Της Τασούλας το χάλασμα

0

Κείμενο της Ανθής Βλυσίδου γραμμένο στα πλαίσια του εργαστηρίου λογοτεχνίας του Ομηρείου ΠΚΔΧ, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Ένας ήλιος ξεδοντιάρης έφτυνε σύκα μισοδαγκωμένα στις Τασούλας το χάλασμα. Δύο γατιά τεμπέλικα ξαπλωμένα σε ξεφλουδισμένα υπολείμματα τοίχων έγλυψαν λαίμαργα τα πεσμένα ηλιόσυκα και συνέχισαν μακάρια την ονειροπόλα ρέμβη τους..

Πήγα να τσιγκλήσω την ουρά της μιας γάτας, της παρδαλής, αλλά η φίλη μου η Βίκυ, με αγριοκοίταξε πιο θυμωμένα κι από τον ήλιο τον αρρωστιάρη, που έριχνε τα τελευταία ξέφτια του στις φαγωμένες απ ’τον καιρό και την υγρασία πέτρες, σε μια ύστατη προσπάθειά του να τις εξωραΐσει.

-Εδώ, έχουμε σοβαρή δουλειά, σε λίγο νυχτώνει. Είμαστε τόση ώρα και τίποτα δεν κάναμε. Κι εσύ παίζεις με τις γάτες; μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η Βίκυ.

Έσκυψα το κεφάλι ντροπιασμένη και συνέχισα το ψευτοσκάψιμο με το σκουριασμένο σφυράκι που είχα βουτήξει από την αποθήκη του παππού μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα πολλή διάθεση ούτε πίστευα ότι θα βρίσκαμε της Τασούλας τους θησαυρούς. Άλλωστε πολλά απογεύματα εδώ και μέρες κάναμε αυτή τη δουλειά, αλλά οι προσπάθειες μας έμεναν άκαρπες. Εξάλλου, η μάνα μου ήταν κατηγορηματική: «Τόσα χρόνια έχει γκρεμίσει το σπίτι, τι ψάχνετε να βρείτε; Ύστερα, οι άνθρωποι πριν ξεκινήσουν τις επισκευές, το είχαν αδειάσει».

Η μόνα μου θυμάται καλά εκείνη την αποφράδα μέρα, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, της έφερε, έλεγε, στη μνήμη το σεισμό του ’49, τόσος διαρκής και υπόκωφος ήταν ο θόρυβος. Ο Αποστόλης, ο εργολάβος, έριξε πλάκα στους τοίχους του σπιτιού, για να σηκώσει και δεύτερο πάτωμα, χωρίς να έχει κάποια αρχιτεκτονική μελέτη, χωρίς να λάβει υπόψη του τους κανόνες στατικότητας, σύμφωνα με τους οποίους τα θεμέλια του σπιτιού δεν άντεχαν δεύτερο πάτωμα. Το σπίτι γκρεμίστηκε σα χάρτινος πύργος, μέσα σε λίγα λεπτά. Ευτυχώς κανείς δεν τραυματίστηκε. Όμως, η γειτονιά και όλο το χωριό γενικά βίωσαν μεγάλη αναστάτωση.

-Πάλι χαζεύεις και δε σκάβεις, τσίριξε η Βίκυ. Την άλλη φορά, με απείλησε, θα έρθω με την Άννα. Αλλά τότε να μην ζηλεύεις που εμείς θα φορούμε τους θησαυρούς της Τασούλας και θα κυκλοφορούμε με τα ωραία της κοσμήματα. Η Τασούλα, ήταν μια καλοβαλμένη σαρανταπεντάρα χωριανή μας, που στο μυαλό μας είχε πάρει μυθικές διαστάσεις. Γυναίκα καπετάνιου, δεν είχε παιδιά, αλλά ήταν πολυταξιδεμένη, πολύ πλούσια, πολύ όμορφη, σίγουρα πολύ ευτυχισμένη, όλα στο «πολύ», στον υπερθετικό. Εκείνο, όμως, που έλκυε σαν το μαγνήτη πάνω της τη ματιά ήταν η κοκεταρία της. Έμοιαζε βγαλμένη από σελίδες περιοδικού μόδας, πάντα πολύ περιποιημένη, τέλεια μακιγιαρισμένη, με καλό γούστο ντυμένη, όλα πάνω της ασορτί και ταιριαστά, καμιά παραφωνία, κανένα ίχνος άστοχης πινελιάς.

Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι τους, η Τασούλα έκλαιγε σπαρακτικά πάνω στους γκρεμισμένους τοίχους. Μάταια συγγενείς και φίλοι προσπαθούσαν να την απομακρύνουν από τα χαλάσματα και να την παρηγορήσουν, λέγοντας ότι ο πλούσιος πατέρας της γρήγορα θα ξαναέφτιαχνε το σπίτι και θα το έκανε καλύτερο από πριν. «Θρηνώ το χάλασμα της δικής μου της ζωής», έλεγε αινιγματικά, «εδώ, σ’ αυτά τα θεμέλια είναι θαμμένοι οι θησαυροί των ονείρων που έκανα, σαν ήμουν έφηβη», μουρμούριζε και η πίκρα έσταζε στάλα στάλα απ’ τα χείλη της. Μάλλον, ο απόηχος αυτών των λόγων είχε φτάσει κάποτε στα παιδικά μας αυτιά και ψάχναμε κι εμείς για θησαυρούς.

Τους θησαυρούς της Τασούλας δεν τους βρήκαμε ποτέ. Και την ιστορία της λιθαράκι λιθαράκι κατάφερα να μάθω πολύ αργότερα.. Η Τασούλα δεν ήταν μόνο όμορφη, ήταν ένα πλάσμα χαρισματικό, πολύ έξυπνη και ξεχωριστό ταλέντο στη ζωγραφική. Με μεγάλη δυσκολία είχε πείσει τους αυστηρούς και υπερπροστατευτικούς γονείς της να την αφήσουν, αρχές της δεκαετίας του ΄70, να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, πέρασε από τους πρώτους. Μα κάποιοι σιδερόφρακτοι εκείνο το Νοέμβρη του ’73 έκαναν χάλασμα το φοιτητικό δωματιάκι των Εξαρχείων, χάλασμα τους πίνακες της, μοναδικό στολίδι του λιτού της χώρου, χάλασμα την ίδια της την ζωή. Ο κυρ Θανάσης, ο πατέρας της, χρόνια ναυτικός στην εταιρεία, τα ‘χε καλά με τον εφοπλιστή κι ο εφοπλιστής τα ‘χε καλά με τους «μεγάλους». Έτσι, καταφέρανε και βγάλανε την Τασούλα από τα κρατητήρια μετά από λίγες μέρες. Αλλά τέρμα οι σπουδές, οι ζωγραφικές, οι αγώνες, ο Κώστας (άλλη ιστορία αυτός). Γρήγορα μαζέψανε τα λιγοστά της πράγματα, τη φέρανε στο χωριό, την αρραβώνιασαν, την πάντρεψαν..

Κι ο ξεδοντιάρης ήλιος κάθε σούρουπο ρίχνει τα χρυσάφια του στο χάλασμα, να παραμυθιάζονται τα πιτσιρίκια και να ψάχνουν για χαμένους θησαυρούς.

Ανθή Βλυσίδου

Άφησε σχόλιο