της Βίκυς Γεωργούλη
Οι λαλάδες εβγήκανε, χρόνια έχω να πάω να τις δω, είπα προχτές το απόγεμα στην ανιψιά μου, ε με πας μια βότα, θα σου βάλω εγώ τη μπετζίνα. Κι η αλήθεια είναι πως ετούτο το κορίτσι χατίρι δε μου χαλά, της αρέσει η φύση και τη χαίρεται.
Σαν επεράσαμε τη Χώρα και τον Κάμπο, εχώθηνε ευτή σε σοκάκια όμορφα και μυρωδάτα, που το φως του ήλιου δεν εχώραγε να μπει, ετουνού του καιρού τα παιδιά όλα τα ξέρουνε. Στην Παναγιά την Κρήνα εσταματήσαμε, είπα μπας και έμπαινα μέσα να δω και να θαυμάσω αλλά ήτανε κλειστή, σπάνια την ανοίγουνε, είπε η Καλλιόπη και προχωρήσαμε προς τα χωράφια. Να το κόκκινο χαλί, να οι λαλάδες έβαλα φωνή όλο χαρά κι εκείνη αρχίνησε τσάκα τσούκα να τις τραβά φωτογραφία, εγώ έμεινα ακίνητη να βλέπω την ομορφιά τους, τις έπιανα, τις χάδευα, πήρα την πρωινή τους δροσιά.
Θα κόψεις, θεία, με ξύπνησε η Καλλιόπη, όχι, κόρη μου, δεν θέλω να κόψω, ίντα να τις κάμω στο βάζο, α βαστήξουνε για δυο μέρες, θα χάσουνε το χρώμα τους και μετά πάνε για πέταμα, αμαρτία από το Θεό. Έτσι δα τις διαβολίζουνε, κόβουνε αγκαλιές λαλάδες, βγάζουνε και τους βολβούς, σάμπου εξαφανίσανε τα πολίτικα έτσι θα χαθούνε κι ευτές. Πρώμα ήβγανε φέτος, αφού η άνοιξη μας ήρτενε νωρίτερα με τούτους τους καιρούς, ήβρεξε, αρχινήσαν οι νοτιάδες, επρασίνισε ο τόπος.
Οι Χιώτες που θένε να παινεύονται πως από δω εξεκίνησε η ολλανδική τουλίπα, θαρρώ πως άδικα κοκορεύονται, είπε η Καλλιόπη. Η Χίος είναι από τα μέρη όπου εξαπλώθηκε η τουλίπα, όμως μας ήρθε από την Κεντρική Ασία κι έφτασε μέχρι τις νότιες, κεντρικές και ανατολικές πλευρές της Ευρώπης.
Και πως τις λέμενε λαλάδες, εμείς, την αρώτησα. Lole είναι η περσική ονομασία της, στην Τουρκία την είπανε Lale κι εμείς λαλάδα. Λολάδα έπρεπε να την πούμενε, αφού ούτε λίγο ούτε πολύ, όλοι οι Χιώτες είν’ λολοί, της είπα και γέλασε. Στη Χίο έχουμε τέσσερα είδη, είπε κι άρχισε να μιλά αλαμπουρνέζικα, toulipa aegenensis, toulipa undulatifolia, toulipa clousiana και toulipa praecox κι απόρησα πως δεν εστραμπούληξε τη γλώσσα της για να τα πει, της ήδωκα τα συγχαρίκια μου για τις γνώσεις της.
Εδευτή, η πρώτη, είναι είδος της Ανατολικής Μεσογείου και το πιο πολύ που φτάνει δυτικά είναι η Χίος και το τρίτο είδος, που να το πω δεν ηξέρω, είναι το ριγέ, ασπροκόκκινο, το πολίτικο, αυτό που το’χουν διαβολισμένο. Την ώρα που ήβγαλα το θερμός με τον καφέ και κάτι κουρκουμπινάκια για να την τρατάρω, η Καλλιόπη συνέχισε την κουβέντα της. Και που να τα θυμάμαι να τα πω στη Μαριγώ το βράδυ άμαν έρθει σπίτι; Έχει βγει, είπε, Προεδρικό διάταγμα για την προστασία της χλωρίδας κι ανάμεσα στα φυτά που απειλούνται είναι το πολίτικο κι ένα είδος λαλάδας, αλλά ποιος νοιάζεται και ποιος τα προστατεύει.
Αφού απόπιαμε τον καφέ κι ήβγαλα δυο βιζίτες, νεκροδόντες κι αγριοράδικα, επεράσαμε από Θολοποτάμι και Καλλιμασιά, εθυμήθηκα πως όλα τα χωράφια ήταν στρωμένα κόκκινο χαλί, σαν ευτό που στρώνουνε στους επισήμους, κακοχράχει η ώρα τως. Εμπήκανε τα τρακτέρ και τα σκαφτικά, πα στο διάλο οι βολβοί, πέφτει κι ο κόσμος με λύσσα απάνω σε ό,τι όμορφο βγει και τ’ αφανίζει.
Μεσημέρι πια ανηφορίσαμε στα βόρεια, πέτρες, κοτρώνες κι αστυφίδες στα βουνά μας, όλη η ευλογία έκατσε από τα κεντρικά και νότια, σκίνοι και λαλάδες. Από το μαστίχι ο τόπος ζει εδώ και αιώνες. Οι λαλάδες είναι μόνο για ομορφιά, να χαίρεται το μάτι, ν’ αγαλλιάζει η καρδιά. Ας τις αφήκομε στην ησυχία τως, να τις βρούνε κι οι γενιές που ‘ρχονται. Με τούτα και μ’ εκείνα, με την κρίση που περνούμε εχάσαμε τη λολάδα μας, μη χάσουμε κι από την αδιαφορία και την ουργιαμάδα μας και τις λαλάδες.
από μια δημοσίευση μου στο ταξιδιωτικό περιοδικό Έπαθλο
φωτογραφίες Γιάννης Κωσταρής