Ρεπό: Οι μαύρες τρύπες

0

Κείμενο της Ανθής Βλυσίδου γραμμένο στo πλαίσιo του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Μισούσε τα ρεπό, ήταν οι πιο δυσβάσταχτες και αργόσυρτες μέρες του. Ο χρόνος σκάλωνε στις ανελέητες διακλαδώσεις της μνήμης και τον περιγελούσε με ειρωνικές γκριμάτσες και σαρκαστικά γνεψίματα. Εδώ και καιρό είχε σταματήσει να τον πολεμά, θεωρούσε τον αγώνα εξ αρχής μάταιο και χαμένο.

Στα 58 του ήταν κοντά στη σύνταξη, τρία χρόνια του έμεναν πια. Μετά κάθε μέρα θα είχε ρεπό. Ήταν μια προοπτική που του έφερνε ανατριχίλα, προσπαθούσε να την αποδιώχνει από τη σκέψη του, μα εκείνη θρονιαζόταν στα άδυτα του μυαλού του με θράσος περισσό σαν τον ανεπιθύμητο τον επισκέπτη.

Τον πρώτο καιρό προσπαθούσε να καλύψει τον ελεύθερο χρόνο του με δραστηριότητες εποικοδομητικές και επιμορφωτικές. Ξεκίνησε επισκέψεις στα αξιοθέατα και στα μουσεία της πόλης, που ως νέος δεν ενδιαφέρθηκε να γνωρίσει, μουσείο Θεόφιλου, Teriade και άλλα. Μα στη μικρή κοινωνία όλοι λίγο πολύ ήταν γνωστοί, και οι υπάλληλοι των χώρων αυτών τον σχολίαζαν και κρυφογελούσαν. Μπορεί να ήταν και η ιδέα του, μα δε θα πρόσθετε άλλο ένα βάσανο στη ψυχή του, κι έτσι σταμάτησε τις επισκέψεις.

Αναρωτιόταν τί να έκανε στο ρεπό που είχε τη μεθεπόμενη μέρα. Ίσως πήγαινε στο χωριό και ασχολιόταν με το άδειασμα του σπιτιού της μάνας του από την περιττή σαβούρα -είχε μια τάση η μακαρίτισσα να μαζεύει τα πάντα και να μην πετά τίποτα. Δυο χρόνια την είχε χάσει, και αυτήν την υποχρέωση του αδειάσματος του σπιτιού συνεχώς την ανέβαλε. Μάλλον φοβόταν μήπως μαζί με το σπίτι αδειάσει και η ψυχή του, μήπως έρθει αντιμέτωπος με δυσβάσταχτες αναμνήσεις. Όχι πως είχε ζήσει άσχημα χρόνια στο πατρικό του, αλλά πάλι κανείς δεν ξέρει τι κρύβουν τα κλειστά μπαούλα.

«Έχεις παραγίνει ιδιότροπος και γρουσούζης, φίλε, παντού βλέπεις κινδύνους και φαντάσματα», τον επέπληττε ο ξεχασμένος και –κάποτε– καλοσυνάτος εαυτός του. «Κατάφερες να χωρίσεις με τη γυναίκα σου, να χάσεις τους φίλους σου και, κυρίως, να εξασφαλίσεις την απόρριψη των παιδιών σου. Ακόμα και με τους συντρόφους στο Κόμμα δεν έχεις πια καμιά επαφή. Τώρα φοβάσαι και τους ίσκιους ενός παλιού σπιτιού».

Τελικά, οι Ερινύες, πάντα ακάλεστες, δεν είχαν ανάγκη το ρεπό για να τον περιπαίξουν, μια χαρά τους βόλευε και η στιγμή που ξάπλωνε να κοιμηθεί.

«Όχι, κυράδες μου, δε θα υποκύψω στις πιέσεις σας, απόψε δε θα σας κάνω το χατίρι, δε θα χορέψω μαζί σας, ανέραστες, κακόψυχες λάμιες».

Σηκώθηκε να ψήσει καφέ. Μάλλον δεν είχε ύπνο απόψε, και μ’ αυτόν τελευταία είχαν τσακωθεί. Φίλοι μοναδικοί ο καφές και το τσιγάρο, δεν τον έκριναν, δεν τον σχολίαζαν ποτέ.

Οι τουλούπες του καπνού ανέβαιναν με περίεργους, φιδόσχημους ελιγμούς προς το ταβάνι, γινόταν ανθρωπόμορφα τερατάκια, του έκλειναν το μάτι παιχνιδιάρικα. «Μη σκας, Στρατή, όλοι έχουν τη δουλίτσα τους, το σπιτάκι τους, τη μικροαστική τους καλοπέραση, μόνο εσένα κατάφεραν να διαλύσουν».

Ποιος ήταν ο Στρατής, για να φέρει αντίρρηση στα ανθρωπόμορφα συννεφάκια; Σάμπως είχαν κι άδικο; Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο, πρώτο το Κόμμα τον διέγραψε με την κατηγορία του φραξιονιστή και του εχθρού της επανάστασης. Ακολούθησε η διαγραφή από την παρέα, οι φίλοι του, σπουδαίοι κύριοι και σωστοί οικογενειάρχες, θεώρησαν το Στρατή απειλή για το καλοϋφασμένο κουκούλι, μέσα στο οποίο είχαν εγκλωβίσει τη ζωούλα τους. Η δε Μαρία ούτε να ακούσει στην αρχή για διαζύγιο, της αρκούσε που το μίασμα απομακρύνθηκε από την πόλη τους, δεν απειλούσε να βεβηλώσει την καθωσπρέπει κοινωνία τους. Τελικά το διαζύγιο ήρθε με δέκα χρόνια καθυστέρηση. Η ίδια, μετά από ατέρμονους και ανηλεείς πυροβολισμούς με προσβολές, ύβρεις και ειρωνείες, που στόχο είχαν το Στρατή, αρκέστηκε στην παχυλή διατροφή της. «Ο πατέρας θα βλέπει άπαξ της εβδομάδος τα τέκνα του», μα η απαξίωση στο βλέμμα στα μάτια τον παιδιών ακύρωσε τη δικαστική απόφαση. «Φταις κι εσύ, μπάρμπα Στρατή. Άφησες το σκοτάδι να απλωθεί στο στερέωμα. Άφησες τις μαύρες τρύπες να καταπιούν το αστεράκι σου». «Κι εσείς, συννεφάκια, εναντίον μου;»

Το γεμάτο καπνούς δωμάτιο τον έπνιγε. Βγήκε έξω, στην πίσω αυλή του σπιτιού. Κορμοί από ελιές κείτονταν στο έδαφος. Σε λίγο θα γίνονταν κούτσουρα για το τζάκι. Άρπαξε ένα τσεκούρι και έβγαλε όλο του το άχτι στα άψυχα. «Γκαπ! Γκουπ!». Θα ξεσήκωνε τη γειτονιά, μα δεν τον ένοιαζε, τώρα πια είχε ξεσηκωθεί και η ψυχή του. Τώρα ήξερε πώς θα γέμιζε το μεθαυριανό ρεπό του. Πόσο μεγάλο ήταν το στερέωμα; Πόσο πολλές να ήταν οι αδηφάγες μαύρες τρύπες του; Θα έψαχνε να βρει τη Μυρσίνη, το αστέρι του.

Άφησε σχόλιο