του Μιχάλη Μελαχροινούδη
Επίσημα η σχολική χρονιά τελείωσε και φέτος με τις πανελλήνιες εξετάσεις να βρίσκονται σε εξέλιξη. Δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε ότι τα πράγματα στο χώρο της παιδείας στη χώρα μας βαίνουν ευνοϊκώς. Κάποιες κοινότυπες πλέον παρατηρήσεις, δηλωτικές ωστόσο της κατάστασης, επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό.
Το ελληνικό σχολείο δίνει την εντύπωση ότι αντιμετωπίζει όλους τους μαθητές σε όλες τις βαθμίδες υπό το πρίσμα κάποιας αόριστης έννοιας «μέσου όρου». Και για να γίνουμε πιο σαφείς. Γνωρίζουμε ότι τα παιδιά αντιμετωπίζουν διαφόρων ειδών προβλήματα που είτε δημιουργούνται από τη φοίτησή τους στο σχολείο είτε προέρχονται από την οικογένεια, το ατομικό ιστορικό του παιδιού κλπ. Που είναι στα ελληνικά σχολεία οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί που θα διαγνώσουν έγκαιρα το πρόβλημα και θα βοηθήσουν το μαθητή να το ξεπεράσει; Τις μέρες αυτές εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές βρέθηκαν κάτω από την πίεση των εξετάσεων. Ποιος ήταν εκεί για να τους στηρίξει υπεύθυνα και επιστημονικά; Κανείς. Δηλαδή πόσους ακόμα νέους ανθρώπους πρέπει να θρηνήσουμε και πόσων ακόμα να αγνοείται το προσωπικό τους πρόβλημά για να συγκινηθούν οι αρμόδιοι;
Στο ελληνικό σχολείο υπάρχει και διαιωνίζεται χρόνια τώρα μια περίεργη «αιχμαλωσία»• αυτή του ενός βιβλίου. Από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση μέχρι και την τριτοβάθμια η αιχμαλωσία αυτή καλά κρατεί. Οι εκπαιδευτικοί κυρίως της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το βιώνουν έντονα, όταν είναι αναγκασμένοι να διδάξουν από «το βιβλίο», το ίδιο όμως ισχύει και για τους μαθητές. Και επειδή έχω περάσει από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ως μαθητής, δε διστάζω να ομολογήσω ότι δεν μπορούμε ως κοινωνία να ζητάμε πολίτες με κριτική άποψη, ενόσω παραμένει αυτή η ιδιότυπη αιχμαλωσία.
Για το ελληνικό σχολείο υπάρχει μία μεγάλη «λίστα αναμονής». Σ’ αυτή τη λίστα έχουν θέση απόφοιτοι πανεπιστημίων, που περιμένουν να διοριστούν έχοντας μπει, οι περισσότεροι, πια στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους και τουλάχιστον 6 με 8 χρόνια αφότου ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους. Αν και όποτε διοριστούν, εύλογα προκύπτει το ερώτημα: «μα πως θα είναι καλοί παιδαγωγοί, καλοί δάσκαλοι από τη στιγμή που η επιστήμη εξελίσσεται με τέτοια ταχύτητα και από τη στιγμή που περιμένοντας τόσο καιρό σίγουρα θα έχουν ασχοληθεί επαγγελματικά με κάτι άλλο;». Είναι πλέον πασιφανές ότι η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει με την υιοθέτηση νέων κριτηρίων για τους διορισμούς των εκπαιδευτικών, κριτήρια που μπορούν να τεθούν μέσα από θέσεις – τοποθετήσεις των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας και με αναπροσανατολισμό των προγραμμάτων, κυρίως, των Σχολών Επιστημών της Αγωγής στην πορεία δημιουργίας νέων κατευθύνσεων και πεδίων.
Τέλος στο ελληνικό σχολείο υφίσταται και μια μεγάλη αδικία, η οποία συνοψίζεται ως εξής: 3·4=12• έτσι λειτουργεί το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων για την εισαγωγή στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Δώδεκα χρόνια εκπαίδευσης, προσπάθειας και αγώνων των μαθητών, πάνε περίπατο και δίνουν τη θέση τους σ’ αυτές τις 12 ώρες εξέτασης των τεσσάρων μαθημάτων της δέσμης. Είναι δυνατόν τέτοιος παραλογισμός να συνεχίζεται;
Φαίνεται ότι, τουλάχιστον, αυτή η κατάσταση θα αλλάξει από το 2000. Προς το παρόν η αλλαγή αυτή παραμένει τόσο ομιχλώδης, που πραγματικά δεν αρκούν οι συμβουλές του υπουργού Παιδείας για αποφυγή του άγχους από τους νέους• οι συμβουλές ηχούν κενές περιεχομένου, αν δε συνοδεύονται από ένα πρόγραμμα αλλαγής της κατάστασης που να πείθει και να θεραπεύει.
(το άρθρο δημοσιέυτηκε στην εφημερίδα «Σύγχρονος Λόγος στις 24/6/97»)