Οι Παναγιές της Συρίας

0

της Νατάσας Στραχίνη

Την λένε Μαριάμ. Άσπρη μαντήλα σκεπάζει τα μαλλιά της. Κάθεται δίπλα μου στο αμάξι. Μόλις έφθασε από την Ολλανδία. Εκεί ζει τους τελευταίους έξι μήνες. Μιλά ελάχιστα αγγλικά μα είναι γεμάτη από διάθεση να σου εξηγήσει με νεύματα και εκφράσεις αυτό που θέλει να σου πει. Της είπα το όνομα μου κι ότι θα πάμε στην Rimi, την κόρη της. Γι αυτό επέστρεψε εδώ. Μόλις διακρίνει την θλίψη μου, κάνει μια αστεία γκριμάτσα και γελάμε. Κι έπειτα σωπαίνει στη θλίψη. Έχουμε αφήσει πίσω τον τάφο της δίχρονης κόρης της. Το σώμα της ξεβράστηκε στα βορεινά της πόλης τον περασμένο Γενάρη.

Απόγευμα δίπλα στο Δημοτικό νεκροταφείο. Μοιράζουμε γάλα και μπισκότα στις οικογένειες. Είναι ψηλή, λεπτή και η μορφή της ξεχωρίζει εύκολα. Μιλά σιγά και μας ζητά κάτι για τον γιο της που είναι άρρωστος, ταξίδεψε με πυρετό. Την συναντούμε φεύγοντας να έχει καθίσει κάτω από ένα δένδρο δίπλα στο δρόμο. Εκεί θα κοιμηθούν απόψε. Έχουν χάσει όλα τους τα πράγματα στο ταξίδι τους στη θάλασσα. Μια μεταχειρισμένη μπλούζα με μακρυά μανίκια για τον γιο της είναι αρκετή για να χαμογελάσει και να μας αγκαλιάσει.

Ταξιδεύει μόνη για την Αθήνα. Κρατά την κόρη της στην αγκαλιά , τριών τεσσάρων χρόνων και ψάχνει παντού να φορτίσει το κινητό της, κι είναι φανερό πως δεν ξέρει τι να κάνει. Το άσπρο μαντήλι της έχει γείρει κι αυτό κουρασμένο. Το παιδί κλαψουρίζει. Της αναλογεί μία καρέκλα στο διάδρομο και όλοι εμείς να την κοιτάμε τριγύρω.

Προχωρώ στο λιμάνι και μου ρχεται στο μυαλό η πολυκοσμία από ένα παζάρι της Ανατολής. Κόσμος παντού, ψάχνει να καταλάβει, περιμένει σε ουρές για χαρτιά και εισιτήρια. Ο ήλιος δεν αντέχεται σήμερα. Προχωρώ ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Σχεδόν σκουντούφλησα όταν την είδα. Κάθεται χάμω στη λίγη σκιά ενός αυτοκινήτου, έχει απλώσει μπροστά της τις άκρες από το μαντήλι στα μαλλιά της. Κρύβει το στήθος που ταίζει το είκοσι ημερών μωρό της. Στρέφω το βλέμμα αλλού και προχωρώ για να μην ντραπεί.

Περάσαμε με το αυτοκίνητο μέσα από το πλήθος που δεν ξέρει προς τα πού είναι η πόλη και πόσο μακρυά. Νυχτώνει. Είκοσι βάρκες λένε πως έφθασαν απόψε στο χωριό από απέναντι. Έχουμε στο αμάξι ήδη ένα πατέρα και το γιο του. Τα φώτα ανάβουν σβήνουν για να μην πατήσουμε όσους προχωρούν ή ξαποσταίνουν. 65 χιλιόμετρα ως την πόλη κι εκείνοι βαδίζουν με τα πόδια. «sorry the car is full” φωνάζουμε στο σήμα που μας κάνουν. Αργά συνεχίζουμε. Από το σκοτάδι προβάλει ακόμη ένας πατέρας με το παιδί του αγκαλιά. Εκείνη προχωρά δίπλα τους βιαστικά κρατώντας την κοιλιά της. Επιταχύνει για να μας ακολουθήσει. Τεντώνει το χέρι για να μας φθάσει. Τα μάτια της εκλιπαρούν σε μια γλώσσα που δεν μπορείς να ξεχάσεις. Θα συνεχίσει να περπατά με το αγέννητο παιδί της ως το πρωί.

Μέλος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Δικηγορικού Συλλόγου Χίου

Άφησε σχόλιο