Η ρίμα της ρουκέτας *

0

της Στέλλας Τσιροπινά

Ρουκέτες
Από την «παρέλαση» των ρουκετατζήδων, στον Άγιο Μάρκο του Βροντάδου – μέσα, περίπου, της δεκαετίας του 1960

Στα Δυο χιλιάδες, το λοιπόν, και εις τα δεκαέξι
ακούσατε το γεγονός που να μαντέψει
εύκολο δεν ήταν για κανένα,
ο νους αθρώπου ή και ριμαδόρου πένα:
εκάμανε μια σύναξη όλοι οι ρουκετατζήδες
κι είπανε: χορτάσαμε λόγια και κολπατζήδες!

Ετρέχανε ζερβιά-δεξιά αρχόντοι, ξενοδόχοι,
πράκτορες, έμποροι, κανάλια με απόχη
και ψάρι δεν επιάσανε κανένα οι καημένοι
γιατί η ρουκέτα ήτανε πλέον μπουρουρισμένη (αγανακτισμένη):
«Φιδίσια με βαφτίσανε και φίδι θε να γίνω
θα σας χαλάσω το όνειρο, των ευρώ, το φίνο!

Εμένα που με βλέπετε δεν είμαι για αστεία
γεννήθηκα χωρίς παρά, στοκώθηκα στα κρύα,
σφύριζα κι ήφευγα μακριά σε πρώτη ευκαιρία,
Ανάσταση εγύρευα και όχι μεγαλεία.
Χάρτινο το κορμάκι μου και με φωτιά γεμάτο
ελπίδα ήδινα γερή να μη το βάζουν κάτω!

Να μη το βάζουνε ποτέ κάτω οι Βρονταδούσοι
τ’ Αγίου Μάρκου οι κάτοικοι κι όλοι οι Ερειθιανούσοι,
εκεί ήτανε το σπίτι μου, εκεί και οι δικοί μου,
το Πάσχα τους εμάζευα να στήσουν τη γιορτή μου.
Ήτανε τότες, μες στις ενοριές, σαν ένα πανηγύρι
με πρωτομάστορες πολλούς και γελαστά τα χείλη.

Ποιόνε να πρωτοθυμηθώ και ποιόνε να αφήκω
το παλικάρι το χλωμό, το Δημητρό το Γρίγο,
για, τους παπάδες τους παλιούς, Λιωνή και παπα-Μάρκο
με μπακαλόχαρτα χοντρά (για το λεγόμενο «καλούπι» της ρουκέτας) ζωσμένοι έναν πάκο.
Τον Κουνινάκια, ύστερα, το μέγα στρατηλάτη,
αλλήθωρο, μα με φωνή ιππέα απελάτη:

«Θα το φωνάξω δυνατά, θα το βροντοφωνήσω
απόψε η Ερειθιανή θα πα δυο μέτρα πίσω!
Μια ρουκετιά εσύραμε από το καντουνάκι
κι ολόισια εκάνεψε του διάκου το μουστάκι!
Για, θυμηθείτε, βρε παιδιά, τα παλαιά τα χρόνια
που ήρθαν οι παλιότουρκοι και πήραν τα κανόνια!»

Να πω τις κομπανίες τως; «Αράπω», «Γερακίνα»
και «Ερηνού» και «Λαίλαπας» ήταν στα χρόνια εκείνα
μα κι άλλοι, μπόλικοι… λωλοί, όλοι τως μερακλήδες,
χωρατατζήδες ξακουστοί, ξέμπαρκοι γεμιτζήδες,
στοκώνανε συμμούζαλοι (καταμουντζαλωμένοι) σε κάθε ενορία
σκυμμένοι στα καλούπια μου σαν σ’ άγια μυστήρια!

Αυτό ήταν το έθιμο, πίσω στην Ιστορία,
απ’ τους καιρούς τους τούρκικους, μετά, σ’ ελευθερία
σε χρόνια δύσκολα, μουντά, μέσα στη βιοπάλη
με πόλεμο και κατοχές, νέες αρχές και πάλι,
στα μέτρα τα ανθρώπινα στέρεα ζυγισμένο
παράνομο από πάντα του κι ωστόσο ζηλεμένο.

Τότες δεν εχρειαζόμουνα σύρματα κι αηδίες
κοτέτσια να ν’ οι εκκλησιές με τέλια, πανοπλίες,
μικρόφωνα δεν είχαμε, δηλώσεις και ψευτιές.
Tότες δεν εχρειαζότανε πόζες και δηθενιές,
αφού το έθιμο ήτανε μόνο για ενορίτες
όχι για ανίδεες ορδές, περαστικούς τουρίστες.

Κι όμως, την επατήσανε και οι ρουκετατζήδες,
πιαστήκανε αμαχητί σε εκείνες τις παγίδες,
στα δίχτυα που είχαν όνομα «προθέσεις αγαθές»
από κανάλια, ρεπορτάζ , ένθετα κι εκπομπές.
Μεθύσαν με της προβολής τα κούφια μεγαλεία
και μ΄ έκαμαν και φόνισσα το Ενενήντα τρία:

Τότε χαθήκαν δυο παιδιά, ο Χιώτης κι ο Μεννής,
θύματα ώρας άδικης και της υπερβολής,
του έργου που έχει όνομα «κλέφτες και αστυνόμοι»
και παίζεται ασταμάτητα, χωρίς να τελειώνει:
παράνομη απ’ τη γέννα μου, το γλένταγα δεόντως
δεν ήξερα πώς θ’ άλλαζαν όλα κατεπειγόντως…

…όταν αρχίσανε φωτό και λήψεις να εκτινάσσονται
στα πέρατα όλης της γης, να πολλαπλασιάζονται,
να έρχονται Ιάπωνες, Ασιάτες, Καναδοί
να καταλάβουν τι θα πει ρουκέτα και Λαμπρή
κι εγώ συνέχεια να πρέπει να πετιέμαι,
χιλιάδες ρίψεις τη φορά και πάλι να γεννιέμαι

φυτιλωμένη, έτοιμη, ακούραστη, γενναία
να υπηρετώ το θέαμα αγόγγυστα κι ωραία
να φαίνομαι από παντού, για όλους τους τουρίστες,
ιδού, η ρουκέτα ατραξιόν στων εκκλησιών τις πίστες
κι ολόγυρά μου θεατές με μάτια αδηφάγα,
να αναλώνουν θέαμα σαν να ’τανε παμφάγα!

Γι αυτό και φέτος που άρχισε ο νέος πανικός,
μηνύσεις και εξώδικα, θιγόμενοι, χαμός,
κι από την άλλη, τουριστών ναυλώσεις και κρατήσεις,
Αστυνομία, απειλές για Μ.Α. Τ., Εισαγγελεύς, ειδήσεις,
Δήμαρχος και Πολιτευτές, κομματικά γραφεία,
έλεγα από μέσα μου, αυτό είναι παρωδία!

Κι εκεί απάνω, ανέλπιστα, λένε οι ρουκετατζήδες:
τι είμαστε εμείς, παιδιά, σκέτοι σαματατζήδες,
είμαστε οι μαριονέτες σας, είμαστε εγκληματίες,
τι είμαστε, για πέστε μας, σοφές μας αυθεντίες,
μπερδέψατε τα έθιμα, φράγκα κι εκδηλώσεις
άλλο πράξεις υπεύθυνες και άλλο οι δηλώσεις!

Και τους ακούω, μάλιστα, να λένε στα καπάκια:
εμείς, φέτος, δεν χαύομε άλλα δολωματάκια
κι ας είναι οι ρουκέτες μας Ανάστασης λαμπάδα,
καμιά τους μες στη ρεματιά και στη μεγάλη απλάδα,
καμιά τους δε θα εκτοξευτεί από ρουκετοσύρτη
να μάθετε όλοι τι θα πει μπέσα και ζορμπαλίκι!

Η αλήθεια, ήθελα να δω το λόγο αν θα τηρήσουν
ή ως το τέλος θα χρειαστεί ξανά να τα γυρίσουν
και τότε…vivere, εγώ, pericolosamente,
να πρέπει να ετοιμάζομαι σχεδόν στο παρα-πέντε
στο… rocket war του γκλάμουρους να πρωταγωνιστήσω
και σαν θεατρίνα έμπειρη να τους ευχαριστήσω!

Κατάπληκτη, όμως και εγώ, φέτος, στα ’16
είδα αναστάσιμο ουρανό που δε μπόρειε να βρέξει
πύρινες γλώσσες της φωτιάς, σαν να ’τανε μαγκάλι,
να πέφτουνε σφυρίζοντας σε αδελφών αγκάλη.
Κι ετσιδά, μάθημα επήρανε, άσχετοι και ξερόλες:
τα έθιμα είναι οι άνθρωποι, δεν είναι οι παρόλες!

Στέλλα Τσιροπινά**


* Η σύνθεση της ρίμας μιμείται τον τρόπο παλαιότερων στιχουργημάτων του 19ου και του 20ου αιώνα που έχουν καταγραφεί αποσπασματικά, όπως για παράδειγμα η ακόλουθη ρίμα:

Στα χίλια οκτακόσια, στα ογδόντα εννέα
ακούσατέ μου να σας πω κι άλλα σπουδαία νέα:
η τουρκική κυβέρνηση τους πήρε τα κανόνια
που τα ’χανε στις εκκλησιές και τα τραβούσαν χρόνια…

** Η Σ. Τ. έχει μελετήσει το ρουκετοπόλεμο, περιλαμβάνοντάς τον ως έθιμο λανθάνουσας θεατρικότητας στη διδακτορική διατριβή της με τίτλο: «Η Θεατρικότητα των Χιακών Εθίμων του Εορτολογίου». Το τμήμα αυτό με τα έθιμα της λανθάνουσας θεατρικότητας παραμένει ανέκδοτο.

Γεννήθηκε στη Χίο, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος. Έργα της: Ο κύκλος που έκλεισε (Χίος, 1999 και 2001), Φώτης Αγγουλές: πορεία στο φως και το σκοτάδι της ζωής του (Χίος, 2010), Η θεατρικότητα των χιακών εθίμων του εορτολογίου 1. Πρωτοχρονιάτικα καραβάκια. Λάζαροι (Χίος, 2012, Α΄ τ. διδακτορικής διατριβής στο Τμήμα Θεάτρου Α. Π. Θεσσαλονίκης) κ.ά.

Άφησε σχόλιο