“Αριστερά” και “Έθνος”: πότε γίναμε τόσο κομπλεξικοί;

0

γράφει ο Μιχάλης Ανεζίρης

Πολυτεχνείο 1973, Φωτογραφία: Βασίλης Καραγεώργος

Αναλαμβάνοντας φέτος τη γιορτή του Πολυτεχνείου για το σχολείο μου ύστερα από κάμποσα χρόνια, μου προέκυψε όρεξη σπάνια και μεράκι που εξέπληξε κι εμένα τον ίδιο. Επί μέρες έκοβα, έραβα, έψαχνα το υλικό που θα εξέφραζε απόλυτα αυτό που ήθελα να περάσω κι ενέπλεξα βιωματικά ολόκληρο τμήμα μαθητών, που έφερε το ίδιο σε πέρας τη γιορτή (με τεράστιο κέφι κι αξιοθαύμαστη εργατικότητα). Το τέλος του προγράμματος που είχα εκπονήσει προέβλεπε να σιγοτραγουδήσουμε όλοι μαζί τον εθνικό ύμνο. Μαθήτρια με αγωγή και ερεθίσματα αριστερών ευαισθησιών δεν μπόρεσε να κρύψει την αμηχανία της και μια υπόγεια δυσαρέσκεια: “Μα, τον εθνικό ύμνο;”

Δε μου έκανε εντύπωση. Είναι δεκαετίες τώρα που οι αριστεροί “πυροβολούμε μόνοι μας τα πόδια μας” και πάσχουμε ως πολιτικός χώρος από σοβαρότατη αμνησία σε σχέση με την ίδια μας την Ιστορία, μεταβιβάζοντας – έστω και υποσυνείδητα – από γενιά σε γενιά (διότι, προφανώς, μόνο το παιδί δεν φταίει) συμπλέγματα που μας καθηλώνουν σε περιορισμένη απήχηση και σε αχρείαστη θέση “πολιτικής άμυνας” έναντι όσων τοποθετούν τον εαυτό τους στη Δεξιά (από την μετριοπαθή έως την “κατάμαυρη”):

  • Βγάζουμε φλύκταινες, ποδάγρα, ψωρίαση (κι όποια άλλη ασθένεια θέλετε) στο άκουσμα των λέξεων “έθνος”, “πατρίδα” και σ’ όλα τα παράγωγά τους ή τα σύμβολά τους. Εξηγήσιμο μεν, ολέθριο δε: αντιδρούμε στο περιεχόμενο που έχει επιβάλλει στις έννοιες η άρχουσα τάξη, απεχθανόμενοι τις παρελάσεις (και πολύ ορθώς), τους διαγωνισμούς μεγέθους με τους απέναντι στις σημαίες και στους σταυρούς που υψώνουμε (κυριολεκτικά, διαγωνισμός χυδαιότητας και κιτσαριού στο “ποιος την έχει πιο μεγάλη”) και σε άλλες σημειολογίες που οδηγούν στην ταύτιση του υγιούς πατριωτισμού με τον εθνικισμό. Μέχρι εδώ, καλά…
  • Κι από εκεί και πέρα, λοιπόν; Δεν έχουμε τίποτε ν’ αντιτάξουμε εμείς σ’ αυτόν τον σφετερισμό της έννοιας “έθνος” από τους δεξιούς; Δεν μας νοιάζει καθόλου ν’ αντισταθούμε σ’ αυτήν την μονοπώληση του πατριωτισμού εκ μέρους τους – πρακτική που παραχαράσσει βάναυσα την Ιστορία της χώρας; Δεν μας δίνει το παρελθόν πλούσιες παρακαταθήκες από σκληρούς αγώνες της Αριστεράς (κατεξοχήν αυτής) υπέρ του έθνους, στους οποίους πρωτοστάτησε, ακριβώς επειδή την έκαιγε και το ζήτημα της κοινωνικής αναδιάρθρωσης κι ανατροπής;
  • Ποιος μπήκε μπροστάρης και προέταξε τα στήθη του το 21; Οι κοτζαμπάσηδες, οι πρόκριτοι, οι προεστοί και οι επιφανείς ιεράρχες ή οι κατσικοκλέφτες που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα και καίγονταν ν’ απαλλαγούν από τον διπλό ζυγό – οθωμανικό και των Ελλήνων αφεντικών τους; Θα κάνανε ποτέ οι πρώτοι την Επανάσταση; Η μετέπειτα λύσσα τους για τους εμφύλιους πολέμους (προκειμένου να μη χάσουν ψίχουλο εξουσίας), για την φυλάκιση των ικανότερων Ελλήνων οπλαρχηγών, για τη διασπάθιση των χρημάτων των αγγλικών δανείων, για την παράδοση της Επανάστασης στα παιχνίδια της τύχης και στις ορέξεις των Μεγάλων Δυνάμεων – όλα αυτά μας δίνουν την απάντηση.
  • Τη σπουδαιότερη (μαζί με τη Γιουγκοσλαβική) εθνική αντίσταση της Ευρώπης επί ναζιστικής Κατοχής ποιος την έστησε, ποιος την οργάνωσε, ποιος υπήρξε η ψυχή της; Και βέβαια συμμετείχαν σ’ αυτήν αγνοί πατριώτες Έλληνες απ’ όλες τις πολιτικές παρατάξεις: αλλά θα ήταν η Αντίσταση αυτό που υπήρξε, θα έφτανε ποτέ σ’ αυτήν την εμβέλεια και σ’ αυτό το μεγαλείο χωρίς το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ; Και μήπως ήταν “εθνικιστής” ο Άρης Βελουχιώτης, που – μολονότι ορκισμένο στέλεχος του ΚΚΕ (μη σχολιάσουμε τώρα πώς τον αντάμειψε το… “τιμημένο”) – αυτοπροσδιοριζόταν κατεξοχήν ως “πατριώτης” κι ενέπνεε τους χωρικούς, επικαλούμενος αποκλειστικά αρχαίους Έλληνες και ήρωες του 21, αντί για Μαρξ και Ένγκελς; Θα τρελαθούμε τελείως;
  • Στο Πολυτεχνείο, που τόσο μας συγκινεί (και δικαιότατα) εμάς τους αριστερούς, τον εθνικό ύμνο δεν τραγουδούσε ο εκφωνητής; Ελληνικές σημαίες δεν βαστούσαν κατά δεκάδες οι φοιτητές; Και στο κάτω – κάτω, η λέξη “διεθνισμός” δεν περιέχει ως σύνθετο τη λέξη “έθνος”; Αν έχεις μια αγάπη για τις ρίζες σου (τη γλώσσα, τη θάλασσα που σε περιβάλλει και το τοπίο όπου ανδρώθηκες), σημαίνει ότι υποτιμάς τον άλλον; Και σε τελική ανάλυση, τι μας έκανε αριστερούς, αν όχι η απέχθεια για αυτά που βιώσαμε από μικροί στο “εδώ και τώρα” μας, η ανάγκη για ανατροπή όσων ζούμε πρώτα απ’ όλα στον ίδιο τον τόπο μας; Και φυσικά τα προβλήματα είναι παγκόσμια, και βέβαια απαιτούνται σκληροί ταξικοί αγώνες που να υπερβαίνουν τα σύνορα και τα μεμονωμένα έθνη – δε θα πετάξουμε το ιδεολογικό μας οπλοστάσιο στα αζήτητα. Χρειάζεται όμως προς τούτο να χαρίζουμε κρισιμότατες έννοιες όπως “το έθνος” σε όσους ιστορικά το έχουν ναρκοθετήσει σε ασύλληπτο βαθμό; Χρειάζεται να τους οπλίζουμε εμείς οι ίδιοι με το θράσος να μας το παίζουν “υπερπατριώτες” και να μας κατηγορούν για “εθνομηδενιστές”, επειδή προτιμήσαμε αυτοκτονικά εδώ και δεκαετίες την στείρα άρνηση από το πρόταγμα του δικού μας περιεχομένου για την πατρίδα;

Τραγουδήσαμε τον εθνικό ύμνο χαμηλόφωνα, αμέσως μετά το άκουσμά του από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου, μέσα σε απόλυτο σκοτάδι, μόνο υπό το φως μικρών κεριών, ισάριθμων με τους επίσημους νεκρούς του. Μετά κοίταξα την μαθήτριά μου: ήταν ήσυχη κι ικανοποιημένη. “Κατάλαβες τώρα γιατί τον τραγουδήσαμε;” – την ρωτάω. “Ναι”, μου λέει. Ησύχασα κι εγώ…

Φιλόλογος και ηθοποιός. Εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση του νησιού από το 2005.

Άφησε σχόλιο