(Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης – Μουσική: Μάνος Λοΐζος)
της Φρόσως Χατόγλου
Άσε με να σου μιλήσω γι’ αυτές τις «χαμένες» ζωές. Κάποιες σκιές τους υπάρχουν ακόμη ανάμεσά μας. Τόσο κοντά, τόσο πρόσφατα τα Πέτρινα Χρόνια κι ας έχουν γίνει ιστορία, παρελθόν που εορτάζεται επετειακά.
Σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί…
Να σου πω για την κυρα Ειρήνη, που νεαρό κορίτσι βγήκε στο αντάρτικο, έκανε ένα παιδί κι έπειτα όταν φυλακίστηκε το άφησε πίσω της για να το βρει άντρα όταν βγήκε. Άντρα αγνώριστο, άμοιαστο με την ίδια και τη φιλοσοφία της, σα να μην ήταν γιος της.
Τώρα στη μαύρη αρρώστια ανάξια πλερωμή…
Για τον κυρ Παντελή, που έκανε Μακρόνησο και δεν υπόγραφε «δήλωση μετανοίας». Η γυναίκα του γκρίνιαζε, τον έβριζε. Όταν βγήκε μετά από επτά χρόνια, η γυναίκα του είχε άλλον άντρα και η κόρη του άλλον πατέρα. Άρρωστος, τσακισμένος από τα βασανιστήρια, πικραμένος, έψαχνε να βρει μια δουλειά να πορευτεί, μόνος.
Σκυφτός στα καφενεία, στους δρόμους σκεφτικός…
Ο Δάσκαλος, τόχε καημό, πέρασαν τόσα χρόνια, αντάρτικο, φυλακές, εξορίες, ήτανε παλικάρι και γέρασε, και δεν είχε μια γυναίκα να γλυκάνει τη μοναξιά του. Λεύτερος πια, στα εξήντα του, βρήκε μια καλή «περιστέρα» όπως την έλεγε και βιάζονταν να ξοφλήσει όσα χρώσταγε στον εαυτό του τα χρόνια που του απόμεναν.
Μα χτες μες στην πορεία, περνούσες γελαστός…
Η Ελένη, γέννησε το παιδί της στις φυλακές, εκεί μεγάλωσε με τις συγκρατούμενες. Όταν βγήκαν, από τους τελευταίους, το παιδί έγινε ζωγράφος που ζωγράφιζε κάγκελα, κάγκελα παντού.
Το δίκιο του αγώνα πολλά σου στέρησε…
Ο κυρ Παύλος ήταν από τους τυχερούς. Δεν φυλακίστηκε, δεν εξορίστηκε. Μόνο συχνά πυκνά τον καλούσαν στην ασφάλεια και τον πίεζαν με απειλές να υπογράψει, να καταδώσει. Πάλεψε να κάνει ένα παγωτατζίδικο και του τόσπασαν τρεις φορές. Τα πήρε στον ώμο και έγινε πλανόδιος. Είχε πάντα πίσω του ένα χαφιέ που τον ακολουθούσε βρέξει χιονίσει.
μα η ζωή η λεχώνα ελπίδες γέννησε…
Την Έλλη την πήραν κορίτσι στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Όμορφη, ερωτευμένη με τόσα όνειρα για το μέλλον. Στις φυλακές οργάνωσε χορωδίες, θέατρα, δεν τόβαζε κάτω. Η μάνα της την πίεζε να υπογράψει, το ίδιο και το αγόρι της. Η Έλλη βγήκε τελευταία από τις φυλακές. Η μάνα της είχε πεθάνει και το αγόρι της είχε κουραστεί να την περιμένει.
Ποτέ δε λες η μοίρα πως σε αδίκησε, μα μόνο η ιστορία αλλιώς σου μίλησε…
Μαθαίναμε για τα βασανιστήρια που της έκαναν και ανατριχιάζαμε. Εφιάλτης. Δεν το πιστεύαμε πως θα έβγαινε ζωντανή, ήταν μικρό κορίτσι. Όταν λευτερώθηκε με τη μεταπολίτευση, ένας ζωντανός θρύλος, περιμέναμε να μιλήσει, να τα πει. Όλοι τη ρωτούσαν. Δεν μίλησε ποτέ. Ούτε και στα βιβλία που έγραψε μίλησε γι’ αυτά που πέρασε μέσα στην κόλαση. Η όμορφη Ιωάννα με το διαπεραστικό βλέμμα δεν πολιτεύτηκε ποτέ.
Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή…
Ο Θοδωρής, η γλυκιά αυτή ψυχή, από μικρό παιδί στο αντάρτικο, στην ΕΠΟΝ, στα κρατητήρια, στην εξορία. Ένας από τους λίγους επιζήσαντες από το ναυάγιο της Χειμάρας. Εκείνο, που το 1947 πήρε στο θάνατο μαζί, τους πολιτικούς κρατούμενους και τους χωροφύλακες που τους συνόδευαν στην εξορία.
…τ’ όνειρό σου ανασαίνω και το κάθε σου ΓΙΑΤΙ;
Συζήτηση1 σχόλιο
…και με αυτήν τη γραφή που, έτσι κι αλλιώς, όταν τη διαβάζεις, ΑΝΑΣΑΙΝΕΙΣ.