμμένο στη γωνία, που σχημάτιζαν δυο τοίχοι. Όταν πια το χώμα, που το προστάτευε τόσα χρόνια, έφυγε από γύρω του, ο αρχαιολόγος, ο κύριος Σοφοκλής, το σήκωσε προσεκτικά. Το στόμιό του ήταν κλεισμένο με ένα κομμάτι από αρχαίο κεραμίδι, που όταν το έβγαλε, ακούστηκαν ένα σωρό κραυγές και επιφωνήματα. Ένας θησαυρός νομισμάτων! Ο Παντελής περίμενε πως θα έβλεπε ένα σωρό χρυσά φλουριά, όμως δεν ήταν παρά 40 περίπου χάλκινα νομίσματα, τα πιο πολλά οξειδωμένα. Πάντως όλοι έδειχναν πολύ χαρούμενοι, οπότε, συμπέρανε ο Παντελής, πως το εύρημα ήταν σημαντικό και ρώτησε τον κύριο Σοφοκλή αν τα νομίσματα αυτά είχαν μεγάλη αξία.
– Στην επιστήμη της Αρχαιολογίας, μικρέ μου, η αξία ενός πράγματος δεν εξαρτάται από το αν είναι φτιαγμένο από πολύτιμα υλικά. Έχει να κάνει πιο πολύ με το τι πληροφορίες μπορεί να σου δώσει.
– Μα πως; Μιλάνε τ’ αρχαία;
– Και βέβαια μιλάνε, όχι με ανθρώπινες φωνές, αλλά με τους δικούς τους κώδικες. Αυτά τα νομίσματα, που βρέθηκαν κρυμμένα σε τούτο το αγγείο, μας αφηγούνται μια παλιά και ξεχασμένη ιστορία. Φαίνεται πως ο ιδιοκτήτης τους τα έκρυψε εδώ βιαστικά, γιατί κάποιο ξαφνικό γεγονός συνέβη. Ίσως ένας πόλεμος, μια επιδρομή ή ένας σεισμός. Σκόπευε σίγουρα να τα ξεθάψει, όταν τα πράγματα θα είχαν φτιάξει, όμως για κάποιον άγνωστο λόγο δεν επέστρεψε ποτέ να τα πάρει. Κι αυτά έμειναν αιώνες τώρα θαμμένα στη γη, για να τα βρούμε εμείς…
– Δηλαδή τόσους αιώνες μετά είμαστε οι πρώτοι, που τα βλέπουμε και τα αγγίζουμε;
– Ακριβώς, Παντελή, οι πρώτοι.
– Και πόσο παλιά είναι;
– Αυτό δεν μπορώ να στο πω αμέσως. Ξέρουμε μόνο από το σχήμα και τη διακόσμηση του αγγείου, όπου βρέθηκαν, ότι τα έκρυψαν εκεί τον πρώτο αιώνα πριν τη γέννηση του Χριστού. Τα νομίσματα αυτά τώρα θα μεταφερθούν στο Μουσείο. Εκεί ένας ειδικός συντηρητής θα καθαρίσει την επιφάνειά τους μέχρι να φανούν οι παραστάσεις τους. Τότε θα καταλάβουμε, πότε ακριβώς χρονολογούνται.
– Μόνο στα αρχαία σπίτια βρίσκετε νομίσματα, κύριε Σοφοκλή;
– Όχι, νομίσματα βρίσκουμε και σε άλλους χώρους, για παράδειγμα στους ναούς και τα ιερά. Τα πήγαιναν εκεί οι πιστοί ως προσφορά στο θεό, για να του ζητήσουν μια χάρη ή και ως πρόστιμο καμιά φορά, αν είχαν παραβιάσει κάποιον ιερό νόμο. Νομίσματα επίσης βρίσκουμε μέσα σε τάφους.
– Σε τάφους; Μα τι να τα κάνουν τα χρήματα οι πεθαμένοι;
– Στην αρχαιότητα, Παντελή, οι άνθρωποι πίστευαν πως μετά το θάνατο οι ψυχές μεταφέρονται σε έναν άλλο κόσμο, που τον ονόμαζαν Άδη ή Κάτω Κόσμο. Για να φτάσει όμως κανείς εκεί, έπρεπε να περάσει ένα υπόγειο, βαθύ και μεγάλο ποτάμι, τον Αχέροντα. Στις όχθες του απ’ την πλευρά των ζωντανών, ήταν ένας βαρκάρης με τη βάρκα του – λένε πως ήταν ο ίδιος ο θεός Ερμής -, που περνούσε απέναντι τους νεκρούς, μόνο αν είχαν μαζί τα ναύλα τους, τα χρήματα δηλαδή για το εισιτήριό τους. Γι’ αυτό το λόγο οι συγγενείς των νεκρών φρόντιζαν πάντα να βάλουν στον τάφο και ένα νόμισμα, απαραίτητο για το τελευταίο ταξίδι του αγαπημένου τους προσώπου.
Αυτό είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στον Παντελή. Είχε ρωτήσει ένα σωρό φορές τη μητέρα του, γιατί τώρα πια δε βάζουμε νόμισμα στους τάφους των πεθαμένων. Κι εκείνη του εξηγούσε πως σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία οι ψυχές μετά τον θάνατο πάνε στον ουρανό κατευθείαν και πως το εισιτήριο για τον Παράδεισο είναι οι καλές πράξεις που έχουμε κάνει, όσο ζούμε. Όμως ο Παντελής έδειχνε πάντα ν’ αμφιβάλλει. Και πως το ξέρουμε αυτό, σκεφτόταν. Σάμπως γύρισε κανείς πίσω να μας πει τι γίνεται μετά το θάνατο; Κι αν ο βαρκάρης έχει αφήσει τον αντικαταστάτη του και χρειάζεται ακόμα πληρωμή για το ταξίδι στον άλλο κόσμο;
Από τότε που τον έχανες, που τον έβρισκες τον Παντελή, στο Αρχαιολογικό Μουσείο! Αφού όλοι όσοι δούλευαν εκεί τον ήξεραν πια.
«Βρε, καλώς τον Παντελή!» του ’λεγε ο φύλακας, μόλις τον έβλεπε. «Εσένα, παιδάκι μου, θα πρέπει σε λίγο να σου κόψουμε μισθό!».
Του άρεσε να κάθεται στα σκαλιά του Μουσείου και να ζωγραφίζει τα γλυπτά που έβλεπε ή να αντιγράφει στο χαρτί τα γράμματα απ’ τις αρχαίες επιγραφές, παρόλο που γρι δεν καταλάβαινε από δαύτες.
Μια μέρα του φώναξε ο κύριος Σοφοκλή: «Παντελή, έλα μέσα, σου έχω μιαν έκπληξη!». Ο Παντελής έτρεξε στα εργαστήρια. Τα νομίσματα από το θησαυρό, που είχαν βρει, είχαν καθαρισθεί και φαινόταν στα πιο πολλά πεντακάθαρα η Σφίγγα στη μια πλευρά και ο αμφορέας στην άλλη. Σε κάποια ξεχώριζε δίπλα στον αμφορέα και η επιγραφή ΧΙΟΣ.
– Τώρα μπορείτε να τα χρονολογήσετε;
– Ναι. Ο θησαυρός αυτός χρονολογείται γύρω στα 100 π.Χ. Αλλά τον έκρυψαν λίγο αργότερα, ίσως το 86 π.Χ., όταν ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης κυρίευσε τη Χίο, γιατί οι Χιώτες ήταν φίλοι με τους Ρωμαίους και λεηλάτησε όλα τα δημόσια κτήρια και τις περιουσίες των κατοίκων, έκαψε τα πάντα και έκανε πολλούς απ’ τους κατοίκους του νησιού δούλους.
– Κύριε, Σοφοκλή, πως φτιάχνονται τα νομίσματα;
– Τα πρώτα νομίσματα ήταν φτιαγμένα από ένα υλικό, που ονομαζόταν ήλεκτρο και ήταν ένα μείγμα από χρυσό και ασήμι. Κατόπιν χρησιμοποιούσαν μόνο χρυσό ή ασήμι και πολύ αργότερα άρχισαν να φτιάχνουν νομίσματα από χαλκό. Τα μέταλλα προέρχονταν συνήθως από ορυχεία. Τα νομίσματα φτιάχνονταν σε ένα ειδικό κτήριο, το νομισματοκοπείο. Τοποθετούσαν τα μέταλλα σε ειδικά αγγεία με πολλές μικρές κοιλότητες και τα θέρμαιναν σε ειδικούς φούρνους, τους μεταλλευτικούς κλιβάνους. Έτσι σχηματίζονταν τα άμορφα κέρματα, που τα ονόμαζαν πέταλα. Μετά ο τεχνίτης με μια λαβίδα τοποθετούσε τα πέταλα, πάνω σε ένα πάγκο, τον άκμονα, πάνω στον οποίο ήταν σφηνωμένη μια κυκλική σφραγίδα, ο ακμονίσκος, με την μπροστινή παράσταση του νομίσματος. Πάνω από το κέρμα τοποθετούσε μιαν άλλη σφραγίδα, το χαρακτήρα, που ήταν η παράσταση της πίσω όψης του νομίσματος και χτυπούσε δυνατά με τη σφύρα, ένα μεγάλο δηλαδή και βαρύ σφυρί. Ύστερα σε μια ειδική ζυγαριά ζύγιζαν κάθε νόμισμα, για να δουν αν έχει το σωστό βάρος, που αντιστοιχούσε στην αξία του.
Πριν λίγο καιρό ένας φίλος μου, αρχαιολόγος στη Θεσσαλονίκη, ανακάλυψε το νομισματοκοπείο της αρχαίας πόλης. Στην ανασκαφή βρήκε ένα σωρό πήλινες μήτρες, δηλαδή καλούπια. Ήταν πλάκες με μικρές κοιλότητες, που αρχικά τις γέμιζαν με κερί και τις έψηναν στο φούρνο, τον κλίβανο. Με το ψήσιμο το κερί έλιωνε και οι κοιλότητες έμεναν κούφιες. Μέσα σ’ αυτές έριχναν το λιωμένο μέταλλο, που όταν κρύωνε γινόταν σκληρό και έπαιρνε τη μορφή κερμάτων, των πετάλων, που λέγαμε. Μετά έσπαγαν τις μήτρες και έβγαζαν τα κέρματα. Για να καταλάβεις πως περίπου γινόταν αυτό, θα σου θυμίσω τις πλαστικές παγοθήκες που έχεις στο σπίτι σου. Στο πάνω τους μέρος έχουν ένα μικρό άνοιγμα κι από κει βάζεις το νερό, που γεμίζει πολλά μικρά σακουλάκια. Το νερό μέσα σ’ αυτά όταν παγώσει σχηματίζει παγάκια.
Όταν πήγε στο σπίτι του ο Παντελής, έστησε ένα ολόκληρο εργαστήρι. Ήθελε να φτιάξει κι αυτός νομίσματα. Και τα κατάφερε! Έφτιαξε με τον πηλό για τα καλλιτεχνικά μια μήτρα, που την έψησε στο φούρνο της μαμάς του. Κι ύστερα έχυσε μέσα στις κοιλότητές της το υλικό για τα δικά του νομίσματα. Καυτή σοκολάτα! Πιο νόστιμα νομίσματα δεν είχαν φτιαχτεί ποτέ, είπε ο παππούς του, που τα δοκίμασε και είχε μάλιστα την ιδέα να τους δώσουν και όνομα. Τα είπαν λοιπόν «Παντελαίεια» – κατά το αλεξάνδρεια – τετράδραχμα.
Μετά από χρόνια ο Παντελής είχε ακόμα στη μνήμη του τη γεύση εκείνων των λιχουδονομισμάτων και το σχεδόν παιδιάστικο πονηρό χαμόγελο του παππού, που τα έτρωγε στα κλεφτά, γιατί η γιαγιά απαγόρευε τα γλυκίσματα, που ανεβάζουν το ζάχαρο.
Ο παππούς πέθανε σε βαθιά γεράματα, όταν ο Παντελής ήταν 22 χρονών και στο τελευταίο έτος των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο. Δε χρειάζεται να σας πω τι σπούδαζε! Από ’κείνο το καλοκαίρι δεν άλλαξε γνώμη για το τι ήθελε να γίνει σα θα μεγαλώσει. Στην κηδεία καθόταν αμίλητος, ακίνητος. Ούτε τα βλέφαρά του δεν κουνιόντουσαν. Ο νους του ταξίδευε πίσω σ’ εκείνα τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων, τα πλημμυρισμένα από ένα μαγικό φως. Σαν τέλειωσαν οι ψαλμωδίες, σηκώθηκε αργά, πήγε κοντά στον παππού του και φίλησε το γαλήνιο γερασμένο του πρόσωπο. Ύστερα έβαλε κάτι, κάτι μικροσκοπικό ανάμεσα στα σταυρωμένα του χέρια και ψιθύρισε:
«Καλό ταξίδι, παππού, καλό ταξίδι…
Συζήτηση7 Σχόλια
Υπέροχο Δέσποινα, ευχαριστούμε που το μοιράστηκες μαζί μας. Βασίλης Αγιαννίδης
Εξαιρετικό!!!
Καταπληκτικό Δέσποινα, αν και μεις ή τα παιδιά μας είχαν τέτοιες εμπειρίες και τέτοιους παππούδες δεν θα χρειαζόμαστε να ανησυχούμε για το μέλλον.
..
εξαιρετικό…πολύτιμο…..και ελπιδοφόρο…έχω κοινοποιήσει ..όλο αυτό και αφού το μοιράστηκες μαζίμας …το μοίρασα και γω στην συνέχεια …ευχαριστώ……….!!!!!!!!!!!!!
Αν γράψω…Υπέροχο, θα αδικήσω το κείμενο τον τρόπο παρουσίασης και όσα πολύτιμα μάθαμε. Ευχαριστώ πολύ. Όμορφη προσέγγιση για άτομα κάθε ηλικίας …….
ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, ΚΥΡΙΑ ΤΣΑΡΔΑΚΑ !
ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΘΑΥΜΑΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥΣ.
Συγχαρητήρια !
Συγχαρητήρια Κυρία Τσαρδάκα για τον τρόπο που μεταδώσατε γνώση.