Εμείς θα το πάρουμε το παιδί άμα γεννηθεί, είπαν η Θοδώρα κι ο Στεφανής, αδέρφια με τον Γιώργη και την Παρασκευούλα, και άκληροι, μα σαν εγεννήθηκε το μωρό κι είδαν πως κάτι δεν πάει καλά, είπαν όχι οι γονείς, δεν θα σας δώσουμε άρρωστο παιδί.
Γεννήθηκε το 1956, το τέταρτο παιδί της οικογένειας και με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τ’ αδέρφια της , αυτό που λέμε ‘’έτυχε’’, μεγάλη η μάνα της για τα δεδομένα της εποχής. Δυό, τριών χρονών έγινε η μικρή και με την επιμονή του την υιοθέτησε το ζευγάρι κι ας ήξεραν πως το κορίτσι δεν ήταν καλά, την αγάπησαν και την πρόσεχαν σαν δικό τους παιδί, καθαρή με όμορφα ρούχα, πάντα περιποιημένη η Θοδωρούλα τους, η μάνα της τη μάθαινε δουλειές σπιτικές, να είναι λειτουργική, να εκπαιδευτεί.
Η Θοδωρίτσα έκανε την προσπάθεια της να μάθει γράμματα, πήγε στο Δημοτικό σχολείο του χωριού κι ήταν συμμαθήτρια με πολλές φουρνιές παιδιών και σαν εσχόλαγε επέταγε την τσάντα να πάει μέχρι κάτω στα σκαλάκια, φήμες λένε πως κάποιοι δάσκαλοι την κράταγαν απ’ έξω, άλλες φήμες πως τα παιδάκια της πέταγαν γόμες, μάλλον ήταν ψέματα, όμως ότι πέταγε κόσμο στη θάλασσα είναι αλήθεια, όποιον έβλεπε βολικά, μια σκουντιά και μέσα.
Στους γάμους, στο χωριό, ήταν πρώτη και καλύτερη και σ’ όλες τις φωτογραφίες η Θοδωρούλα πρώτη και καλύτερη κάτω από τη νύφη, της άρεσε, έλα να χορέψουμε, έλεγε, στα πανηγύρια, ε ρε γλέντια, ωπα οι παράδες!
Στα καφενεία έπιανε θέση, με το ‘να ποδάρι πάνω στ’ άλλο και το καλαμάκι στο χέρι κι έκαμνε πως εκάπνιζε σαν τις μεγάλες κυρίες. Στο κουσέλι ήταν πρώτη και στη φαντασία, δεν της ξέφευγε τίποτα, ο νους της ήταν στα ξελογιάσματα, του χωριού παιδί σαν όλους κι η Θοδωρίτσα, μα στην κρίση της δίκαιη. Πανέξυπνη και κοινωνική, καθόλου μονόχνωτη, ήξερε όλους τους ηθοποιούς απ’ έξω κι είχε αγάπη μεγάλη στον Κώστα Κακαβά, ερωτευόταν σαν όλα τα κορίτσια όταν κάποιος της γυάλιζε και πρόσεχε την εμφάνιση της. Βαμμένα χείλη και νύχια κι άμα την ρώταγες τι ζώδιο είναι, ωρινόκερος, έλεγε κι έτριβε τις παλάμες της, για ΄δε την, λέγαν οι συγχωριανοί, πάλι φιδέ κάνει η Θοδωρίτσα. Δεν είχε την αίσθηση του κορεσμού, μπορεί και να ‘πινε εφτά καφέδες τη μέρα άμα την κέρναγαν στα καφενεία.
Στους θετούς της γονείς στάθηκε σαν καλή κόρη, τους πρόσεχε και τους αγαπούσε, ο πατέρας πέθανε νωρίς, η Θοδώρα, η μάνα, ξεχάστηκε από το Θεό, έζησε χωρίς να έχει τις αισθήσεις της για πολλά χρόνια και πρώτα πέθανε η Θοδωρούλα και μετά εκείνη, το 2008. Η ευθύνη που είχε αναλάβει γι’ αυτό το παιδί κι η αγάπη που της είχε δεν λογάριασε θάνατο.