Το καλοκαίρι εκείνο

0

γράφει ο Λεωνίδας Καρακούρος

Ο καλοκαιρινός ήλιος μου τσουρούφλιζε το άσπρο δέρμα στους ώμους και η γοργόνα με τα χρυσά μαλλιά ζωγραφισμένη στην πλώρη, φάνταζε ολόγυμνη καθώς οι ανταύγειες της θάλασσας που άφριζε στο φρέσκο μελτέμι, ζωντάνευαν τα χρώματα και φούντωναν την ερωτική μου φαντασία. Το ξυπόλυτο παιδί με το ψαράδικο αρμυρισμένο τζην και τα μαυρισμένα ποντίκια στα μπράτσα, πέταξε με δύναμη το παλαμάρι έξω και σαν χορευτής από αρχαίο αγγείο, έκανε μια απρόσμενη πιρουέτα για να βρεθεί στην άκρη του σκαλισμένου από κόκκινο μάρμαρο μουράγιου. Έδεσε γρήγορα και έτρεξε πίσω για να δέσει και το πρυμνιό που του πέταξε ο θαλασσοδαρμένος καπετάνιος μέσα από το καΐκι.

Όπως είχα τη συνήθεια κάθε πρωινό στις διακοπές, κατέβαινα στην προκυμαία μοναχικός κι απρόσιτος να τσαλαβουτήσω πότε εδώ και πότε εκεί, από τα σκαλάκια μέχρι το φαναράκι, κι από το άλλο φαναράκι μέχρι του Πάχου το καρνάγιο. Ατέλειωτες κι αμέριμνες ώρες παρέα με τους γλάρους, τον άνεμο και τα λατίνια που έσκιζαν αθόρυβα πάνω – κάτω το νερό, κάτασπρα πουλιά στη γαλάζια κι ήμερη θάλασσα του λιμανιού. Εκείνη την ημέρα κι αφού παρακολούθησα για αρκετή ώρα τα σκληρά χέρια των καραβομαραγκών που άλλοι έχτιζαν με απαράμιλλη τέχνη τα καινούρια σκαριά που τόσο λάτρεψα, κι άλλοι μερεμέτιζαν με ανείπωτη αγάπη τα παλιά, πήδηξα απ έξω – στα βράχια που έσκαγε το κύμα, κι εκεί το είδα!

Ήταν ονειρεμένο, τέλειο. Ένα περήφανο κατακόκκινο πέραμα μ’ απλωμένο το φλόκο και τη ράντα με πιασμένες τις μούδες που είχε βάλει πλώρη για το λιμάνι. Μπαταρισμένο καθώς ο γραίγος το χτυπούσε δευτερόπρυμνα τη στιγμή που έστριβε για να μπει στη μπούκα, και τ’ ασπρισμένο κύμα έβρεχε μ’ αφρούς την κουβέρτα με το πράσινο φορτίο, αγέρωχοι οι δύο άνδρες που διακρίνονταν να είναι το πλήρωμά του έκαναν τις απαραίτητες κινήσεις των έμπειρων ναυτικών, ο ένας κρατώντας το διάκι κι ο άλλος σφιχτά τη σκότα.

Ηλεκτρισμός διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου. Έμεινα ακίνητος σαν υπνωτισμένος να παρακολουθώ το υπέροχο σκαρί με τα φουσκωμένα πανιά που έσκιζε βαρύ με τα γλιστερά του ύφαλα το κύμα. Πέρασε σχεδόν δίπλα μου, λίγο έλειψε να τ’ αγγίξω. Τραντάχτηκα. Σκοινιά και ξύλα έτριζαν κι ο υπόκωφος θόρυβός τους έσμιγε με το σφύριγμα του αέρα στα ξάρτια και το ανάλαφρο θρόισμα της πλώρης.

Τι έβλεπα μπροστά μου; Ti θόρυβοι έρχονταν να τρελάνουν τ’ αυτιά μου από τους μυστηριώδεις σκοτεινούς βυθούς; Μήπως ήτανε η Αργώ που πέρναγε τις συμπληγάδες ή μήπως ο αγριεμένος Ποσειδώνας βρισκόταν από κάτω μου;

Έπιασα τον εαυτό μου να σκύβει με περιέργεια. Τίποτα. Μόνο οι διαπεραστικές αχτίνες του ήλιου που έμπαιναν βαθιά στο γαλάζιο και μερικοί αχινιοί ριζωμένοι στο σκούρο βράχο. Ακολούθησε η συνηθισμένη ηρεμία του λιμανιού. Δεν πέρασαν ούτε δύο δευτερόλεπτα κι όταν κοίταξα ξανά πάνω, το κατακόκκινο σκαρί με το λευκό σιρίτι και τη χρυσομάλλα γοργόνα στον ξύλινο καθρέφτη της πλώρης, με είχε προσπεράσει με φόρα. Είδα τους δύο ναυτικούς να μου κουνούν ήρεμοι πια και γαληνεμένοι το χέρι για να με χαιρετήσουν καθώς ετοιμάζονταν να ρίξουν τα πανιά και να πλευρίσουν.

Σήκωσα και τα δύο χέρια ενθουσιασμένος για να ανταποδώσω κι άρχισα να τρέχω με ορθοπεταλιές να προλάβω για να τους βοηθήσω στο δέσιμο. Δεν πρόλαβα, ούτε και χρειάστηκε. Ο Κυριάκος – αυτό ήταν το όνομα του παιδιού – αποδείχτηκε πιο γρήγορος κι από τον άνεμο. Έβλεπα το μελαχρινό αγόρι με το μυώδες κορμί και τα πλούσια μαύρα γυαλιστερά μαλλιά καθώς πλησίαζα, να τα κάνει όλα μόνος σαν αστραπή. Κι όταν πια κατάφερα να φτάσω τους φώναξα: Καλώς ήλθατε! Μου απάντησαν μ’ ένα πλατύ χαμόγελο: Καλώς σας βρήκαμε!

Με τον Κυριάκο γίναμε αμέσως φίλοι. Κι ο πατέρας του ο καπετάνιος, με κάλεσε αμέσως ν’ ανέβω. Ήταν πρόσφυγας από την Ίμβρο, μα έμενε στον Πειραιά κι ήταν σφουγγαράς, αλλά έκανε και εμπόριο με το καΐκι που ήταν δικό του. Το φορτίο τους ήταν καρπούζια και σε λίγο θα τα ξεφόρτωναν, θα τα ζύγιζαν και θα τα πούλαγαν.

Τρεις μέρες έμειναν δεμένοι στο λιμάνι -όσο χρειάστηκε για να τα πουλήσουν και λίγο να ξεκουραστούν. Την τέταρτη, όταν πρωί – πρωί κατέβηκα τρέχοντας στο λιμάνι, ένας κόμπος κατέβηκε στο λαρύγγι μου κι έσφιξε την καρδιά μου. Δεν ήταν πια εκεί. Είχαν φύγει… Αχ, γιατί, γιατί; Και τώρα τι θα κάνω; Μ’ έπιασε απελπισία. Θα έμενα πάλι έτσι τραγικά μόνος; Προς στιγμή σκέφτηκα να πέσω στη θάλασσα, να κολυμπήσω, να τους προλάβω και να τους φωνάξω: έ μη φεύγετε, μη μ’ αφήνετε, περιμένετε… Μα μήπως ήμουν δελφίνι γοργό να σκίσω το νερό και να βρεθώ μπροστά τους, να βγω χαρούμενος στην επιφάνεια και να παιχνιδίσω μπροστά στην πλώρη τους, να δω τον Κυριάκο να βουτά και μαζί να παραβγαίνουμε τη γυμνή γοργόνα με τα χρυσά μαλλιά; Μα και γλάρος να ήμουν, θα άπλωνα τα κάτασπρα πανιά μου πάνω από το πέλαγο για να τους φτάσω γρήγορα, να ζυγιάσω στο πιο ψηλό σημείο του άλμπουρου και να φωνάξω; νάμαι, σας έφτασα…

Τίποτα, έμεινα ακίνητος εκεί καθισμένος στο μαρμάρινο μουράγιο σαν άγαλμα με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό. Τα λατίνια εξακολουθούσαν να πετούν ελεύθερα πάνω στο γαλάζιο και εγώ τελειωμένος, αναπολούσα το όνειρο που πέρασε τόσο γρήγορα μέσα σε τρεις μονάχα μέρες. Μέχρι σήμερα όποτε κατέβω, ναι, όποτε κατέβω μέχρι σήμερα στο λιμάνι, κοιτάζω με νοσταλγία το σημείο με το δεμένο πέραμα που έφυγε τόσο γρήγορα και αναπολώ τις βουτιές που ο Κυριάκος (δώδεκα χρονών τότε, δυο χρόνια μεγαλύτερός μου) με έμαθε να κάνω ψηλά από τα ξάρτια ενώ εγώ σαν αντάλλαγμα του έδινα το ποδήλατο που τον έμαθα, να κάνει βόλτες.

Τα χρόνια πέρασαν κι όταν τέλειωσα το Γυμνάσιο και πήγα στην Αθήνα, κάθε Κυριακή κατέβαινα στον Πειραιά και έψαχνα όλα τα αγκυροβόλια. Μάταια. Πέρασαν ακόμα πολλά χρόνια όταν με τη βοήθεια της τύχης έπεσα πάνω στον τσακισμένο μα πάντα αγέρωχο καπετάνιο – που αλλού; Σ ένα καφενείο στον Πειραιά! Τον ρώτησα αμέσως για τον Κυριάκο. Όταν ο Κυριάκος τέλειωσε το Γυμνάσιο έφυγε στο Παρίσι, σπούδασε γιατρός μα δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα. Τώρα όπως μου είπε ο πατέρας του βρίσκεται με μια ομάδα γάλλων και ιταλών στην Αφρική σε μια αποστολή για παιδιά. Ο επίλογος που δεν γράφτηκε ακόμη, μ’ αφήνει να ελπίζω πως θα ξαναβρεθούμε, σαν σε όνειρο στο ίδιο σημείο, στο μαρμάρινο κόκκινο μουράγιο, εκεί που νέοι και ξέγνοιαστοι οι δυο μας κάναμε βουτιές, πριν οι ρυτίδες μας σημαδέψουν, το μακρινό και αξέχαστο καλοκαίρι εκείνο…

Άφησε σχόλιο