Κείμενο της Βίκυς Γεωργούλη γραμμένο στα πλαίσια του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη
9 Αυγούστου του 2019. Η ζέστη έξω αφόρητη, έβλεπε από ψηλά τους πολίτες του να σκουπίζουν με το μαντήλι τον ιδρώτα τους, το σιντριβάνι της πλατείας χωρίς νερό πάνω από δέκα χρόνια, άχρηστοι! αν ανήκε σε μένα και φωτορρυθμικά θα του είχα βάλει, σκέφτηκε και μειδίασε. Μια παρέα παιδιών βρέχονται με νερομπάλονα και παίζουν κυνηγητό, ακόμα εδώ είναι αυτοί οι λαθρομετανάστες, μονολόγησε κι έσφιξε τη γροθιά του, κι αυτή η παγχιακή επιτροπή μπήκε στον προεκλογικό χορό, σιγά μην έχανε την ευκαιρία. Δυνάμωσε την ψύξη του κλιματιστικού, ξέσφιξε τη γραβάτα, ανέβασε τα μανίκια του πουκάμισου, πήρε το άδειο κιβώτιο και τ’ απόθεσε πάνω στο γραφείο του. Η ύστατη ώρα έφτασε. Σε λίγες μέρες, ο χιώτικος λαός θα κρίνει τη δουλειά και τον αγώνα του για τον έρημο τούτο τόπο.
Η ματιά του έπεσε στην εικόνα της Παναγιάς, έκανε το σταυρό του, σημείωσε στο καρνέ να φωνάξει τον παπά για ένα ευχέλαιο κι άρχισε σιγά σιγά να γεμίζει την κούτα. Χάιδεψε την ασημένια κορνίζα με τη φωτογραφία που είχαν βγάλει με τον Άδωνη, την τύλιξε στη γαλανόλευκη μικρή σημαία και την στρίμωξε ανάμεσα στα σβαρόφσκι, τα αναμνηστικά, τις μπομπονιέρες που του χάρισαν όλα αυτά τα χρόνια απλοί πολίτες, ευεργετημένοι απ’ αυτόν, άνθρωποι του λαού, μα κι αυτός ένας απλός άνθρωπος λαϊκός δεν είναι, με ένα σπάνιο ταλέντο αυτοδίδακτου πολιτικού; Το κινητό και το σταθερό χτυπούσαν ασταμάτητα, δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν, θα τους έπαιρνε αργότερα για να μάθει πως πάει ο προεκλογικός αγώνας στα χωριά. Δοκίμασε έναν έναν τους πάρκερ βάζοντας φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στο δερματόδετο τετράδιο με τα χαραγμένα αρχικά του. Την πιο καλή δουλειά έκανα που παραιτήθηκα από βουλευτής, σκέφτηκε, δεν ήταν η Αθήνα για μένα, όλες τις δόξες και τις τιμές στον τόπο μου τις γνώρισα, παρελάσεις, φωτιές, Παναγία Σουμελά, κι εκείνες οι δηλώσεις μου ‘’καλός Τούρκος είναι ο νεκρός Τούρκος’’ καλές ήταν, άρεσαν σε πολλούς πατριώτες κι άσε τους άλλους να λένε, γιατί η γέφυρα που στα χέρια μου τελείωσε, δεν ήταν έργο πνοής και ανάπτυξης; Και μετά, ένα εκατομμύριο ευρώπουλα δώσαμε για να φτιαχτεί ο δρόμος από το Παντουκιός ως τον κόμβο της Συκιάδας, τι φταίω εγώ αν δεν τέλειωσε το έργο, δε φτάσανε τα φράγκα, για πεντακόσια μέτρα τι να φτουρήσουν.
Μάζεψε το καρρεδάκι από την οθόνη της τηλεόρασης, βρήκε το μπλε ντοσιέ με τις δηλώσεις που έκανε σε κάθε εθνική εορτή και κάθε παγκόσμια ημέρα, κοίταξε με αγάπη και περηφάνια το πιστό αντίγραφο της τοιχογραφίας ζωφόρου του Λούντβιχ Σβαντχάλερ και ομάδας γερμανών ζωγράφων με τίτλο: «Ο Κανάρης μόλις πυρπόλησε τον τουρκικό στόλο στη Χίο» (1836). Η τοιχογραφία αυτή κοσμούσε το βόρειο τοίχο της Αίθουσας Τροπαίων του Μεγάρου της Βουλής και μόλις το είδε, όταν έκοβε βόλτες, είπε ναι, εδώ αξίζει να βγάλω μία σέλφι. Κι ευτυχώς, παναγίτσα μου, που σκέφτηκε να το φωτογραφήσει και μόνο του, γιατί είχε ακούσει πως οι άρχοντες σε έναν τόπο πρέπει να παράγουν και πολιτισμό. Το έδωσε, το έφτιαξαν, του έβαλαν και κορνίζα καθώς πρέπει, λίγο τα χρώματα βγήκαν χάλια, αλλά δεν πειράζει, αυτός έκανε το χρέος του. Ήρθαν κανάλια και ντόπιοι δημοσιογράφοι δικοί του όταν το χάρισε στη βιβλιοθήκη του Κοραή, πάταγο έκανε η δωρεά του, ήτανε, βλέπεις, που περιμένανε και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ένα ακόμα κόσμημα προσφορά στον τόπο.
Του τον δώσανε, βέβαια, πίσω μετά από κάνα χρόνο, αλλά α δε βαριέται, τον ξεκρέμασε με προσοχή και με ευλάβεια, θα τον έπαιρνε σπίτι στο χωριό, μπορεί να χώραγε πάνω από τον βελουδένιο καναπέ ή ίσως να τον έκανε δώρο σε κάνα γάμο που είχε μεγάλη υποχρέωση, μαζί με το ταμπελλάκι: δωρεά του τάδε, να ζήσετε, να ευτυχήσετε και καλούς απογόνους.
Τράβηξε μια ρουφηξιά από το φραπεδάκι του, σήκωσε το εσωτερικό τηλέφωνο και ειδοποίησε να έρθουν να πάρουν τα πράγματα του. Η εξουσία είναι ατμός.