Πατέρα μου λείπεις πολύ

2

Πατέρα, πέντε μήνες είναι που μας λείπεις και να ξέρεις πως δεν υπάρχει μέρα που να μην σε συλλογιστώ. Ειδικά τώρα που ένα μεγάλο βάρος έχει μεταφερθεί στις δικές μου πλάτες, αφού η μάνα πια δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Στους ώμους σηκώνω τα σακιά με τις ελιές και τα ξύλα για το τζάκι, θα μπορούσα να μην μαζεύω τίποτα μα θαρρώ πως το δικό μας λάδι έχει άλλη γεύση. Αυτό με κάνει να φαντάζομαι πως κρυφά καμαρώνεις που κοιτώ τα χωράφια των παππούδων, όχι σαν κι εσένα βέβαια, μα προσπαθώ πολύ. Προχτές πήρα και μια τούμπα στην Παλιαμέλισσα αλλά έπεσα βολικά και σε θυμήθηκα όταν πια τα πόδια σου δεν σε βαστούσαν, ήξερες να πέφτεις απαλά κι ας με τρόμαζες.

Η μάνα παρ’ όλο που τα μυαλά της είναι πια χαμένα, λέει για σένα κάθε στιγμή, σε ψάχνει και μόνη της δικαιολογεί την απουσία σου, επήγε στο καφενείο και δεν με πήρε, λέει ή για ‘δε τονε, επήγε στο μπαξέ και ξεχάστηκε πάλι. Συχνά με ρωτά, μα δεν είναι καλός άθρωπος ο πατέρας σου, ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου, της λέω και χαίρεται.

Τα νέα δεν είναι καλά, πατέρα, από το κακό στο χειρότερο πάμε μα ο καθένας μας κάνει ό,τι μπορεί για να σωθεί και να σώσει ότι έμεινε ζωντανό, άλλοι τα καταφέρνουν κι άλλοι όχι. Οι σχέσεις δυσκόλεψαν πολύ αφού απάνω τους επενδύουμε σα να είναι τράπεζες, περιμένουμε να πάρουμε τους τόκους χωρίς να έχουμε βάλει κεφάλαιο. Τις προάλλες εμάζευα ελιές στην πηγάδα με τις αδερφές σου και μου ‘λεγαν ιστορίες της μάνας σας, πόσα καλά έκανε στους αθρώπους κι ας το κράταγε κρυφό, πόσο πολύ αγαπούσε όλον τον κόσμο και σκεβόμουνα πως οι παλιοί ήταν καλύτεροι από μας. Δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τον διπλανό τους, όλοι είχαν μια σταλιά σπίτια με ασπρισμένες αυλές, χωράφια μπόλικα, μια δυο κατσικούλες, όρνιθες, λίγο φαί, δυο αλλαξιές ρούχα και πολλά παιδιά, βοηθούσαν ο ένας τον άλλον, εσεβόντουσαν τους ξένους και τους γείτονες. Και κείνοι σε κρίση δε ζούσανε, σε κατοχή και πείνα, πως τα καταφέρνανε, είμαι ν’ απορήσω. Και τώρα σε κατοχή ζούμε μα αλλιώτικη, εκλέψανε τις προάλλες μαζεμένες ελιές στο διπλανό μας σπίτι, όλοι μου λένε τα ξύλα για το τζάκι να τα σκεπάζω εκεί που τ’ αφήνω γιατί τα βουτάνε άμα τα βρούνε και σκέφτηκα τους πρόσφυγες που τους πιάσανε να κλέβουνε λαχανικά για να φάνε αυτοί και τα παιδιά τους κι ο γεωργός σήκωσε όπλο. Δεν ξέρω σε ποιανού τη μεριά είναι το δίκιο κι ούτε θα το κρίνω εγώ, μα σαν πεινά το παιδί σου θα του βρεις να φα κι άμα έρθουμε στη θέση αυτουνού που υποφέρει από πείνα, φτώχεια κι ανημποριά θα γίνουμε πιο δίκαιοι ανθρώποι κι όχι δικαστές των πάντων.

Πολλές φορές πατέρα, όταν μου λείπεις πολύ, σκαλίζω τις φωτογραφίες σου, τις κοιτώ καλά καλά, προσπαθώ να δω τα μάτια σου, να καταλάβω τι ένοιωθες. Μετανιώνω που άφησα τον καιρό να περάσει χωρίς να μιλήσω και ν’ ακούσω όσα θα είχες να μου πεις αν σε ρωτούσα. Το παιχνίδι αυτό το έχασα κι από τη μάνα που πια δεν θυμάται, μα δεν πειράζει αφού δεν γίνεται αλλιώς, μου αρκεί που την έχω και μου τραγουδά.

Όταν κατεβαίνω στην πόλη κι έχει πλοία στη ράδα χαζεύω κι αφουγκράζομαι το θόρυβο της μηχανής, έρχεται στα ρουθούνια μου η μυρωδιά των αλουέδων, του καπνιστηρίου, το φρεσκοψημένο ψωμί του μάγειρα. Θα ήθελα αν μπορούσα να βρεθώ με ένα σάλτο μέσα, ν’ ανέβω στη γέφυρα και να ‘σαι εσύ ο καπετάνιος κι η μάνα να κάθεται στην καρέκλα του πιλότου, όπως συνήθιζε, με το εργόχειρο στο χέρι, να έρχεται ο μαρκώνης με το τηλεγράφημα στο χέρι και να σου λέει, ναυλωθήκαμε καπτα Γιάννη για Αλεξάνδρεια Ν. Ορλεάνη. Προχτές με ρώτησε η μάνα αν ήθελα να γίνω ναυτικός, δεν ξέρω πως τα μπέρδεψε στο μυαλό της, αν ήταν ο μπαμπάς στο καράβι, αμέ της είπα και χαμογέλασε με καμάρι. Η θάλασσα μας έθρεψε και σας εσπούδασε, είπε.

Έβαλα φωτιά σήμερα στο χωράφι να κάψω τα κλαδιά από τις ελιές, ξεπατώθηκα από το σούρτα φέρτα και τη ζέστη. Μεγάλος παιδεμός, πατέρα, μα θαρρώ πως όλα μπορούμε να τα καταφέρουμε άμα το θέλουμε. Κι εμένα, μ’ αρέσει να ασχολούμαι μ’ αυτά που άφησες, δεν έχω να σου αποδείξω πια τίποτα, ούτε σε σένα ούτε σε κανέναν. Μια μικρή ελπίδα μόνο έχω, ότι μπορεί να χαίρεσαι κρυφά.

Γελά και ξεγελά

Συζήτηση2 Σχόλια

  1. ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΣΤΑΜ ΚΑΡΑΜΑΟΥΝΑΣ

    ΛΥΡΙΚΟ, ΜΕ ΑΠΟΔΕΚΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΠΛΟΤΗΤΑ, ΦΟΡΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ, ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΑ.

    ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ

  2. Περνά απο χαραμάδες, όμορφα αγγίζει τη σκέψη και τρυπώνει στην ψυχή. Μεστός λόγος, άξιοι άνθρωποι!

Άφησε σχόλιο