Βιγλάτορες

0

γράφει η Αφροδίτη Αναστοπούλου

Πλημμυρισμένη από ποτάμια ανθρώπων, αριστερά δεξιά, μέσα και έξω, κυνηγημένη από την φασαρία των ανθρώπων, την πίεση τους, τις απαιτήσεις τους κλείνομαι σε ένα βουβό συμπάν, απόηχο και μαγικό, δροσερό σαν σούρουπο στο νησί. Νοσταλγώ το νησί, θέλω να κυματιστώ στα νερά του, να καθίσω στις βαριές πέτρες του λιμανιού και να αγναντέψω τον ορίζοντα’ εκεί που ουρανός και θάλασσα είναι ένα… Ένα μπλε. Ατελείωτο, απέραντο, αιώνιο. Μακρινό…

Η απόσταση φέρνει μελαγχολία. Η απόσταση εξιδανικεύει, είτε είναι νησί είτε άνθρωπος. Κάποιες φορές καλύτερα οι άνθρωποι να είναι μακριά, να είναι σιωπηλοί και άγνωστοι. Έτσι επικρατεί ηρεμία.

Γιατί οι άνθρωποι είναι ποτάμια άλλοτε κρυστάλλινα και καθαρά και άλλοτε μαύρα και λασπωμένα και τα ποτάμια κυλάνε γύρω μου, μέσα μου. Η διάθεση μου είναι λάσπη. Ένα μαύρο, θολό ποτάμι δίπλα στα άλλα. Κουραστικό.

Είμαι τόσο κουρασμένη… τα χέρια μου έχουν τσακιστεί, τα πόδια μου έχουν ματώσει, το στομάχι μου μια πληγή και η ψυχή μου… η ψυχή μου. Έχω ξεχαρβαλωθεί.

Τα βράδια, χαμηλά η μουσική, περνάνε μπροστά μου όλα εκείνα τα πρόσωπα που κάποτε ήταν δίπλα μου. Με πιάνει ανατριχίλα σε αυτήν την πένθιμη φαντασίωση, λες και περνάει το πλοίο των νεκρών και αυτοί αχνοί χαμογελούν καθώς κατευθύνονται προς έναν άλλο κόσμο.

___Είναι νύχτα. Έχω ζήσει μέρες, μήνες να παρακαλώ να μην πέφτει η νύχτα, γιατί η νύχτα είναι βραχνή και ασήκωτη όταν βρίσκεσαι στην ξενιτιά. Εκείνα τα ατέλειωτα βράδια που ο ύπνος δεν σε παίρνει και ούτε ένα τηλέφωνο δεν χτυπά, νυχτερινές υπερωρίες αναμονής – τα θυμάμαι και βαραίνω και ας έχουν περάσει χρόνια.

Μα, τώρα δεν μπορώ τις μέρες, φοβάμαι το πρωινό φως, δεν με ξυπνάει ο ήλιος αλλά η ταραχή που με δέρνει, με σέρνει από τα μαλλιά και με βροντάει επάνω στα παντζούρια. Η νύχτα φαντάζει πρόσκαιρη, μικρή, ανούσια μπροστά στη μέρα που ξημερώνει. Και εγώ μικρή, ατυχή, ανίκανη να διαχειριστώ τι; Το ήθος και τις αξίες μου; Για ποιο πράγμα; Για να σκουντουφλάνε οι άλλοι ατσούμπαλα πάνω τους, για να τα τσαλαπατούν; Τι αξία έχουν τα ιδανικά μου; Όλα εκείνα που ξοδεύω τα χρόνια μου, για τι, για ποιο λόγο εφόσον απλά στέκονται εκεί;

Βιγλάτορες.

Νησί μου. Μυρωδάτη γη με τις βίγλες και τις ακρογιαλιές σου.

Άφησε σχόλιο