Ποιός να το πίστευε πως ο πόλεμος θα χτύπαγε την πόρτα τους και μάλιστα παραμονές των Χριστουγέννων! Έγιναν όλα τόσο γρήγορα, χαμπάρι δεν πήραν, όμως η αλήθεια ήταν αυτή, έγινε πόλεμος, έπεσε πείνα, καταστροφή. Οι κάτοικοι του νησιού αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους για να γλυτώσουν τα παιδιά και τους εαυτούς τους, κανείς δεν έμεινε πίσω να πολεμήσει, ούτε καν αυτοί, οι λίγοι, που ήταν τόσο φανατικοί με τη σημαία, την πατρίδα και τη θρησκεία! Σε ένα σακίδιο πλάτης έχωσαν τα πιο πολύτιμα πράγματα που είχαν, ένα κινητό κι ένα τάμπλετ, τα χαρτιά τους, όσα χρήματα είχαν κρύψει κάτω από το στρώμα, χρυσά και λίρες που τους είχαν χαρίσει σε αρραβώνες και γάμους. Όσοι τα είχαν βάλει σε θυρίδες, είχαν κάνει τα κουμάντα τους, είχαν φύγει πριν ακόμα ξεσπάσει ο πόλεμος κι ο φόβος της απόλυτης καταστροφής και του θανατικού.
Παρακάλεσαν τους διακινητές, πλήρωσαν πολλά φράγκα για να τους περάσουν απέναντι, τη θάλασσα δεν την φοβόντουσαν και τα παιδιά τους ήξεραν κολύμπι, τα πήγαιναν στο κολυμβητήριο το χειμώνα και τα καλοκαίρια στις παραλίες. Απλά, περίμεναν να κοπάσει ο αέρας, να αδειάσει λίγο ο απέναντι καταυλισμός, να δοθεί η άδεια για το «λύστε τα σχοινιά» από τους πολιτικάντηδες της χώρας. Σε ένα βράδυ έγινε ό,τι έγινε. 64 βάρκες πέρασαν καρσί, με δυο, τρεις φαμίλιες η κάθε βάρκα, από τα 64 χωριά της Χίου. 800 ευρώ το κεφάλι, η ταρίφα. Μόλις πάτησαν στεριά, οι πρόσφυγες άρχισαν να σταυροκοπιούνται, να ευχαριστούν το Θεό τους, ν’ αγκαλιάζονται και να τραβάνε χαρούμενοι σέλφις. Οι διασώστες, στην παραλία που βγήκαν τα φουσκωτά, τρόμαξαν, πού θα τους πάμε τόσους νοματαίους, είπαν και ειδοποίησαν αμέσως το λιμενικό. Οι ντόπιοι, στο παραλιακό χωριό, έκλεισαν πόρτες και παράθυρα οι πιο πολλοί, άλλοι πέρναγαν γεμάτοι περιέργεια να δουν το θέαμα, μόνο τέσσερις πέντε εμφανίστηκαν να καλοδεχτούν τους ταλαίπωρους, μοίρασαν νερά και κρουασάν, λίγα ζεστά ρούχα, στεγνά παπούτσια για τα παιδιά.
Ήρθαν λιμενικοί, φροντεξάδες και λεωφορεία για να τους πάρουν. Πανζουρλισμός επικράτησε, πατείς με πατώ σε. Πρώτοι ακουστήκανε οι Καρδαμυλίτες. Είμεστενε η ψυχή της Ελλάδος, εμείς θα ‘μπομενε πρώτοι. Και γιατί περικαλώ, είπαν οι Βρονταδούσοι, πιο πολλά καράβια έχετενε εσείς από μας; Σιγά, βρε αγαγιάδες, λες κι είστενε εσείς πιο καλοί από μας τους Θολομποταμούσους, άντε μη γίνει εδωνά χαμός, ακόμα δεν ήρταμε.
Σφύριξαν οι λιμενικοί, ζήτησαν ενισχύσεις, ώσπου τα κατάφεραν και φόρτωσαν τους αθρώπους στα πούλμαν. Κουρασμένοι από το ταξίδι, την ανησυχία και το ξενύχτι, αποκοιμηθήκαν στη διαδρομή, νηστικοί και άπλυτοι. Ρε μαλάκα, από πότε έχουνε να κάνουνε μπάνιο ετούτοι, είπε ο οδηγός στον συνοδηγό, άνοιξε κάνα παράθυρο να πάρουμε αέρα, από πού σκατά ξεφυτρώσανε πάλι; Από ένα νησί του Αιγαίου άκουσα πως είναι, είπε ο συνοδηγός, έλα ρε, όλοι το ίδιο μυρίζουν, τόσον καιρό ταλαιπωρούνται, από πόλεμο έρχονται, που να βρούνε μπάνιο να πλυθούν.
Τα πούλμαν έφτασαν στον προορισμό τους, οι πρόσφυγες άρχισαν να ξυπνούν. Σήκω μωρσή Μαριγώ, εσταμάτησε το λωφορείο, σήκωσε και το Νικολάκι μας, να δούμενε που θα μας πάνε εδωνά που ’ρταμε, ακούστηκε μια Παντουκιανή.
Σκοτάδια μαύρα, όταν κατεβήκαν όλοι, με τη σειρά τούς βάλανε σε ένα κτίριο παλιό, εργοστάσιο θύμιζε, τους χώσαν όλους μέσα σε ένα κλουβί με κοτετσόσυρμα. Μια Βικιανή είπε πως εθυμήθηκε τις όρνιθες της που ‘χενε στο χωράφι της και τώρα θα ’ναι νηστικές κι άρχισε να κλαι. Ε βλέπεις τα χάγια μας εδωνά, μόνο κλαις για τις όρνιθες, το ζουμί τως θα πίνουνε τώρα οι στρατιώτες, της είπε μια γνωστή της από τα Καμπιά.
Η καταμέτρηση άρχισε αργά, αλλά άρχισε. Τους είχαν διερμηνείς, όμως τα έκαναν σαλάτα, αλλιώς ομιλούσαν οι Λιθομονούσοι, αλλιώς οι Πυργούσοι, άλλα λέγαν οι αθρώποι, άλλα λέγαν οι διερμηνείς, άλλα γράφανε αυτοί της πρώτης υποδοχής.
Εξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, ετέλειωσε η καταγραφή, κατάκοποι οι άνθρωποι, τα παιδιά, στις ποδιές των μανάδων τους, εγρίνιαζαν όλην την ώρα. Και σου είπα, μά, ας πάρομε μαζί το πλέι στέισον και δεν μ’ άφηκες, είπε ο Κωνσταντίνος- Ιωάννης, άφησα κι εγώ την καινούργια μου Μπάρμπι, μπαλαρίνα, άρχισε να μουτσοκλαί η Μαρία- Ελένη, και δεν πήρα ούτε τα πουέντ μου. Φρόνιμα, είπε, η μαμά, άλλαξαν τα πράγματα, δεν βλέπετε που είμαστε, άμα τελειώσει ο πόλεμος και άμα γυρίσουμε σπίτι θα ξαναβρείτε τα παιχνίδια σας κι όλα σας τα καλά.
Τους έδωσαν σκηνές της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ να μείνουν, όμως δεν ήταν αρκετές για όλους, θα πρέπει να μείνετε από δυο χωριά χωριάτες στην κάθε μια, τους είπαν, κι έγινε χαμός. Σιγά μη μείνουμε εμείς με τους Συκιαδιώτες, είπαν οι Λαγκαδούσοι, κι εμείς δεν μένομε με τους Αγιοργούσους είπαν οι Λατούσοι, εμείς οι Καμπούσοι θέλουμε να πάμε με τους Χωραϊτες της Ευαγγελιστρίας μόνο, μέχρι που οι υπεύθυνοι κάλεσαν τα ΜΑΤ, φοβήθηκαν οι πρόσφυγες και χώθηκαν όπως όπως ανάκατα στις σκηνές. Τους έδωσαν κουβέρτες, πλαστικά ταπέα, προσόψια και σλιπινγκ μπαγκ όλα με την στάμπα της Ύπατης, από ένα πάμπερ στο κάθε μωρό, μία οδοντόβρουτσα και ένα κολυνό, τους μοίρασαν και μία κάρτα σίτισης για την κάθε οικογένεια και μ’ αυτήν πήγαν να πάρουν μεσημεριανό.
Τρεις ώρες περίμεναν στην ουρά μαζί με εκατοντάδες κόσμο, άρχισε να βρέχει, αλλά τι να έκαναν. Ένας δημοσιογράφος από τη Χώρα, μόλις πήρε τη μερίδα του, την άνοιξε, τη σκάλισε με το πιρούνι, τη μύρισε και την πέταξε καταής, δεν τρώγονται αυτά τα άψητα σκατά, ας τ’ αφήκομε εδωνά καταής, μπας και τα δούνε, είπε και τον ακολούθησαν κι άλλοι συμπατριώτες του. Ευτυχώς τους είχε μείνει από μια μπάρα δημητριακών και λίγα τσίκουδα για να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Οι σκηνές ήταν μέσα στη λάσπη, μάταια οι Συκιαδιωτίνες προσπαθούσαν να καθαρίσουν τους μουσαμάδες που υπήρχαν για πάτωμα, και που βάλομε μπουγάδες, ελέανε αναμεταξύ τους, οι Πιτυανές, που είχαν φέρει μαζί τως ένα σακούλι με λίγο αλεύρι, ζύμωναν χερίσια μακαρόνια κι οι άντρες τους πήγαν να μαζέψουν κάνα χορτάρι και ξύλα για το τσουκάλι. Οι Συκιαδιώτες έστησαν μια κουβέρτα καταής, στη λαγκαδούσικη τέντα και παίζαν πόκα με αντάλλαγμα κάτι ελιές χουρμάδες που βρήκαν σε διπλανό ξέφραγο χωράφι και μια γλυκιά φωνή παραπονιάρικη ακουγόταν, από τη σκηνή της Παρπαριάς, να τραγουδά «έναν καιρό ήμουν άγγελος τώρα αγγελίζουν άλλοι».
Στις τουαλέτες, τις χημικές, που είχαν στήσει εκεί δίπλα, γινόταν της κακομοίρας, Λατούσοι, Λυμπούσοι και Πυργούσοι στήσανε τρικούβερτο καβγά για τη σειρά και θυμηθήκαν και κάτι κλεψιμαίικα μαστίχια, πιαστήκαν στα χέρια, εγώ ήρτα πρώτος, πετάχτηκε κι ένας Αμαδιανός, μα πήα στο δασάκι γιατί εθάριουμουνε πως είδα αμανίτες, σιγά ρε φίλε, μήπως νομίζεις πως είσαι στην ουρά της τράπεζας με τα χαρτάκια, περίμενε εδωνά κι εσύ κι άμα δεν κρατιέσαι άμε στη ρεσεψιόν του Χαντρή του είπε ένας από τα Χάλαντρα.
Μεταξύ 25ης C και 26ης C τέντας, μια Θυμιανούσαινα και μια Καρούσαινα εστριγκλοκοπάγανε, άσε μου μωρή την πέτρα που καπακώνω το σκοινί, εγώ την ετσίρισα πρώτη, εφώναζε η Θυμιανούσαινα, ανήκει στο δικό μου τοπαλάκι, θα φωνάξω την αστυνομία, θα σε πάω στα δικαστήρια, κλεφτρού! Εμένα με φυλά η Παναγιά η Καρούσαινα, αλί απέ σας και τη σκόνη σας, της εφώναζε η άλλη.
Στην τέντα των Βρονταδούσων οι γυναίκες είχαν πέσει σε βαριά κατάθλιψη. Για θυμήσου μωρή Κατίνα, εμοσχοβολούσανε οι κουζίνες μας τέτοιον καιρό από τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, τσάμπα ήδωκα τόσα φράγκα να πάρω το μίξερ από το ίντερνετ, κατάλεγε η μια, και τι δεν θα ’δινα τώρα να ‘μουνα βότα στην Απλωταριά, να χαζεύω τις βιτρίνες και να ψουνολογώ, άφηκα και το καινούργιο μου ταγέρ, που ‘χα πάρει για το ρεβεγιό, στην ντολάπα, εφύανε πια τα μεγαλεία, έλεγε η άλλη και κρατούσε το κεφάλι της, άλλοι τα ‘χανε άλλοι θα τα’βρουνε, λέγαμε κι εμείς πως δεν θα ζήσομε πόλεμο. Ιγού, πετάχτηκε κι η τρίτη, καπετάν Κωσταντή, εσβήσαμε τα λαμπάκια τα Χριστουγεννιάτικα της αυλής ή θα μας κανονίσει η ΔΕΗ; Έκλεισα το γενικό φεύγοντας, της είπε ο άντρας της.
Τα παιδιά, ξαμολημένα όλα έξω από τις τέντες, παίζαν ποδόσφαιρο στο μικρό γηπεδάκι, βρε, τέλεια περνάμε εδωνά, φώναξε ένα, ούτε σχολείο, ούτε ιδιαίτερα, αν είχαμε και καμιά τηλεόραση και το λάπτοπ θα ήτανε σούπερ ουάου. Για σκέψου ότι σε λίγο θα παίρναμε κι ελέγχους, πετάχτηκε ένα άλλο. Σιγά μωρέ, ίντα να την κάνουμε την τηλεόραση, το απόγευμα θα γίνει παιδότοπος, άκουσα, είπε ένας μικρούλης.
Οι έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, αντάλλαζαν ματιές κι άρχισαν να έρχονται κοντά, εκάνανε βόλτες στον κεντρικό το δρόμο, με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά κι άλλοι καθόντουσαν κάτω από τα δέντρα στα χωράφια, γύρω από μία φωτιά με τα κινητά στα χέρια.
Τρεχάτενε όλοι, ακούστηκε η φωνή της κυρά Μαρίας από τη Σιδηρούντα, εδευτοί οι αλληλέγγοι μοιράζουνε ρούχα και παπούτσια στην είσοδο κι ένα λεφούσι ξεχύθηκε μέσα από τις σκηνές. Το τι έγινε στη διανομή κανείς δεν πρόλαβε να δει, προσπαθούσαν οι εθελοντές να βάλουν τις γυναίκες σε μια σειρά, πράγμα που στάθηκε αδύνατον, στοπ, τους φώναζαν, ένας ένας, πάντως μια από τις Τρύπες έφυγε με δυο αριστερά παπούτσια νο 36 δωδεκάποντο και 43 άρβυλο, μια Καταρραχτούσαινα με μια στολή άσπρη σκύλου, η Αγιογαλούσαινα με ένα σατέν φούξια φόρεμα και μια Καρδαμυλιά με μια αμάνικη μπλούζα μέσα στην πούλια.
Να κάνουμε μία επιτροπή, είπε ξαφνικά ένας Καλαμωτούσης, παράγοντας πολιτικός στα μέσα και τα όξω του τόπου του, μια Παγχιακή Επιτροπή, δεν είμαστε ζώα να μας έχουνε μέσα στη λάσπη, να απαιτήσουμε οικίσκους.
Ίντα λε ρε, του είπε ένας Νενητούσης, δεν βλέπεις τι γίνεται με το χωριό εδώ δίπλα; Δεν μας θένε, τσάμπα θαρρείς τις έχουνε τις μαύρες σημαίες στα σπίτια τως, έτσι και πάνε να φέρουν καινούργια σπιτάκια θα τους λυντσάρουνε. Πήγανε κάποιοι από μας σε ένα χωράφι και κόψανε κάτι πορτοκάλια να τα δώκουνε στα παιδιά τους κι ο άλλος έβγαλε το δίκαννο. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, είμεστενε ανεπιθύμητοι.
Χωρίς μιαν Παγχιακή επιτροπή, επαναλαμβάνω, δεν θα τα καταφέρουμε αδέρφια, συνέχισε ο άλλος, τα παιδιά μας πρέπει να συνεχίσουν το σχολείο, θα μείνουν βούδια.
Εγώ άκουσα πως δεν τα θένε τα παιδιά μας στα σχολεία τους, πετάχτηκε ένας από την Κοινή, φοβούνται λέει μη κολλήσουνε αρρώστιες και λένε ότι τα παιδιά μας θα εκχριστιανίσουνε τα δικά τως.
Α! Και επί τη ευκαιρία, το χαβά του ο Καλαμωτούσης, θέλουμε και χώρο προσευχής, παπά και ψάλτη δεξιό, καλύτερης ποιότητας φαγητό, ρεύμα και ζεστασιά στις σκηνές, περισσότερους γιατρούς, κατηρτισμένους διερμηνείς, ταχείες διαδικασίες στις υπηρεσίες ασύλου, κατάργηση της επαχθούς συμφωνίας Ε.Ε. – Ελλάδας και ανοιχτά σύνορα. Ας μαζέψουμε υπογραφές, ας καλέσουμε ξένους δημοσιογράφους, τη Διεθνή Αμνηστία! Ελευθερία ή θάνατος, παιδιά! Σηκωθείτε, πάμε στα γραφεία τους κι αν δεν μας δεχτούν ξεκινάμε απεργία πείνας.
Ξύπνησε στο πάτωμα παγωμένη, κατέβασε μονορούφι ένα ποτήρι νερό, πως βρέθηκα καταγής, σκέφτηκε, έβαλε μια ζακέτα στην πλάτη της, άνοιξε τον υπολογιστή σε ειδησεογραφικές σελίδες, όλα καλά. Τι εφιάλτης ήταν ετούτος κι ευτυχώς που ήταν μόνο όνειρο, τι το ήθελα το στιφάδο βραδιάτικα, είπε δυνατά, άνοιξε μια σόδα και κάθισε στο τζάκι δίπλα στο στολισμένο δέντρο. Αμάν, πια αυτοί οι πρόσφυγες δεν φτάνει που κάναν τη ζωή μας δύσκολη, χαλούνε και τον ύπνο μας. Να θυμηθώ να πω το όνειρο στη μάνα μου, μονολόγησε, όταν ξάπλωσε, κουκουλώθηκε και γύρισε πλευρό.