Βούλα, σ’αγαπώ

0

Όταν την πρωτοείδε στο χωριό, ξεροκατάπιε, έμεινε ακίνητος να την χαζεύει! Δεν είχε ξαναδεί πιο όμορφη κοπέλα στη ζωή του!

Ρώτησε κι έμαθε. Η νέα δασκάλα από τη Θεσσαλονίκη, του είπαν. Βούλα Παρτακίδου, ετών 25, περίεργη και κουλτουριάρα!

Στην αρχή τρομοκρατήθηκε, πως θα την πλησιάσει. Εργάτης ήταν, σε μεγαλοεργολάβο με ειδικότητα στα δημόσια έργα, κομπιναδόρο τον έλεγανε στο χωριό αλλά εκείνον δεν τον ένοιαζε, το μεροκάματο να πέφτει.

Και τι δεν έκανε ο Νικολής για να την γνωρίσει! Χώθηκε δειλά στην ίδια παρέα, άρχισε να προσέχει το ντύσιμο του, σταμάτησε τα ξόβεργα, τα κυνήγια, έβγαλε τον Σφακιανάκη από το σι ντι του αυτοκινήτου, έβαλε Αγγελάκα και Παπακωνσταντίνου! Γράφτηκε στα πολιτιστικά μαθήματα του Ομηρείου, ακόμα και σε φιλολογικές συζητήσεις πήγαινε για να είναι κοντά της, Εκείνος!  Που το μόνο που είχε διαβάσει στη ζωή του ήταν  ο Δικέφαλος  και το Φίλησε με στα 14 του. Δεν τον ένοιαζε που δεν τα καταλάβαινε όλα, του ήταν αρκετό που την συνόδευε!

Να ξεστομίσει κουβέντα, το είχε βγάλει από το μυαλό του, πώς να μιλήσει για τον έρωτα του; Όμως τον έδειχνε κάθε στιγμή. Της κουβαλούσε μπετόνια με νερό από τη βρύση, της έφτιαξε τα υδραυλικά στο σπίτι που νοίκιαζε, την ανεβοκατέβαζε στη Χώρα τ’ απογεύματα, στην κινηματογραφική λέσχη  την πήγαινε σε κάτι ακαταλαβίστικα, κάτι ρούχα και τρόφιμα κουβαλούσανε δις την ώρα σε κάτι λαθραίους στο Μερσινίδι κι εκείνη του έσκαγε ένα φιλί στο μάγουλο για ευχαριστώ. Τα πάντα θα έκανε για χάρη της  ο Νικόλας, γι’ αυτό το φιλί…

Μια μέρα, όταν  περνάγανε πάλι κάτι σωλήνες νερού εκεί στο Θόλος, του την έδωσε! Βούτηξε μια μπογιά κι έγραψε σ’ ένα πετροντούβαρο: ΕΙΣΑΙ Η ΑΝΑΣΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΑΣ ΜΟΥ, με μεγάλα καθαρά ωραία γράμματα, αλφάδι! Οι συνάδελφοι του  κάνανε καζούρα, αλλά αυτός συνέχισε στην παρακάτω στροφή του Μηλιγκά, πάνω σ’ ένα βράχο: Βούλα, σ’ αγαπώ!

Την επόμενη μέρα, όταν περάσανε παρέα, η Βούλα σχολίασε: ποιος βλάκας τα έγραψε αυτά; Πως θα φύγει τώρα η μπογιά; Έλα μου ντε! ψιθύρισε κατακόκκινος .

Την 11η , μέρα γιορτής, ο Νικολής σενιαρίστηκε να πάει στην παρέλαση του χωριού! Σίγουρα μετά θα πήγαιναν για καφέ και ούζο!

Την ώρα που βαράγανε οι καμπάνες της εκκλησιάς και τα πολεμικά αεροπλάνα σκίζανε τον ουρανό στα δυό κάνοντας  επιδείξεις και κόλπα, η Βούλα του σύστησε τον Δημήτρη, έναν μαλλιά, τον φίλο της εκ Θεσσαλονίκης που ήρθε να της κάνει έκπληξη! Τους είδε αγκαλιά, αποσβολώθηκε, λες κι έπεσε τοF16 στο κεφάλι του, δήλωσε ασθένεια, κλειδώθηκε σπίτι του, φώναξε ένα όχι, ρε γαμώτο, κατέβασε μια μπουκάλα σούμα, έβαλε τσίτα  ‘’ο χαμένος τα παίρνει όλα’’ κι εξαφανίστηκε! Σταμάτησαν τα μαθήματα κι οι λέσχες, μόνο  καμιά φορά ανέβαινε εκειδά στο Μερσινίδι να πάει κάνα τσιγάρο στους μετανάστες.

Τα χρόνια πέρασαν, οι μπογιές από τις πέτρες ξεθώριασαν αλλά κανείς δεν ξέρει αν ξεθώριασαν και τα αισθήματα του Νικολή. Όταν καμιά φορά κατεβάζει τα παιδιά του στο Ομήρειο, ρίχνει κρυφά κι ένα φάσκελο στη μούρη του, όρτσα ηλίθιε, τσάμπα τα ‘γραφες , ακόμα να τα σβήσει η βροχή.

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο