Ο θρήνος είναι ίδιος…

0

σωσίβιο

Βάζει ο νους σου, πάντα τα παγιά… σαν ευτούς που πάσχουνε από άνια, τους φυροκαυκαλισμένους… Και καμιά φορά άμα θες να γείρεις για να κατασαλαγιάσεις, κλεις τα φώσια και τα μάτια, κουκουλώνεσαι με τον κίλικα και σκέβεσαι… ποια γιαγιά να φέρεις στο μυαλό… Βάζεις κάτω τα παραμύθια και συλλογάσαι… Και θυμάσαι μιαν ιστορία από τη μανή τη Βιτώργια που σου την ήλεγενε σάμπου της την είχενε πει κι εκεινής κάποιος άλλος…

Εζούσανε, μου ’λεγενε, ο Μουσένα κι η Ζεχρά σε μια πολιτεία εκειδά μακριά στο Ιράκ… Ερωτευτήκανε κι επαρτήκανε κι εστήσανε σπιτικό, εκάμανε οικογένεια, εγεννήσανε τρεις γιους… Εδούλευενε ο Μουσένα, σε δουγιά συσταζούμενη κι η Ζεχρά στο σπίτι ν’ αναστήσει τα παιδιά… Μα άγνωστες οι βουλές του Αλλάχ, που εθέλησενε να της πάρει τον ένα της γιό με μιαν αρρώστια σπάνια και δύσκολη… Σπαράζει η Ζεχρά κλαι και χτυπιέται απέ τον πόνο… και σα να μην έφτανε ευτό καταλαβαίνουν πως κι ο άλλος ο γιός, το δευτεροτόκι, είναι κι ευτό το δύσμοιρο άρρωστο… Τα ’βαλενε το ζευγάρι κάτω, πόλεμο είχανε στην πόρτα τους έτσι κι αγιώς, εμαζέψανε τις οικονομίες τους: χαμένοι για χαμένοι, θα το πάμενε το παιδί στας Ευρώπας, να το ξετάσουνε άλλοι γιατροί, να ’ναι Ολλανδοί ή Γερμανοί να νογούνε πιο καλά, να σωθεί ευτό… Αφήκανε το άλλο μωρό στην ανέ, στη μάνα τως, επήρανε μαζί τως τον Αχμέτ και ξεκινήσανε το μακρύ ταξίδι… Εδιασχίσανε βουνά και χωριά ώσπου να ’βγουνε στη θάλασσα… Εβρήκανε μια βάρκα, μαζί με άλλους, εδώκανε τα μαζεμένα τους γρόσια για να περάσουνε απέναντι, να μπούνε στας Ευρώπας… να γλυτώσει ο Αχμέτ… Τα φώσια της πολιτείας τα βλέπανε κοντά, η Ζεχρά έσφιγγε το παιδί στην αγκαγιά της, μέχρι που ακούστηκε ένας θόρυβος δυνατός… η βάρκα βρήκε σε ξέρα… Ετρομάξανε οι αθρώποι, άμαθοι από θάλασσα επέσανε στο σκοτεινό νερό, ήφυενε ο Αχμέτ. ’Ηβαλενε πάλι ο Αλλάχ το χέρι του και τον πήρε μαζί του…

Κάποιοι αθρώποι που εβρεθήκανε κοντά είχανε να το λένε… η Ζεχρά, ετραβούσαινε τα μαλλιά της, εκοπανούσε το σώμα της, ούρλιαζε κι έκλαιγενε, ο Μουσένα ετρανταζούντανε, το παλικάρι, από τους λυγμούς…

Κι οι αθρώποι που ’τανε εκειδά, εκλαίγανε μαζί τως, τους αγκαγιάζανε σφιχτά και στο νου τως ερχόντουσαν κι άλλες τέτοιες άδικες στιγμές… Σαν εφτάνανε στο χωριό, τα πνιγμένα σώματα των παιδιών και των φίλων από τα ναυαγισμένα καίκια…

Οι ιστορίες στο μυαλό σου μπορεί και να μπερδευτήκανε… να μην σου το πενε η μανή ετούτο, ίσως και να το ήζησες μα εν έχει σημασία… ένα μόνο νογάς πως ο πόνος της μάνας είναι ένας, ίδιος… Ο θρήνος είναι ίδιος… Ίντα σημασία αν η μάνα είναι μουσουλμάνα ή χριστιανή… αν το παιδί της το παίρνει ο Αλλάχ ή ο Χριστός… Το μοιρολόι της μάνας είναι ίδιο…

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο