06 Φωτογραφία και αφήγηση, μέρος δεύτερο: μικρές ιστορίες πατριδογνωσίας

0

Η διαδικασία παραγωγής μιας φωτογραφίας ή μιας σειράς φωτογραφιών, εκτός των άλλων είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να γνωρίσουμε ανθρώπους και τόπους. Η φωτογραφική μηχανή μπορεί να μας αποστασιοποιήσει από την πραγματικότητα γιατί νομίζουμε ότι συμμετέχουμε σε αυτό που συμβαίνει βγάζοντας φωτογραφίες· ενώ στην ουσία απλώς φωτογραφίζουμε. Από την άλλη όμως μας βοηθά στην επικοινωνία, τη συνεργασία και την εμβάθυνση. Σημασία έχουν οι προθέσεις και η συνειδητοποίηση αυτού που κάνουμε κάθε φορά.

Ακολουθούν τρεις ιστορίες από τον νομό Αλεξανδρούπολης.

Αλέκος ο μπατίρης

Για να τον βρούμε περάσαμε πριν από το μπαρ της Τζένης, το παλιότερο στέκι της πόλης. «Έρχεται από δω κάθε μέρα, πέρασε το πρωί, τώρα θα είναι στο σπίτι του, θα σας δείξει φωτογραφίες».

Το μικρό δωμάτιο με το παράθυρο προς το δρόμο είναι ο κόσμος του· τραπέζι, κρεβάτι, τηλεόραση, τα φάρμακά του, μια μικρή παλιά βαλίτσα γεμάτη με φωτογραφίες. «Πάω στην Τζένη, πάει και κείνη κάτω στην καλύβα μου στη θάλασσα, δεκαπέντε μέρες που σταμάτησε τα μπάνια· εγώ δεν πήγα φέτος έχω το πόδι μου. Εκεί όλοι μαζευότανε, Γαβαλάς, Ζαμπέτας…» ανοίγει τη βαλιτσούλα, μέσα από τις φωτογραφίες περνά η ζωή του· φίλοι, ταβέρνες, πλάκες, χαρές και θάνατοι, σύζυγος, κόρη, εγγόνια. «Στον Πειραία είναι ο ένας εγγονός, ο άλλος είναι διαιτητής. Στον εμφύλιο με πήγαν στη Μακρόνησο γιατί ήμουν ρεμπέτης, αλλά δε με πειράξανε. Το πάρκο που είσαστε* ήταν ναρκοπέδιο για οχήματα, οι Γερμανοί τις βάλανε τις νάρκες για τους Εγγλέζους, όταν φύγανε τις βγάζανε και σκοτώθηκε ο φίλος μου. Μαζευόμασταν εκεί οι ρεμπέτες, ήταν τεκές και κάναμε μαύρο, οι άλλοι φοβότανε να πάνε μέσα· το μεζεκλίκι μας ήταν μύδια από τη θάλασσα. Όλοι μας ξέρανε και οι αστυνομίες και όλοι, δεν κάναμε τίποτα απατεωνίες, αυτά ήταν τα δικά μας».

Μιλάει αποσπασματικά και γρήγορα, σπασμένη η μάγκικη φωνή του, κρατά όμως τη μυρωδιά από τη χαρά της περιπέτειας· βλέπει τις φωτογραφίες και θυμάται. «Ήμουνα μπογιατζής, είχα πολλά τσιράκια, όλες οι μαφίες… είχα καβατζώσει ένα λαχείο, εθνικό το εξήντα και τα λεφτά τα μοίρασα· πενήντα χιλιάδες, στους μπατίρηδες, στο γηροκομείο, κράτησα μόνο και έκανα το σπίτι. Μου ‘μεινε το μπατίρης από τότε· είχα και μαγαζί μανάβικο και κάρο και έβγαινα στο γύρο και έγραφε πάνω το κάρο: το μπατιράκι έκαψε την καρδιά της κοπελιάς με το ραπανάκι. Δεν πίνω πια, παλιά όπου ήταν ταβέρνα ήμασταν μέσα. Από πιτσιρικάς ήμουνα μες την αμαρτία εγώ, στην κατοχή ήμουνα σαλταδόρος. Γεννήθηκα το είκοσι εφτά, είχα ένα μαντολίνο και το ‘κανα μπουζούκι σ’ ένα μαραγκό και με κείνο έπαιζα· μόνος μου έμαθα, εκεί με την παρέα, άλλος είχε κιθάρα, άλλος μπουζούκι, είχε πολλούς μερακλήδες. Αυτή έχει μεγάλη ιστορία, (σημ. γράφει στην πίσω πλευρά: 11/02/59 εξοχικόν κέντρον πευκάκια προεδρείο μπεκρίδων -μας απαριθμεί, ποιοι συμμετείχαν), αυτός ήταν ενωμοτάρχης, τον λέγαμε πρόεδρο, αυτός αγροφύλακας».

Φέρνει δυο μπουζούκια, «αυτό είναι μεσομπούζουκο, δεν παίζω πια, για πιάσε μια πένα που έχει εκεί»· προσπαθεί να τα κουρδίσει, «έχει σκεβρώσει, βλέπεις· δεν έχει μαστόρους εδώ. Είχα καλό μπουζούκι εγώ, άρρωστος ήμουνα και μου το αλλάξανε και βάλαν στη θήκη τούτο δω. Άμα ήταν καλό θα σας έπαιζα αλλά είναι σκεβρωμένα». Μας απαγγέλλει όμως ένα από τα τελευταία τραγούδια του: «Μας φάγανε τα στέκια μας / τα κάνανε τσιμέντα / που είναι τα ωραία μας, η σχάρα του Λαλέτα; / μέσα στου Ζώλου, στου Σουρλή πήγαιναν τα γεροντάκια / γουστάραν και τα πίνανε / κι ήταν όλο μεράκια / και το τηγάνι δούλευε αβέρτα μπαρμπουνάκι / και ο μπατίρης έπαιζε αβέρτα το μπουζουκάκι / τώρα πας στα τσιμεντάδικα να πιεις κανά ουζάκι / και πριν να σε ρωτήσουνε σου φέρνουνε σουβλάκι».

Στον τεκέ του Αλή

Όμορφος και ήσυχος τόπος ανάμεσα σε λιβάδια και δάσος από βελανιδιές, κάτι μεταξύ αγροκτήματος και μοναστηριού· τριγύρω από μια παλιά μουριά με μια κρήνη, διάφορα πέτρινα κτίρια, μαγειρείο, ξενώνας, λατρευτικός χώρος, το μαυσωλείο του Αλή, νεκροταφείο και άλλους χώρους. Η ίδρυση του τεκκέ πηγαίνει πολύ πίσω, γύρω στα 1400 από τον Σεγγήτ Αλή Σουλτάν. Απόγευμα και η οικογένεια του Ζεκή που είναι φύλακες του τεκκέ και παράλληλα ζουν εδώ, εργάζονται στις καθημερινές δουλειές του αγροκτήματος, κόβουν ξύλα, ταΐζουν τις κότες, τις φραγκόκοτες και πρόβατα, προσέχουν τις αγελάδες που βόσκουν στο διπλανό λιβάδι, καθαρίζουν τους χώρους για τη μεθαυριανή γιορτή. Σε λίγο επέστρεψε ο Ζεκή, δυνατός και ευγενής άντρας με φλογερό βλέμμα· «Εδώ και λίγους μήνες δουλεύω σε εργολάβο της ΔΕΗ, εναερίτης, δούλευα και παλιότερα εκεί αλλά με την κρίση είχαν κοπεί οι δουλειές». Μας μίλησε για τους αλεβίτες· βάση της θρησκείας τους είναι η ισότητα και η αγάπη, «όλοι οι άνθρωποι είμαστε το ίδιο, κάτω από τον ίδιο ουρανό, ο θεός είναι για όλους, δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα». Μας μίλησε και για τις δυσκολίες της ζωής τους: «Εδώ είμαστε αυτάρκεις, μπορούμε να ζήσουμε με αυτά που παράγουμε, σπέρνουμε για να έχουν τροφή τα ζώα, την άνοιξη οργώνουμε και φυτεύουμε για να έχουμε κηπευτικά, το καλοκαίρι θερίζουμε· κάθε πρωί αρμέγουμε, ταΐζουμε τα ζώα, φροντίζουμε και συντηρούμε εδώ τον τεκέ. Πρέπει όμως και να δουλέψω έξω για να έχω χρήματα, βενζίνες, τα οχήματα, τα παιδιά να σπουδάσουν… κάνω κάνα μεροκάματο στο δασαρχείο, έχω τώρα τη δουλειά στη ΔΕΗ. Το κράτος μας έχει παραμελήσει, θέλω τα παιδιά μου να μάθουν ελληνικά για να σπουδάσουν να γίνουν κάτι καλύτερο από μένα. Στο μειονοτικό σχολείο μαθαίνουν τουρκικά και ελληνικά αλλά δεν μπορεί να γίνει καλή δουλειά· κάθε εκλογές έρχονται εδώ οι βουλευτές, τους λέω να γίνει ελληνικό σχολείο, δε νομίζω ότι μου δίνουν σημασία. Στην αρχή μπορεί να μην πάνε όλοι τα παιδιά τους αλλά νομίζω μετά από δέκα χρόνια όλοι θα έχουν καταλάβει πόσο σημαντικό είναι. Στο σπίτι μου για να συνεννοηθούμε χρησιμοποιούμε τρεις γλώσσες τουρκικά, πομακικά, ελληνικά. Η γλώσσα μας ήταν τα πομακικά, αυτή μιλούσαν οι παππούδες μας αλλά δεν διδάσκεται είναι προφορική».

Μας αφήνει για να μαζέψει τις αγελάδες. Τριγύρω λιβάδια, δάση και βουνά, περπατώ νοτιοανατολικά, εκτός από τη Ρούσσα, το βλέμμα μου δεν συναντά άλλο οικισμό ή ανθρώπινη δραστηριότητα, μονάχα πράσινο χορτάρι, καρυδιές, βελανιδιές, αγριοτριανταφυλλιές και παλιά νεκροταφεία. Πίσω από το βουνό στα δυτικά είναι η Βουλγαρία. Σ’ αυτό το γαλήνιο τόπο, δύσκολο να πάει το μυαλό μου στο πόσο πολύ, αιώνες τώρα, έχουν μπερδευτεί θρησκείες, αυτοκρατορίες, σύνορα και εθνικά κράτη, υπονομεύοντας τη ζωή των κατοίκων. Από την κοιλάδα στο βάθος ακούγονται κουδούνια και βελάσματα από πρόβατα.

Μικρό Δέρειο

«Παντρεύτηκα στα δεκάξι, ερωτεύτηκα, είχε και μηχανή! αλλά πιο πολύ, ήταν που ήθελα να φύγω· ήταν φαντάρος, τι να ‘κανα εδώ; Παρασκευή με ζήτησε, Σάββατο παντρευτήκαμε, Κυριακή φύγαμε. Πήγαμε στον τόπο του, δουλέψαμε εκεί αλλά το επτά έκλεισε το εργοστάσιο, επιστρέψαμε, έπιασα το μαγαζί· τότε είχε αστυνομικό τμήμα και στρατιωτικό φυλάκιο, όλοι αυτοί έπρεπε να φάνε. Έφυγε όμως και η αστυνομία και ο στρατός, δεν έχει δουλειά πια. Πέρσι το χειμώνα πήγα στη Γερμανία, βρήκα τη δουλειά από αγγελία στο ίντερνετ, αλλά δούλευα πολύ περισσότερες ώρες απ’ αυτές που είχαμε συμφωνήσει· Έλληνας το αφεντικό. Εδώ ήρθαν οι γονείς μας, το χωριό ήταν Βουλγάρικο, κάηκε στον εμφύλιο, μετά έφεραν Έλληνες χριστιανούς από άλλα μέρη, τους έδωσαν γη και λίγα χρήματα, για να μην ζουν μόνο μουσουλμάνοι στην περιοχή. Παλιά είχε δουλειές, τώρα τίποτα, δεν έχει μείνει κανείς, μόνο γερόντια». Μας δείχνει φωτογραφίες από παιδιά και εγγόνια. «Έχω συνηθίσει να δουλεύω, δεν μπορώ να κάθομαι, δεν ξέρω ακόμα τι θα κάνω το χειμώνα». Τρεις μέρες που τρώγαμε εκεί, η Βασιλική μας περιποιήθηκε σα να ήμασταν δικοί της άνθρωποι, τα χρήματα δεν την απασχολούσαν καθόλου, όταν τη χαιρετήσαμε μας έδωσε ένα ζεστό μπακλαβά.

*Τον Οκτώβρη του 2015 είχαμε πάει με το caravan project στο νομό Αλεξανδρούπολης, οι άνθρωποι των ιστοριών είναι κάποιοι από αυτούς που γνωρίσαμε.

Οι τρεις ιστορίες είναι μέρος ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε τον νοέμβριο του 2015 στο popaganda.gr.

την επόμενη παρασκευή: φωτογραφία και ταξίδι

Γεννήθηκε στην Καλαμωτή της Χίου το 1970

Άφησε σχόλιο