Half the sky

0

Βγαίνω από το νερό και ξαπλώνω στην άμμο. Κλείνω τα μάτια. Τα τσίνορά μου στις άκρες κρατάνε το αλάτι του Ατλαντικού, εδώ κάτω από το άλλο μισό του ουρανού. Είμαι ακόμα όμορφη -για την ηλικία μου- όπως λένε. Μια όμορφη γριά.

Μικρή, είχα μακριές βλεφαρίδες. Συχνά κολλούσαν πάνω τους θραύσματα από σπόρους σίκαλης ή σταριού.

Μεγάλωσα σ’ έναν τόπο μέσα στα βουνά, με πέτρινα γεφύρια, λίμνες, ποτάμια και ρυάκια.

Ο πατέρας μου ήταν μυλωνάς. Το σπίτι μας ήταν χτισμένο δίπλα στο μύλο. Όσο κι αν έπλενε ή καθάριζε η μάνα όλα τα έπιπλα ήταν πάντα πασπαλισμένα με μια ψιλή άσπρη σκόνη. Έγραφα πάνω της ονόματα αγοριών. Ήμουν η μεγαλύτερη από έξι κόρες.

Η μάνα παρά τις γέννες παρέμενε λεπτή, αέρινη, κερένια. Τη θυμάμαι να ακουμπάει το λευκό της μέτωπο στο τζάμι του παραθύρου σαν να περίμενε κάποιον, να λανάρει μαλλί, να φυσάει με το φυσερό για να ανάψει φωτιά. Έπλεκε δαντέλες. Οι κουρτίνες, τα σκεπάσματα, οι πετσέτες της κουζίνας ήταν όλα δαντελένια.

Το μοναχικό μας σπίτι πάνω στον λόφο το έκαψαν για αντίποινα στον πόλεμο. Έμεινε μόνο ο μύλος. Εκείνη δεν το άντεξε αυτό, ειδικά για τις δαντέλες της. Σε σαράντα μέρες πέθανε από μελιταίο πυρετό. Ο πατέρας έβγαλε τη βέρα της από το λεπτό της δάχτυλο και τη φόρεσε στο χέρι του. Ήταν πάντα λιγομίλητος, τραχύς κι απότομος κι έγινε μετά από αυτό ακόμα πιο δύσκολος.

Με φόρτωνε με όλες τις δουλειές και είχα και την φροντίδα των πέντε μικρότερων. Η πιο καλή μου μέρα ήταν η Τρίτη όταν περίμενα τον ταχυδρόμο να φέρει τη Διάπλαση Των Παίδων.

Διάβαζα σε συνέχειες Νιλς Χόλγκερσον, Τομ Σώγερ, Όλιβερ Τουίστ, τα βιβλία του Ιουλίου Βερν και της Περλ Μπακ. Ήθελα να γίνω δασκάλα.

Του πατέρα δεν του άρεσαν αυτά. Ένα βράδυ που άργησα να μαγειρέψω έβγαλε όλα τα τεύχη στην αυλή, τα έκανε ένα σωρό και τα έκαψε. Έκλαιγα και παρακαλούσα. Μαζί και οι αδελφούλες μου. Δεν ήταν κακός αλλά απόλυτος.

Νωρίς τα απογεύματα πήγαινα να κουβαλήσω νερό και χανόμουν στο δάσος. Μόνο εκεί ήμουν ευτυχισμένη. Έβγαζα τα τσόκαρά μου και πατούσα ξυπόλητη στις πευκοβελόνες, μάζευα ρείκια και κυπαρισσόμηλα, έπλενα το πρόσωπό μου στο ρυάκι. Η μοναξιά του δάσους αντί να με τρομάζει, με γαλήνευε. Τον Αλέξανδρο εκεί τον γνώρισα ένα απόγευμα που είχε κατέβει στο ρυάκι για να ψαρέψει.

Δεν μιλούσαμε πολύ. Τον έβλεπα να σκάβει το παχύ χώμα για να βρει σκουλήκια για τα δολώματα. Με τον καιρό συνήθισα την αγωνία του ψαριού. Το πρώτο που έπιασε μπροστά μου ήταν μια μεγάλη γυαλιστερή πέρκα με την χαίτη της ανοιγμένη και επιθετική και δύο ασημόχρυσα κουμπάκια για μάτια. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι τα ψάρια μπορεί να είναι τόσο όμορφα. Αυτό κράτησε μια άνοιξη κι ένα καλοκαίρι. Ύστερα έφυγε για Αυστραλία. Δεν είμαι σίγουρη αν με φίλησε απαλά στα χείλη εκείνο το τελευταίο απόγευμα πριν φύγει ή αν το φαντάστηκα. Δεν ξέρω.

Στο μύλο έρχονταν τα προξενιά. Όταν ζητούσαν εμένα ο πατέρας αρνιόταν. «Δεν σε πειράζει να δώσουμε τη σειρά σου στην αδελφή σου;» Κι οι πέντε έφυγαν σύντομα. Και κράτησε εμένα για να φροντίζω, να μαγειρεύω, να υπηρετώ, να ταΐζω τα ζώα. Δύο ζευγάρια γαιδάρων γύριζαν τις τεράστιες πέτρινες μυλόπετρες, ζεμένοι στις δύο αντίθετες πλευρές τους, με ένα αδιάκοπο, μονότονο και βαρύ βήμα. Δεν ήθελα να κοιτάζω τα θλιμμένα τους μάτια.

Αγαπούσα πολύ μια γαιδουρίνα, με ανοιχτόχρωμο γκρίζο, σχεδόν λευκό τρίχωμα που όταν την έλυνα, ερχόταν να τριφτεί στο στήθος μου ζητώντας χάδια. Την αγκάλιαζα και κολλούσα το μάγουλό μου στο απαλό κεφάλι της. «Θα σου πω την πιο μικρή και θλιμμένη ιστορία του κόσμου» ψιθύριζα. «Πωλούνται μωρουδιακά παπούτσια. Αφόρετα». Σαν να ήξερα από τότε ότι δεν θα αποκτούσα παιδιά.Κάθε βράδυ της επαναλάμβανα την ίδια ιστορία κι αυτή κολλούσε ακόμα πιο πολύ επάνω μου.

Ο ήχος από τις μυλόπετρες κατοικούσε ακόμα και στα όνειρά μου. Κυκλικός, μονότονος, ασταμάτητος. Ο πατέρας έριχνε σπόρο στο χωνί και αυτός κυλούσε κάτω στις πέτρες που τον μετέτρεπαν σε αλεύρι. Ο σπόρος έπεφτε από ψηλά σαν την άμμο μιας κλεψύδρας, κάθε κόκκος αντιστοιχούσε σ’ ένα θραύσμα χρόνου.

Άκουγα τις πέτρες να αλέθουν και το ρυθμό ν’ αλλάζει όταν οι χαρακιές και τα εξογκώματα του βασάλτη άλλαζαν τον τόνο στο ίδιο ακριβώς μεσοδιάστημα.

Αυτός ο διαρκής κύκλος ήταν για μένα το σχήμα και η κίνηση του έξω κόσμου, η διαδοχή των ωρών, των ημερών, των εποχών.

Μόνο μια φορά οι μυλόπετρες σταμάτησαν, μια χρονιά που μια μυστηριώδης αρρώστια κατέστρεψε τη σοδειά. Δεν υπήρχε σπόρος να αλεστεί και μέσα στην σιωπή που προμήνυε συμφορές νόμιζα πως θα σταματήσει κι η δικιά μου η καρδιά.

Σε λίγες εβδομάδες έφεραν σπόρο από μακριά, όμως αυτό το συμβάν ήταν μια προειδοποίηση. Εκείνο το σχέδιο, το τόσο κοντινό στην ίδια τη ζωή δεν ήταν ούτε αλάθητο, ούτε αμετάβλητο. Οι ζωτικοί κύκλοι μπορούσαν να αλλάξουν ξαφνικά. Ήταν ένα χρήσιμο μάθημα.

Τα χρόνια πέρασαν μέχρι που η καινούρια τεχνολογία έκανε τις μυλόπετρες να σωπάσουν ανέκκλητα και οριστικά.

Φύγαμε από τον μύλο για να εγκατασταθούμε σε μια κοντινή επαρχιακή πόλη. Είχα περάσει τα πενήντα πέντε αλλά ήμουν ακόμα καλοδιατηρημένη, όταν μια ψυχρή ανοιξιάτικη μέρα χτύπησε την πόρτα μας ο παππάς.

Μίλησε με τον πατέρα για ώρα. Ένας χήρος, ομογενής από την Αμερική του είχε γράψει, ζητώντας του να του βρει μια καλή κοπέλα, ικανή να φροντίσει εκείνον και το άδειο του σπίτι.

Ο μπαμπάς συγκινημένος με ρώτησε αν δεχόμουν. Μετά από μια άγρυπνη νύχτα απάντησα ναι. «Να φύγεις κόρη μου, και να μην ξαναγυρίσεις, ούτε για να με αποχαιρετήσεις.» Πέθανε δύο χρόνια μετά στο δημοτικό γηροκομείο και πάει πολύς καιρός που τον έχω συγχωρέσει.

Ο άντρας μου με περίμενε στο αεροδρόμιο κρατώντας ένα τριαντάφυλλο. Ήταν δέκα χρόνια πιο μεγάλος από μένα, ευκατάστατος, ψηλός, καλοστεκούμενος, ευγενικός. Μου πήρε δασκάλα για να μάθω αγγλικά και μ’έπεισε να λύσω τον κότσο και να κόψω τα σπαστά καστανά μου μαλλιά στο ύψος των ώμων.

Σιγά σιγά συνήθισα να χρησιμοποιώ τις πολύπλοκες συσκευές της κουζίνας, να φτιάχνω μπάρμπεκιου για τους φίλους του τις Κυριακές, να φροντίζω μαζί του τις τριανταφυλλιές.

Συνήθισα το αντρικό άγγιγμα, την αίσθηση του να κοιμάσαι και να ξυπνάς με την ανάσα ενός άλλου δίπλα σου. Δεν ξέρω αν ήταν έρωτας, δεν είχα μέτρο σύγκρισης, αλλά τον αγάπησα δυνατά και με μεγάλη αφοσίωση για δέκα χρόνια.

Μια Τετάρτη πολύ νωρίς το πρωί, ακριβώς τη στιγμή που το καϊμάκι του ελληνικού φούσκωνε στο μπρίκι κι οι φέτες του ψωμιού πετάχτηκαν από τη φρυγανιέρα, είδα την εφημερίδα που κρατούσε μισοξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα κοντά μου, να γλιστράει από τα χέρια του και να σκεπάζει το πρόσωπό του.

Μετά από αυτό δε θυμάμαι τίποτα,μόνο ότι ξύπνησα στην κλινική.Το διάστημα της αρρώστιας μου, μου χρειαζόταν υπέρμετρη προσπάθεια για να θυμηθώ ακόμα και ποια είμαι. Όταν κατάλαβα με τη βοήθεια των φαρμάκων και την αφοσίωση του γιατρού ότι δεν είμαι η μητέρα μου, μια γυναίκα με έξι κόρες, είχαν περάσει δύο μήνες.

Φώναζα τον νεαρό γιατρό Αλέξανδρο. Στο μυαλό μου οι σκέψεις μου συγκρούονταν και αναπηδούσαν κάνοντας έναν ήχο σαν το καλαμπόκι που έσκαγε μέσα στην μηχανή του ποπ κορν. Και μόλις έκλεινα τα μάτια μου, οι ήχοι αυτοί σίγαζαν, βρισκόμουν μπροστά στην τεράστια φτερωτή ενός άγνωστου μύλου, ο άνεμος την γύριζε ακατάπαυστα και ισόχρονα, αντίθετα από τους δείκτες ενός ρολογιού κι ο απαλός της ήχος καθώς έσχιζε τον αέρα με γέμιζε αγωνία.

Μπροστά της πάνω στο χορτάρι, βρισκόταν ένα μικροσκοπικό ζαχαρωτό ζευγάρι, η νύφη κι ο γαμπρός, που είχαν κατέβει από την κορυφή της γαμήλιας τούρτας.

Οι βέργες των φτερών μάκραιναν, απειλούσαν να διαλύσουν τα ζαχαρωτά ανθρωπάκια, χτυπούσαν το γαμπρό, το μαύρο κουστούμι του γινόταν ένας άμορφος σωρός και εγώ δίπλα, παγιδευμένη στο δικό μου λευκό ζαχαρωτό ούρλιαζα χωρίς να βγαίνει ήχος.

Κι έπειτα άλλες εικόνες επαναλαμβάνονταν. Ένας ψηλός άντρας με γκρίζα μαλλιά έσκαβε στο χιόνι κι έβγαζε μια γυναίκα, ίδια με μένα, τυλιγμένη με μια δαντελένια λευκή κουβέρτα.

Προσπαθούσε να τη ζεστάνει, την έτριβε και την έσφιγγε πάνω στην καρδιά του, αλλά εκείνη ήταν τόσο άκαμπτη που του γλιστρούσε από τα χέρια.

Υπέφερα αβάσταχτα και για καιρό, τόσο που συχνά σκέφτηκα να δώσω ένα τέλος στην ζωή μου. Αν δεν το έκανα δεν ήταν επειδή η κλινική ήταν σιδερόφραχτη, μια χιλιοκλειδωμένη χρυσή φυλακή, χωρίς αιχμηρά αντικείμενα και με άθραυστα τζάμια.

Ξυπνούσα στη μέση της νύχτας κι έγραφα μ΄έναν δυσανάγνωστο τρεμάμενο γραφικό χαρακτήρα που καθόλου δεν έμοιαζε με το δικό μου, ασυνάρτητες σημειώσεις σ’ένα μικρό τετράδιο με σκουροπράσινο εξώφυλλο.Οι ίδιοι δύο στίχοι ενός ποιήματος από το αναγνωστικό μου επανέρχονταν κυκλικά πότε μαζί ,και πότε ξεχωριστά:

«Ευδόκησε ν’αφανιστώ, χωρίς να ξαναζήσω
Σ’ευχαριστώ γιά τα βουνά και γιά τους κάμπους που είδα»

Και για μήνες ο πρώτος κυριαρχούσε- Ευδόκησε ν’αφανιστώ,χωρίς να ξαναζήσω,τον έγραφα και τον ξανάγραφα ανάμεσα σε σκόρπιες εικόνες και σκέψεις,σαν επίκληση, μ’όλη μου την απελπισία,με τον πόθο της απόλυτης εκμηδένισης. Όμως με τον καιρό, όλο και συχνότερα, την επιθυμία του αφανισμού ,ακολουθούσε η ευγνωμοσύνη, και τότε για λίγο, ένα συναίσθημα γαλήνης με καλούσε πίσω στη ζωή.

«Σ’ευχαριστώ για τα βουνά και γιά τους κάμπους που είδα»

Κι εκείνες τις στιγμές έρχονταν από πολύ μακριά αναμνήσεις ευτυχίας από το δάσος των παιδικών μου χρόνων. Το κελάηδημα των πουλιών, το μικρό ελάφι που έτρωγε χορτάρι από το χέρι μου, οι σκαντζόχοιροι και τα αγριοκούνελα που έτρεχαν από θάμνο σε θάμνο. Το θρόισμα των ανοιξιάτικων φύλλων, το ρυάκι που έπλενα το πρόσωπό μου, οι μικρές βάθρες πάνω από τα κελαρυστά νερά και οι ξερές πευκοβελόνες κάτω από τα βήματά μου. Το γέλιο του Αλέξανδρου όταν έβγαζε ασημένια ψάρια από το ποτάμι.

Όλα αυτά ήταν που με κράτησαν τότε ζωντανή.

Έμεινα στην Αμερική. Παντρεύτηκα άλλες δύο φορές, ο δεύτερος σύζυγός μου ήταν Ιρλανδός και ο τρίτος πάλι χήρος ομογενής. Δεν άντεχα τη μοναξιά. Έζησα ειρηνικά χρόνια μαζί τους, όμως κανείς δεν ήταν σαν τον Άρη μου, τον πρώτο μου άντρα. Είχα την ελπίδα ότι θα έφευγα πρώτη, ότι δεν θα επιζούσα και τις επόμενες δύο φορές. Δε στάθηκα τόσο τυχερή.

Επέστρεψα στο σπίτι του πρώτου μου γάμου, στα Χάμπτονς. Μπροστά στην πόρτα μου άμμος και ο ωκεανός.

Η περιουσία μου μετά από τρεις κληρονομιές είναι πολύ μεγάλη.

Τη δώρισα εν ζωή, στο Half the Sky, μια ανθρωπιστική οργάνωση για την εκπαίδευση των κοριτσιών του τρίτου κόσμου. Λαμβάνω συχνά

γράμματα από τις αναδεξιμιές μου. Τους απαντώ. Οι τοίχοι του γραφείου είναι γεμάτοι από φωτογραφίες με γελαστά πρόσωπα.

Πλέκονται με τα πρόσωπα όσων αγάπησα στο παρελθόν. Ο πατέρας, η μάνα, οι αδελφές μου. Ο τόπος που γεννήθηκα και αυτός ο νέος που με δέχτηκε. Σ’ αυτό το σπίτι, ο Άρης είναι κάθε στιγμή μαζί μου. Σηκώνομαι με την ανατολή και πηγαίνω να βρέξω τα πόδια μου στον ωκεανό μπροστά μου. Ο Άρης μου κρατάει το χέρι.

Κάθε μέρα σκέφτομαι ότι σήμερα ίσως να είναι η τελευταία ανατολή που βλέπω κι είμαι πολύ, πολύ ευτυχισμένη

Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στην κεντρική Αφρική. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και σύγχρονη λογοτεχνία στη Σορβόννη. Διήγημά της έχει διακριθεί στον διαγωνισμό των εκδόσεων Πατάκη για το Hotel Χάος (2013) και άλλο της διήγημα έχει δημοσιευτεί στη στήλη «Μικροιστορίες» του Books Journal. Ζει στην Αθήνα όπου εργάζεται σαν καθηγήτρια ξένων γλωσσών. Αγαπά τα βιβλία, το κολύμπι, τις γάτες και τις εξωτικές κουζίνες, συμπεριλαμβανομένης και της χιώτικης.

Άφησε σχόλιο