Η κοινωνία προετοιμάζει το έγκλημα. Ο εγκληματίας το διαπράττει.

0

Βίκτωρ Ουγκό

O κυρ χαράλαμπος μετά από χρόνια κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και είδε μια σκατόφατσα να τον κοιτάει. Δεν αισθάνθηκε απογοήτευση ή θλίψη αλλά μια βαθεία οικειότητα, χρόνια τώρα ούτως άλλως η βία πλάθει με συνέπεια αυτή τη μουτσούνα που φοράει.

Οι υπάνθρωποι αυτοί της πόλης των θυλάκων διαμορφώνουν πλέον το φαντασιακό της προσωπείο, υψώνοντας νοητά τείχη, ναρκοθετώντας τους χώρους της απόδρασης: η ασκήμια πάντοτε είχε τις απαντήσεις απέναντι στην ευθραυστότητα της ομορφιάς. Σε μια κοινωνία “κανονικότητας” οι φιλήσυχοι πολίτες της διπλανής πόρτας μετατρέπονται σε δολοφόνους όχι τόσο για να διατηρήσουν τα κεκτημένα όσο για να μην απωλέσουν την εύνοια των Θεών: στο βωμό των εξουσιαστών μεσοαστών θυσιάστηκε ένας ξενιστής ώστε να αποκατασταθεί η τάξη. Τον δολοφονούν στο πεζοδρόμιο θρασύδειλα καθώς οι θύτες αυτοί φονεύουν όχι ως πράξη τιμής ή εξιλέωσης κοιτώντας τον άλλον στα μάτια αλλά μπαμπέσικα ενώ ο άλλος βρίσκεται στα γόνατα, ανήμπορος να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Και φυσικά οι φιλήσυχοι νομοταγείς γύρω τους παρακολουθούν εθισμένοι σε μια κουλτούρα διαστροφικής απάθειας και μη συμμετοχής, αγνοώντας φυσικά ότι οι ‘ουδέτεροι΄ που δεν διαλέγουν πλευρά είναι πάντα από τη πλευρά του καταπιεστή και ποτέ του θύματος. Στο πολιτισμένο κόσμο του 2020, το βίωμα δεν συνιστά έκθεση, κίνδυνο και συμμετοχή αλλά εξαντλείται σε μια ναρκισσιστική θέαση, ένα μηρυκασμό φοβικών ιδιωτικών αναπαραστάσεων. Πλένομαι και αρωματίζομαι με την ορθόδοξη εικόνα του εαυτού μου που την αναγνωρίζω μέσα από την άρνηση του άλλου: μισώ τον άλλον αρά υπάρχω ως εαυτός. Κάτω από τη προβιά των ανθρώπων της διπλανής πόρτας κρύβεται ένα τέρας που είναι η πιο αγαπητή έκδοση του εαυτού τους καθώς τον συναντούν καθημερινά στις προσόψεις των κτιριών, στα δελτία ειδήσεων, στις αγελαίες φάτσες των ‘συντρόφων’ τους. Σε μια κοινωνία των μαντριών και των έγκλειστων η μούχλα του εαυτού αναδύει την πιο οικεία και παρήγορη οσμή.

Τα υποκείμενα δεν είναι πλέον έκθετα στην ενδεχομενικότητα των ανθρώπινων συνδιαλλαγών αλλά διαμορφώνονται μέσα από μια κοινωνία της κατανάλωσης: καλλωπίζονται και ταξινομούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες νόρμες. Και όπως μας διδάσκει η Άρεντ σε αυτή την κοινοτοπία του κάκου που διαμορφώνεται γύρω μας οι σαδιστές δεν είναι κτήνη αλλά οικογενειάρχες και φυσιολογικοί άνθρωποι, οι οποίοι αφού βασανίσουν ή σκοτώσουν θα πάνε σπίτι τους και θα χαϊδέψουν με τρυφερότητα τα παιδιά τους. Η υποδόρια αυτή βία είναι για αυτούς μια ενσώματη εμπειρία. Έχει γαλουχήσει το ‘πνεύμα’ τους, έχει γυαλοχαρτάρει τις απολήξεις τους, έχει σμιλέψει τα πιο αδρά χαρακτηριστικά τους και απαντιέται σε κάθε προσωπική τους εκδήλωση: στο πως κοιτούν αυτόν που δεν τους μοιάζει, στα όνειρα τους, στη χροία που έχει ο λόγος τους, στον τρόπο που λένε καλημέρα. Η κοινωνική βία πάλι δεν συναντιέται φυσικά στα γήπεδα και στις οδομαχίες στους δρόμους αλλά επωάζεται και συγκροτείται σε ιεραρχημένους χώρους: στην οικογενειακή εστία και στις συνεστιάσεις των συγγενών, στους χώρους εργασίας και στις σχολικές αίθουσες στους χώρους συναναστροφών όπου χαιρετίζονται τα σεξιστικά σχόλια για τους διαφορετικούς.

Μέσα σε μια δημόσια κουλτούρα που επιβάλλεται και οριοθετεί μια ζωή με οδηγίες χρήσης η συλλογική ταυτότητα που κατασκευάζεται δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις: αυτοί που αρνούνται να συμμορφωθούν εκδιώκονται, εξορίζονται στο τόπο του μη ανήκειν και καταδικάζονται σε μια μόνιμη ξενότητα. Οι Άγιοι της σύγχρονης εποχής θα είναι άθεοι και πρεζάκια, αποκυρηγμένοι από αυτή τη κοινωνία της θετικότητας.

Και κάτι τελευταίο: η εικόνα που κάποιοι κοιτούν έναν αδύναμο άνθρωπο να παραπάτα, να κραυγάζει για βοήθεια και μετά τον σκοτώνουν θα στοιχειώνει εφεξής για πάντα τον πολιτισμένο μας κόσμο.

Mέλος του Caravan Project

Άφησε σχόλιο