Ο γλάρος της πλώρης

0

Κείμενο γραμμένο στα πλαίσια του εργαστηρίου λογοτεχνίας του Ομηρείου ΠΚΔΧ, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Σκατά, σκατά στα κωλοβάπορα και στη κωλοδουλειά μας και στους αναθεματισμένους  που μας κυβερνάνε, είπε ο καπετάν Ζαννής στο γραμματικό που ανέβηκε στις  4 τα ξημερώματα στη γέφυρα για βάρδια.

Πες και καμιά καλημέρα Καπετάνιε. Πάλι ξύπνιος είσαι τέτοια ώρα; Άσε πια το ρημαδιασμένο το internet, του απάντησε ο γραμματικός. Αλλά ο Καπεταν Ζαννής αν και δεν ήταν φίλος του διαδικτύου  και του fb  όπως οι περισσότεροι  συνάδελφοι του, εκείνες τις μέρες είχε μεγάλες φούρκες και όλο διάβαζε τα νέα για τα καινούρια φορολογικά μέτρα. Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και ρουφούσε το μερακλίδικο μαυροζούμι, τον ελληνικό του καφέ  φτιαγμένο από τα φιλιππινέζικα  χέρια του Noel του ναύτη.

Πώς να ησυχάσει και να κοιμηθεί  ο Ζαννής αφού όλα ήτανε βουνό μπροστά του. Η εταιρεία έκανε όλο περικοπές στα στόρια, στα φαγητά, μιζέρια, ρουφιανιλίκια και  γκρίνια για όλα. Τα ναύλα πεσμένα, στα πληρώματα όλο και περισσότεροι ξένοι και να και τα νέα μέτρα για την φορολόγηση των ναυτικών.

Ανάθεμα τους. Να μας πάρουν θέλουν τα μισά φράγκα από τη δούλεψη μας στα κάτεργα, γιατί κάτεργα είναι τα βαπόρια και μείς φυλακισμένοι σε μια λαμαρινένια φυλακή στη μέση του πουθενά. Α ρε Στεφανή δεν  είναι ζωή αυτή, δεν αντέχω  άλλο εδώ μέσα, δυο μήνες είμαι μπαρκαρισμένος και θαρρώ πως είμαι μέσα κάνα χρόνο, είπε στο γραμματικό και βγήκε έξω στη βαρδιόλα να μυρίσει την θαλασσινή την αύρα και να χαιρετήσει το φίλο του το γλάρο που ήτανε καθισμένος στα ρέλια  του βαποριού και κατακουτσουλούσε τον κόσμο. Έξι μέρες ήτανε συνεπιβάτης στο πλοίο. Όλη τη μέρα την έβγαζε απάνω στη γέφυρα και μόνο το απόγευμα άνοιγε τα φτερά του, πετούσε μέχρι μπροστά στη πλώρη να ξεπιαστεί , άφηνε μια τεράστια κουτσουλιά στο αμπάρι νούμερο 1 και γύριζε ξαλαφρωμένος στη θέση του.

Τους αγαπούσε τους γλάρους ο Ζαννής, ήτανε καλή παρέα όχι μόνο στα καράβια  αλλά και στα ξέμπαρκα του, στα καθημερινά του ψαρέματα με το βαρκάκι του. Τους πετούσε ψάρια και κείνοι φτεροκοπούσαν γύρω του. Του μοιάζανε  πολύ  οι γλάροι. Ήτανε μαγγιώροι ψαράδες, ανοίγανε όποτε θέλανε τα φτερά τους και φεύγανε μακριά, θαλασσινά πουλιά ελεύθερα και δυνατά σαν και κείνον.

Μπορεί να μην αγαπούσε τη ζωή στα καράβια ο Ζαννής μα τη θάλασσα τη λάτρευε. Τον είχε ξελογιάσει από μικρό, ναυτικός όμως  δεν ήθελε να γίνει ποτέ. Ψαράς ήθελε να γίνει, να έχει το δικό του καΐκι. Μ’ αυτό το όνειρο κοιμόταν και ξυπνούσε μέχρι τώρα, να μεγαλώσουν τα παιδιά, να μην έχει υποχρεώσεις, να βγει στη σύνταξη να πάρει ένα καΐκι, να είναι κυκλωμένο με θαλασσοπούλια  και να ψαρεύει. Γι’ αυτό έπιανε πάντα κουβέντα με τους γλάρους που συναντούσε στις θάλασσες του. Ένιωθε πως τον καταλαβαίνουν πιο πολύ απ’ τους ανθρώπους και μιλούσανε πάντα με το δικό τους μοναδικό τρόπο. Έτσι και τούτος ο γλάρος δεν βρέθηκε τυχαία στο βαπόρι. Έξι μέρες τώρα μοιραζόταν ο Ζαννής μαζί του τις σκέψεις του.

– Γιατί να κάθομαι εδώ μέσα μου λες; Ρωτούσε το πουλί. Για να τα δίνω στην εφορία; Θα τα παρατήσω! Ένα μεροκάματο από το ψάρεμα θα το βγάζω, θα ανοίξω και ένα καφενείο στο χωριό να το δουλεύω με τη γυναίκα. Αη σιχτίρ.

Ο γλάρος τον κοιτούσε επίμονα βαθιά μέσα στα μάτια και κάπου κάπου τίναζε το δεξί του φτερό. Βγήκε έξω στη βαρδιόλα και ο Noel ο ναύτης με τη μάνικα να ξεπλύνει τις λαμαρίνες από τις κουτσουλιές. Το νερό έπεσε απάνω τους και μύρισε ο τόπος ψαρίλα, σαν τα  χέρια  του καπετάνιου που στα ξέμπαρκα του ήτανε μποτισμένα με τη ψαρίλα από τα δολώματα που έπιανε όλη μέρα. Αναθάρρησε  ο Ζαννής με τούτη την οικεία μυρωδιά και εκείνη τη στιγμή ο γλάρος άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά έτοιμος για νέες θαλασσινές κατακτήσεις και  χάθηκε στον ορίζοντα.

Ο καπετάν Ζαννης χαμογέλασε, ο γλάρος του είχε δείξει το δρόμο. Πέταξε το αποτσίγαρο στη θάλασσα κατέβηκε στη καμπίνα του και έστειλε την παραίτηση του στην εταιρεία. Σε λίγες μέρες έκανε γιορτές με την οικογένεια του, έριχνε παραγάδια με το βαρκάκι του και έπιασε φιλίες με έναν άλλο γλάρο.

– Σκατά η ζωή φίλε μου στη στεριά. Καλά που έχω το φυλλάδιο. Θα μπαρκάρω με ανασφάλιστο μπας και πάρω το καΐκι. Τι λες;

Ο γλάρος τεντώθηκε και πέταξε μακριά. Ο Ζαννής ένα μήνα μετά πέταξε για Σιγκαπούρη, για μπάρκο με ανασφάλιστο.

Μαρία Φαφαλιού

Άφησε σχόλιο