Μια ιστορία της Στέλλας Τσιροπινά στη μνήμη της της Μερσινιάς και του Λουρέντζου
Σε μια γωνιά της αποθήκης
κείτεται
η ραπτομηχανή
της Singer.
Άπιαστη σχεδόν,
δουλεύτηκε μονάχα
από τις πλερωτικές της Μερσινιάς
που ράψαν και κεντήσαν
τα προικιά της.
Όμως
η Μερσινιά
δεν ήτανε για κόσμο η καημένη:
όταν η κοκόνα Βεργινώ,
η μάνα της,
σαλπάρισε για πάντα,
η Μερσινιά έζησε
άχαρα
όλη της τη ζωή,
με λάμπες πετρελαίου και κεριά,
παρέα με το Λουρετζή,
τον αδερφό της.
Στο τέλος,
θες από την κάπνα,
θες από τη μοναξιά,
το πατρικό τους σπίτι
γίνηκε κατάμαυρο.
Τη μηχανή τη δώρισε στη μάνα μου:
«εσύ έχεις παιδιά.
Θα κάμεις και εγγόνια.
Χάρισμά σου.»
Η μάνα μου την έδωσε σε μένα:
«μήπως και μάθεις ράψιμο» μου είπε.
Ποτέ, η αλήθεια, δεν τη δούλεψα.
Μόνο,
αραιά και πού,
την ξεσκονίζω τελετουργικά.
Μόλις αγγίζω το ξύλινο χερούλι της,
ο τροχός
αρχίζει να γυρνά.
Τότε,
παμπάλαιη η βελόνα
ράβει στον αέρα
πανιά και πανικά αόρατα
και τα γαζώνει
με κλωστές ανάερες,
χωρίς ραφή και ράμμα.
Σαν να κρατά ρυθμό
σ’ ένα τραγούδι
που οι λέξεις του ξηλώθηκαν
προτού ακόμη ειπωθούν.