Σώτος και Σοφία*

0

της Στέλλας Τσιροπινά

O Σώτος, σαφέστατα και με την πρώτη κιόλας ματιά, έδινε την εντύπωση μεγάλου μπερμπάντη: μεγαλόσωμος, με βλέμμα ονειροπόλο και πολλά υποσχόμενο, καλοχαδεμένο πάντοτε το πυρόξανθο -κινηματογραφικό σχεδόν- τριχωτό της κεφαλής του κι ένα πυκνότατο μουστάκι. Μοναχικός κατά κανόνα, στην περπατησιά αργός, σαν από άποψη, με βηματισμό που θύμιζε παλιό κουτσαβάκη. Πολλοί στη γειτονιά παραμιλούσαν -με συνοδευτικά γελάκια, βέβαια- για το πιο ιδιαίτερο προσόν του, που δεν κρυβόταν με τίποτα, γι’ αυτό και του χάρισε το παρατσούκλι: «Αρχιδάτος» ή όπως συνήθιζαν να το παραλλάσσουν οι γειτόνισσες, από συστολή ή και κατ’ ευφημισμό: Σώτος, ο «Πιτσίκος».

Τα βράδια τα περνούσε συνήθως στο τσαρδάκι του, ένα μπαλκόνι μισοούρανο, πολύ πάνω από το επίπεδο του μικρού περιβολιού, όπου όλη τη μέρα σεργιάνιζαν ανέμελες οι πάπιες, μαζί με τις πεντάουριες τις κότες, τα επιθετικά κοκόρια και τους εκτός τόπου και χρόνου κούκλους (που δεν τους άντεχε καθόλου, σαν τα κρίματά του τού φαινόντανε). Από κει, πάντως, είχε την καλύτερη θέα όλης της περιοχής, που, αναντάμ-παπαντάμ, τη λέγανε «Μυλάρια». Κι έτσι, ευτυχής και παντεπόπτης ο Σώτος, χαιρόταν τη φύση, τις περαστικές κάθε ηλικίας, κυρίως, όμως, το καλοκαιρινό φεγγάρι.

Πώς τα έφερε ο διάολος, ωστόσο, και μια τέτοια βραδιά, καλοκαιρινή και θεσπέσια, έγινε κάτι απίστευτο για τα δεδομένα τα δικά του: την πάτησε άσχημα με τη Σοφία Λόρεν. Σιτεμένη-ξεσιτεμένη, η αρχοντιά της στάθηκε γι’ αυτόν μοιραία: μόλις πρωτοκοίταξε τα μάτια της, τον χτύπησε κεραυνός και ξέχασε με μιας όλα τα νταλαβέρια της ζωής του. Τι μάτια ήταν αυτά! Τι σχήμα αμύγδαλο, τι πράσινο βαθύ και τι τσίνορο μαύρο; Με σταριλίκια ποτέ του δεν είχε ασχοληθεί, αλλά το ένιωθε ακόμη κι αυτός, ο άσχετος με τα καλλιτεχνικά, ότι τέτοιο βλέμμα μονάχα μία σταρ μπορούσε να διαθέτει. Κι έτσι άρχισε ο νταλγκάς του, βαρύς και ανταγιάντιστος.

Μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα, ο Σώτος παραδινότανε όλο και πιο πολύ. Δεν είχε όρεξη ούτε να φάει. Η φωνή του άλλαζε σιγά σιγά. Γίνηκε βραχνή και το βάθος της θύμιζε έγκατα, σκοτεινά και ανεξερεύνητα. Η ζωή του μετατράπηκε σε φλεγόμενη βάτο, έγινε καμίνι, πυρκαγιά που τον έκαιγε, χωρίς ελπίδα να σβήσει. Το τσαρδάκι τού φαινότανε πια σαν τη διακεκαυμένη ζώνη. Γι’ αυτό και το εγκατέλειψε κι εξαφανίστηκε από την πιάτσα.

Άλλοι λέγανε πως τον είδανε να τριγυρνά αλλοπαρμένος, πολύ μακριά από το σπιτικό του, μερικοί προφτάσανε τα νέα πως κατάντησε, λέει, μέσα στην ερωτική του παραζάλη, ξενηστικωμένος όπως ήτανε, να σκαλίζει σκουπιδοτενεκέδες, με τις τρίχες της κεφαλής του τσιτωμένες και το μουστάκι του βρόμικο και λιγδιασμένο. Τέτοιο ξεπεσμό ο Σώτος. Τέτοια ερωτική παράνοια… Για τη Σοφία Λόρεν.

Κι εκείνη;… Τίποτα;

Να μην ξέρει ότι τρελαίνει τα αρσενικά;

Να μην ξέρει ότι, και γριέτζω ακόμη, τα οδηγεί στη σχιζοφρένεια;

Σιγά, μη και δεν το ’ξερε! Και, σιγά μη δεν το καταλάβαινε, τόσα χρόνια στο κουρμπέτι: τέσσερις μήνες μετά την εξαφάνιση του Σώτου, η Σοφία Λόρεν εθεάθη κάτω από το τσαρδάκι του να βυζαίνει τα τέσσερα γατάκια της, φτυστά όλα τους ο Σώτος, ο Πιτσίκος ή Αρχιδάτος. Το έπαιζε μάνα ανήξερη και κρατούσε τα ωραία της μάτια μισόκλειστα, χουρχουρίζοντας μέσα στην ευτυχή πληρότητά της (μόνο οι κούκλοι πού και πού τής έκοβαν τα ήπατα, με κάτι λαρυγγισμούς, εκτός τόπου και χρόνου).

Ο Σώτος από πάνω, στο πιο ψηλό κολωνάκι του μπαλκονιού, έστρωνε με επιτήδειες κινήσεις της γλώσσας του την κοκκινότριχή του γούνα, τη σάλιωνε, την καλοχάδευε, έριχνε, όμως, και τις κλεφτές του ματιές στη σινιορίνα του. Κι όταν έπαιρνε τέλος η τελετουργία της ατομικής του καθαριότητας, άρχιζε κάτι παρατεταμένα «νιάου…ου…», περιπαθή, σαν από τον πρώτο καιρό των ερώτων τους, από τα οποία δεν έλειπε, βέβαια, και μία εσάνς γενετήσιας εγωπάθειας.

Κάτι σαν: «για τις ματάρες σου, Σοφία μου, χαλάλι σου τέτοιο κορμί!» (πάνω-κάτω, βέβαια, και σε πολύ ελεύθερη μετάφραση, αλλά και με επιβολή κάποιας λογοκρισίας).

________________________________________________

*Αφιερωμένο στο γείτονα, τον κυρ-Μαρκέλλο, που πριν από έξι μήνες άφησε ορφανές τις είκοσι -περίπου- γάτες του: «Σώτο, Σοφία, Μαρία!», φώναζε, «ψι-ψι-ψι-ψι-ψι…. ελάτε και σας έχω και ψαράκια! Έλα, Σοφάκι, ψιψινάκι μου, που τα γλυκά ματάκια σου βάζουν τη Λόρεν κάτω!».

________________________________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: οι «κούκλοι» είναι οι γαλοπούλες και ο «πεντάουριος» είναι ο υπερβολικά χαζός

Γεννήθηκε στη Χίο, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος. Έργα της: Ο κύκλος που έκλεισε (Χίος, 1999 και 2001), Φώτης Αγγουλές: πορεία στο φως και το σκοτάδι της ζωής του (Χίος, 2010), Η θεατρικότητα των χιακών εθίμων του εορτολογίου 1. Πρωτοχρονιάτικα καραβάκια. Λάζαροι (Χίος, 2012, Α΄ τ. διδακτορικής διατριβής στο Τμήμα Θεάτρου Α. Π. Θεσσαλονίκης) κ.ά.

Άφησε σχόλιο