Το καρφί και η Δόξα

0

του Κοσμά Τσόλα

Έρημα και μόνα στέκονται τα γλυπτά απάνω στα βάθρα τους και κοιτούν.

Κάποτε συνελήφθησαν, από ένα ερωτικό σπινθηρισμό στο μυαλό του τεχνίτη, που ευλαβικά, με ζέση, φύσηξε επάνω σε αυτά τα αχνοφωτισμένα, ασχημάτιστα ακόμα έμβρυα, τη πρώτη τους ανάσα.

Η σπίθα αυτή με το καιρό φούντωσε κι εκείνος με προσοχή φύλαξε την αδύναμη φλογίτσα εντός του και με σιγανές ανάσες, τη μεγάλωσε στα σωθικά του μέσα, όπως η μάννα το παιδί στη κοιλιά της.

Όλο ανησυχία και προσμονή αφουγκράστηκε τους παλμούς από τη νέα καρδούλα κι όλο αγωνιούσε κι έτρεμε στη σκέψη, μήπως έξαφνα σταματήσει πια να τους ακούει.

Κι όταν παρήλθε η εποχή της κυοφορίας και το γλυπτό σιγά-σιγά πήρε σάρκα και οστά, πως το χαϊδεύει όλο φροντίδα και προσήλωση, ξενυχτώντας μαζί του στο εργαστήριο, βλέποντάς το όλο καμάρι να θρέφεται και να μεγαλώνει.

Αναρίθμητες φορές θα το κοιτάξει από όλες του τις όψεις, μήπως το αγαπημένο του δημιούργημα έχει κάποιο ψεγάδι η κάποια ατέλεια-το ξέρει είναι σκληρός ο κόσμος- κι όλο κάτι προσθέτει, όλο κάτι αφαιρεί κι όλο ατελές του φαίνεται και μοχθεί πάλι και παλεύει, να ομορφύνει το παιδί του και να το λαμπρύνει, όπως το φαντάστηκε.

Το γλυπτό πάλι, πότε υπάκουο και πότε ατίθασο, πότε κακότροπο και πότε φιλικό, αρχίζει κι αποκτά τη δικιά του ζωή και το δικό του πρόσωπο.

Πότε συνεργάζεται κι ακούει τη φωνή του γονιού του, μα άλλες φορές παίρνει το δικό του δρόμο και τρέχα να το πιάσεις.

Έτσι που κάποτε και κείνο πια ενηλικιώνεται κι έρχεται η ώρα του αποχωρισμού, να φύγει από τα χέρια του δημιουργού του και να εκτεθεί δημοσίως.

Εκείνο βιάζεται, μα ο τεχνίτης ξέροντας την τύχη του, το βλέπει με τρυφεράδα και πόνο, κουνώντας σκεπτικά το κεφάλι του στα αποκαλυπτήρια.

Εκεί το καημένο το γλυπτό, θα μαρτυρήσει με όλη τη σημασία της λέξης.

Στην αρχή θα πέφτουν πάνω του βλέμματα αδιάφορα, απαξιωτικά, ανόητα, εχθρικά, σπάνια κάποια με κατανόηση και θαυμασμό.

Και δυστυχώς μετά τα βλέμματα-ιδίως στη χώρα και στο νησί μας-έτσι απροστάτευτο και ανυπεράσπιστο που είναι στον κάθε τυχόντα περαστικό, θα το καταχερίσουν κιόλας.

Θα του σπάσουν ένα μαρμάρινο δάχτυλο που προεξέχει, θα του κουτσουρέψουν τη μύτη η το αυτί, θα το βάψουν με σπρέι στα μάτια και τα χείλια και θα το αφήκουν παραπεταμένο και κουτσουλημένο από τα περιστέρια.

Διαπομπεύουν και διασύρουν χωρίς λόγο έναν αθώο, ξεχνώντας πως κι εκείνος σαν τρυφερό παιδί, αγαπήθηκε ολόψυχα κάποτε από ένα γονιό, που τώρα πια είναι μακριά του.

Κι αφού του βάλουν τα εφτά καρφιά, στο τέλος όταν το βαρεθούν, περάσει η μόδα του η τους ενοχλεί η παρουσία του, κάπου θα το παραπετάξουν η θα το λιώσουν για να πάρουν το υλικό του.

Τέτοιες σκέψεις έκανα όσο περίμενα να βρεθεί το ένοχο καρφί που μου έσκασε το λάστιχο, κοιτάζοντας απέναντί μου να διαγράφεται κατάμαυρη και στιλπνή από το ψιλόβροχο, η φιγούρα της «Δόξας» του Γιάννη Παππά.

Πόσες φορές πέρασα από κείνο το σημείο αφήνοντας την πόλη πίσω μου, πότε εποχούμενος, πότε πεζός μα ελάχιστες φορές της έριξα ένα βλέμμα, από κείνα που πραγματικά σε κάνουν να «δεις».

Το σκασμένο λάστιχο ήταν μια ευκαιρία να προσέξω για πρώτη φορά το βήμα της, τη ματιά της, καθώς γυρνούσε τη πλάτη, έτσι μου φάνηκε, στη τελετή που κάποιοι μεγαλοσχήμονες, περίμεναν να τη δουν να στεφανώνει τους ήρωες.

Πένθιμη η κίνησή της στη συννεφιά της μέρας εκείνης, απόγνωση και απελπισία στο βλέμμα της.

Τίποτα ηρωικό, τίποτα χαρμόσυνο, τίποτα νικηφόρο.

Τα γυμνά στήθη της, που όπως άκουσα ήταν ο λογος να μεινει καταχωνιασμένη στα υπόγεια, μαραμένα, αρνούνται να θρέψουν άλλους γιούς, που τα κουφάρια τους θα γίνουν λίπασμα στο ζοφερό δέντρο του πολέμου.

Γνωρίζει εκείνη την αξία της ζωής, μέσα της την φύλαξε και την ανάστησε, ξέρει τι θα πει απώλεια παντοτινή, μόνο μια μάννα ξέρει.

Μπήκε λοιπόν πρώτη στη μακάβρια πομπή των πεθαμένων, που δεν βλέπουμε τη μέρα, μα αν καλοκοιτάξεις στην αχλή ενός έρημου χειμωνιάτικου ξημερώματος, μπορεί και να τη δεις πίσω της, να την ακολουθεί βουβά και πένθιμα, μέσα σε ατμούς από λιβάνια και λήθη.

Κίνησε να πάει κατά τη δύση του ήλιου κι εκείνο το καταραμένο στεφάνι που της καίει το χέρι, θα το πετάξει στο βαθύτερο πηγάδι.

Αυτό μου φάνηκε το νόημα του γλυπτού και τότε κατάλαβα και το λόγο που χρόνια ήταν παραπεταμένο στα υπόγεια, κρυμμένο λες και το φοβόνταν.

Δεν ήτανε τα ιερά, ζωοφόρα, γυμνά της στήθια που προφασίστηκαν αλλά η ματιά της.

Δείτε τη ματιά της και θα καταλάβετε.

Σ αυτήν φαίνεται όλη η απελπισία, όλος ο παραλογισμός, όλος ο ανθρώπινος πόνος που ξεχειλίζει και πλημυρίζει και που τον ήξερε από πρώτο χέρι ο γλύπτης, αφού υπηρέτησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου το 1940.

Είναι το βλέμμα της γυναίκας που κλήθηκε να σηκώσει στους ώμους της, το αφόρητα βαρύ φορτίο της οριστικής απώλειας.

Κι ομολογώ, πως πρώτη φορά, πριν από μερικές μέρες, είδα μπροστά της να φωτογραφίζονται όχι φυσικά Χιώτες ή τουρίστες, αλλά πρόσφυγες του πολέμου από τη Συρία.

Αυτοί ξέρουν καλύτερα, σκέφτηκα και συνέχισα το δρόμο μου.

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στην Αθήνα. Ζεί και εργάζεται στην Χίο.

Άφησε σχόλιο