Το γράμμα που ακολουθεί είναι προϊόν φαντασίας και γράφτηκε από την Βίκυ Γεωργούλη για τις ανάγκες της εκδήλωσης «Με τα λόγια της πλώρης» του Πολιτιστικού Συλλόγου Λαγκάδας «Η Κυδιάντα»
Αγαπημένη μου,
Σήμερα το πρωί επέσαμε δίπλα στη Σιγκαπούρη, ήρθε ο ατζέντης και πήρα επιτέλους τα γράμματά σου. Εξέκοψα λιγάκι από την κουβέρτα και πετάχτηκα στην καμπίνα μάνι μάνι να σου γράψω δυο κουβέντες. Θα δώκω πάλι το γράμμα στον πράκτορα να σου το στείλει, γιατί δεν θα προλάβω ούτε στο seamen’s club να πάω.
Ξημερώματα θα φύγομε για την Βομβάη. Έκλεισα πέντε μήνες εδωνά μέσα και μου φαίνεται χρόνος. Μα τι να κάμω, θ’ αγαντάρω, να πιάσω τους εικοσιτέσσερις, να βάλομε μπροστά το σπίτι, να μη μας τρώνε πια τα νοίκια. Να πεις του μηχανικού ν’ αρχίσει τα σχέδια και να μην το κάμει μεγάλο, ν’ αφήκει χώρο να βάζομε και κάνα μπαξεδάκι. Είδα πως έχω γράμμα κι από το Δημητράκι και μια ζωγραφιά από το Μαράκι μας, μα δεν επρόκαμα ούτε να τ’ ανοίξω, μόνο τις φωτογραφίες τους εκαμάρωσα, εψηλώσανε πολύ. Από το άλλο λιμάνι θα τους στείλω, να τους πεις, κι άμα φέρουνε καλό ενδεικτικό ό,τι θένε θα τους πάρω. Παράγγελνε του Δημήτρη, τώρα που ‘ρχεται Πάσχα, να προσέχει με τα μπομπάκια και τις φυτιλάτες. Θα μου πεις πως εγώ ήκαμα χειρότερα σαν ήμουν στην ηλικία του, μα τώρα φοβούμαι για κείνονε.
Όποτε βγούμε στο πέλαγος και πιάσει Αθήναι Ράδιο ο μαρκόνης, θα σου τηλεφωνήσω, ξέρω πως οι ώρες μας δεν είναι ίδιες, αλλά μ’ αρέσει να σ’ ακούω αγουροξυπνημένη, γελώ με τη σαστιμάρα σου, άντε να δω πότε θα μάθεις πια να λες το ‘’Έτοιμος’’ άμα τελειώνεις την πρόταση σου να μην μπερδευούμαστε.
Κατά τα άλλα, κούραση αγάπη μου, βάρδιες πολλές και ξενύχτι με τούτα τα απανωτά λιμάνια που πιάσαμε τον τελευταίο μήνα, γαλατάδες εγίναμε. Όμως ο καπτα Μάρκος μου είπε πως του ‘ρθε τηλεγράφημα από το γραφείο και θα σταματήσει τούτο το ναύλο και πως θα πάμε προς τον κόλπο του Μέξικου, άρα ίσως ναυλωθούμε από Ν.Ορλεάνη για Βενεζουέλα ή Βραζιλία. Βγάζει κυκλώνες και σουέλ, αυτήν την εποχή εκεί, αλλά μέχρι να πάμε θα έχουν σαλαγιάσει. Καλά είναι άμα ταξιδεύουμε, μονοτονία αλλά τουλάχιστον μπαίνομε σε έναν ρυθμό με τις βάρδιες, λιγοστοί κατεβαίνουν στο καπνιστήριο, παίζουμε κάνα τάβλι, καμιά ξερή, βλέπομε τις ίδιες και τις ίδιες βιντεοκασέτες, α δε βαριέται.
Είμαι ευχαριστημένος όμως με τους αθρώπους του καραβιού. Ο καπετάνιος με προσέχει πολύ κι είναι εντάξει σε όλα του. Είχε κάνει βλέπεις πρωτόμπαρκος με τον πατέρα μου και του ’χενε μεγάλη αδυναμία. Μου ‘πε να σου πω πως το καλοκαίρι θα φέρει τη γυναίκα του μέσα και να ’ρτεις κι εσύ για να ’χομε παρέα. Πες το της μάνας σου από τώρα, αν είναι να μας κρατήσει τα παιδιά για δυο μήνες.
Ο μάγειρας καλός είναι, μα Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια, τα ίδια και τα ίδια, η μπάκα που ‘καμα με τα φαγητά σου τα όμορφα έφυγε. Άντε, έλα εσύ να κάνουμε στη δεσπέτζα κάνα μεζεδάκι, να πιούμε και τα ούζα μας τα μερακλίδικα, πήξαμε στα κόρνε μπίφια. Κάμε τα κουμάντα σου, σάμπου ξέρεις και φέρε χουρμάδες, κοπανιστή από το χωριό, κάνα ξυδάτο χταποδάκι και γούπες μαρινάτες οπωσδήποτε. Και να μην ξεχάσεις να φέρεις ούζο μαγιά χιώτικο, γιατί αυτά που έχομε στο βαπόρι, στο τράνζιτο, κάνουνε μόνο για γαργάρες στον πονόδοντο.
Στεριά έχω να πατήσω τρεις μήνες, από τότε που ήμασταν στο Χονγκ Κονγκ αλλά και που βγήκα το μετάνιωσα. Ζέστη, υγρασία και μυρωδιές από τα περίεργα φαγιά που ψήνανε στους δρόμους, άρρωστος γύρισα μέσα, ίσα που πρόλαβα και ψώνισα στα παιδιά δυο ρολογάκια.
Δεν έχω κάτι άλλο στο μυαλό μου να σου γράψω, βιάζομαι κιόλας μη με ψάχνουνε, όπου να’ναι περιμένουμε τα στόρια και πρέπει να ‘μαι απίκου.
Να προσέχεις τον εαυτό σου και τα παιδιά. Δώσε τα χαιρετίσματα μου σε όλους, πε του κυρού μου να ‘χει το νου του στη βάρκα.
Σ’ αγαπώ πολύ και μου λείπεις.
Μη ξεχάσεις να κανονίσεις με τη μάνα σου γι’ αυτό που σου ‘πα. Αλίμονο της, πε της, άμα πει «όχι».