Το χριστόψωμο

0

του Μιχάλη Μελαχροινούδη

Τρεις φίλοι μέσα στο κρύο που πιρουνιάζει, παραμονή Χριστουγέννων, κάλαντα δε λένε, δεν είναι πια τόσο μικροί, ούτε όμως και τόσο μεγάλοι που να μπορούν να βρουν στέγη σε κάποια από τις λίγες καφετέριες στην προκυμαία. Δεν έφτανε πάντα το χαρτζιλίκι αλλά και τι να πιεις; καφέ; αραιά και πού τον βάζαμε στο στόμα μας τότε. Την προηγούμενη φορά τα εισιτήρια του σινεμά και μία τυρόπιτα στα τρία εξασφαλίστηκαν λίγο πριν ξεκινήσει η ταινία από κάποιο κέρμα που τυχαία βρέθηκε στο δρόμο. Φαντάσου.

Μέσα της δεκαετίας του ’80, τι τα θέλεις; όλα άβολα. Μαλλί αφάνα, ακμή στο πρόσωπο φουλ και για το κορίτσι που θέλεις, μάχη μεγάλη που πιο πολύ έβγαινε σε στιχάκια και λόγια αγάπης στα βιβλία παρά στην πράξη, στο φιλί. Ή δεν σε ήθελαν οι δικοί της και έπρεπε να τρέχεις σε ερημιές και υπόγεια για να μην σε δει κανείς ή για να της πιάσεις το χέρι έπρεπε να ‘ναι πήχτρα σκοτάδι στον κινηματογράφο, σε κρύα και σκοτεινή αίθουσα ή στο πνευματικό κέντρο σε καμιά χριστουγεννιάτικη παράσταση με τα μαγουλάκια σε έξαψη από τη ζέστη και τη θαλπωρή και ο κόσμος να κοιτάει αλλού. Στα πεταχτά, για λίγο, να θέλεις κι άλλο αλλά πού.

Στο τηλέφωνο συνήθως δεν απαντούσε και η μάνα της όλο να λέει ότι λείπει, και αν τύχει κι απαντήσει άλλος από φόβο και ντροπή μαζί να το κλείνεις, και για να μιλήσεις τραβάς το καλώδιο και μπαίνεις κλεφτά στο δωμάτιο της μάνας. Άντε τέλειωνε, λέει και εκείνη από συνήθεια και πού να προλάβεις να τα πεις όλα, γιατί πότε πάλι; Άνεση καμία. Μέσα στο κρύο το πήγαινε έλα για το σχολείο, το φροντιστήριο, το γήπεδο, το μηχανάκι ήταν για άλλους, στο ξερό χώματα και πέτρες να ματώνουν τα γόνατα και εκείνη η εμφάνιση δυο νούμερα πιο μεγάλη και εσύ να πλέεις μέσα. Φτερό στον άνεμο ήσουν.

Όσο για το μέλλον αβέβαιο. Με έναν πατέρα αυστηρό, απόμακρο, στο μεροκάματο και αν, και απών, σίγουρα απών, ακόμα και τα 14, τα 15 σου – άκου πράματα – έμοιαζαν χωρίς ελπίδα. Εργατάκι και να σφίγγεις το ζωνάρι από τότε, παράτες και ρεκλάμες γύρω-γύρω αλλά όχι για σένα. Εκεί που άλλοι βάζανε, κάνανε το κομμάτι τους, οι τυχεροί, με Timberland και Sebago, εμείς με μανία κλωτσούσαμε τα χαλικάκια και σιγομουρμουρίζοντας πλησιάσαμε στην υπαίθρια αγορά της εποχής, ένα υπόστεγο ψηλό, θεόρατο να μπάζει από παντού, μυρωδιές και τελάρα άδεια, κρύο και απελπισία και ένα χριστόψωμο σε πλαστική σακούλα και εκεί στη μέση το βάλαμε και μοιράσαμε τρία κομμάτια, αδέξια, χοντροκομμένα και είπαμε ‘’Καλά Χριστούγεννα’’, ένα δάκρυ κύλησε και φύγαμε βιαστικά για τα σπίτια μας με έναν κόμπο που μας έδεσε κι ας ξέφτισε μετά.

Το χαρτί περιτυλίγματος, μια μπάλα έγινε κι η κόκκινη κορδέλα εκεί ψηλά στον ουρανό να στροβιλίζει και να τραμπαλίζεται η τρελή.

Χιώτης που μαστορεύει και καταγίνεται με τις λέξεις προσπαθώντας να τις βάλει σε μία σειρά

Άφησε σχόλιο