Το σωστό και το πρέπον

0

1

Παλιά, στο χωριό, τα καλοκαίρια, η γιαγιά σ’ έστελνε για ψούνια και σου ‘λεγενε:

Θα πα  πάρεις ψωμί από της Κατίνας το καφενείο και για ‘δε να το διαλέξεις να ‘ναι ξεροψημένο…

Σπίρτα για το πετρογκάζι να πάρεις από του Γιωργακιού του Μόσχου το περίφτερο, να τονε βοηθούμενε τον άθρωπο γιατί είναι φτωχός και άρρωστος… Κι η αλήθεια είναι πως ευτός ο καμένος εν επούλαγενε και τίποτ’ άλλο… μόνο λίγα σιγαρέτα και σπίρτα.. Φοβισιμιός ήτανε, σάμπου ‘τανε αξούριστος, τυλιγμένος με την παρτουδιά καλοκαίρι καιρό αλλά επήαινα και χάζευα όταν ήθελενε να δώκει τα ρέστα, γιατί ήκρυβε τα φραγκάκια και τις δεκάρες του, όλα χώρια, μέσα σε κουτάκια που τα ‘δενενε σφιχτά με λαστιχάκια…

Αλεύρι και ζάχαρη με τη σέσουλα, κάνα όσπριο από το τσουβάλι και σπίρτο από του Δανιά το μπακάλικο… Είχενε και δυό ζυγαριές: εκείνη με τα μικρά, τα μπρούτζινα, τα στρογγυλά,  βαράκια που όλο ήθελες να τα πειράζεις και μια μεγάλη πλάστιγγα που απάνω εζυγιζούντανε τα καλαμπούκια, οι μπαμπακόπιτες, τα πίτερα των ορνίθων, τα καρπούζια κι εμείς… όλα τα παιδιά του χωριού…

Για τα μακαρόνια, άμα η γιαγιά δεν ήφτιαχνενε μάτσι και χερίσια, επηαίναμε από το καφενείο του Πούλου…

Μασιδάκια και οτρές αγοράζαμενε από τη θεία τη Σταματία του Σιδεριώ που μας εκούρευενε κιόλας…

Στο θείο το Μήτσο επήαιναμε αφότου ήφηκενε το μουλάρι όταν ήτανε πραματευτής, γιατί άμα ευρίσκαμε καμιά καλή διχάλα, ήτανε ο μόνος που ‘χενε λάστιχο χοντρό για τη σφεντόνα…

Ο παράδεισος, όμως,  όλος ήτανε μέσα στου θείου του Ορέστη τον καφενέ… δεν έδινε κουπόνια, εν είχε προσφορές… όμως είχενε σαρδέλες παστές που ‘τανε ό, τι έπρεπε δόλωμα για το τριοχάλι, είχενε αθρωπάκια ζαχαρωτά με χρωματιστή ζελατίνα που άμα την ήβαζες στα μάτια ήβλεπες τον κόσμο κόκκινο και μπλε, είχενε ομπρελάκια σοκολατένια και λουκούμια μεγάλα, τσίχλες τσιγαράκια, σοκολάτες με χαρτάκια κι άμα δεν είχενε ευτός τα παγωτά τα ξυλάκια που φουσκώναμε κι εσκούσαμενε το χάρτινο το σακούλι, θα τα ‘χενε το Κουτσάκι…

Και σκέβεσαι πως η μανή σ’ έστελνε σ’ όλους γιατί ήθελενε να δίνει σ’ όλους τα λίγα της φραγκάκια και πιο πολύ κατά που ‘χενε ανάγκη, για να ψουνίζει τα χρειαζούμενα… Και θαρρώ πως έτσιδα ειν’ το σωστό και το πρέπον… να στηρίζομενε τα μικρά μαγαζιά των χωριών και της πόλης μας, δίκαια και μοιρασμένα… Ευκολία μπορεί να ‘ναι οι μεγάλες οι μαρκέτες, να ‘χουνε εκατό λογιώ μακαρόνια κι απορρυπαντικά.. Όμως χωρίς να ξέρω γράμματα πολλά, θαρρώ πως την οικονομία ενός τόπου τα μικρομάγαζα την αγαντάρουνε… Γιατί άμα κλείσουνε ευτά ..το διαβολάκο του λεκέ πιο καλά να τονε καταπιούμενε…

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο