Μποναμάς

0

γράφει ο Κοσμάς Τσόλας

Ξαπλωμένος στην κουκέτα του, πιέζει με το μαξιλάρι το πρόσωπο και σφίγγει τα μάτια, μήπως μπορέσει και γλυτώσει από τον βασανιστή πονοκέφαλο.
Ένα τηλεφώνημα από το γραφείο, που κάνει τα πληρώματα ρήμαξε τις γιορτές τους.
Του έρχονται ξανά και ξανά στο μυαλό οι στιγμές του αποχαιρετισμού.
Κατέβηκε βιαστικά τα τρία σκαλοπάτια της βεράντας, σηκώνοντας τη γκαστρωμένη βαλίτσα.
Η γυναίκα του με βία να συγκρατεί το κλάμα, που σάλευε έτοιμο στα χείλη και τα δύο του αγόρια να στέκονται αριστερά και δεξιά της και να κοιτούν, μια εκείνον και μια τη μάννα τους.
Πίσω τους η πόρτα του ζεστού σπιτιού ανοιχτή, στο βάθος η καινούργια σόμπα πετρελαίου, με την γαλάζια φλόγα να σαλεύει πίσω από το τζάμι της και οι αναλαμπές στον τοίχο από τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Πέσανε μερικές λευκές νιφάδες χιονιού την ώρα εκείνη, από το σκοτεινό ουρανό, ο μικρός έκανε να χαρεί, μα μετά το μετάνιωσε και μαζεύτηκε.
Ακούστηκε η κόρνα από το ταξί και ξεκίνησε να φύγει.
Μπείτε μέσα να μην κρυώσετε πήγε να πει, αλλά ανοίγοντας το στόμα, αντί για αυτό, ένας λυγμός σαν αναγούλα του ήρθε, συγκρατήθηκε, ντράπηκε και δεν είπε τίποτα, μόνο κούνησε βιαστικά το χέρι κι απόστρεψε το πρόσωπο.
Μετά, αεροδρόμια αεροπλάνα και ξανά αεροδρόμια και λεωφορεία κι αυτοκίνητα, μέχρι που έφτασε να κείτεται σε τούτη τη κουκέτα, στην άλλη άκρη του κόσμου.
Εκτός από το μονότονο θόρυβο της ακοίμητης ηλεκτρομηχανής, άλλο τίποτα δεν ακούγεται στο σιωπηλό βαπόρι.
Που και πού κάποιοι άγνωστοι μεταλλικοί ήχοι από τα έγκατά του, που ξαφνικά σταματούν.
Σηκώθηκε χωρίς να ανάψει φως και κοίταξε από το φινιστρίνι.
Ο ντόκος έρημος, τα πεζοδρόμια καλυμμένα με βρώμικο μισολυωμένο χιόνι, τα κρένια από πάνω στέκονταν άνεργα και βουβά.
Ξάπλωσε πάλι και θυμήθηκε το χτεσινό όνειρο.
Ήτανε λέει στο σπίτι του το πατρικό, τέτοιες μέρες, χρονιάρες.
Η μάννα του η μακαρίτισσα το είχε στολίσει με γλυκά, με πορτοκάλια και μανταρίνια και με τις αγαπημένες της καράφες γεμάτες κρασί, ούζο και λικέρ.
Ζεστούλα είχε, δυό μαγκάλια ανάβανε και μαζεμένοι όλοι κοιτούσαν εκείνο.
Η μάννα του πήρε ένα πορτοκάλι και του το πρόσφερε, πάρε γιέ μου του λέει, πάρε το να ξεγανιάσεις κι εκείνος το πήρε και την στιγμή εκείνη άγγιξε το χέρι της μακαρίτισσας, που ήτανε κρύο σα τον πάγο και ξύπνησε.
Άναψε το μικρό φως της καμπίνας και κοίταξε γύρω του.
Του φάνηκε ότι ακόμα μύριζαν τα χνώτα του προηγούμενου.
Στον απέναντι μπουλμέ κολλημένες κάτι πρόστυχες φωτογραφίες και δίπλα στο λαβομάνο ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι, με μια γουλιά πιοτό μέσα, παλιά ναυτική συνήθεια για το καλωσόρισμα.
Απάνω στη καρέκλα είχε ακουμπήσει την χοντρή βαλίτσα του, που ακόμα δεν είχε ανοίξει.
Σηκώθηκε ξανά και έριξε νερό στο πρόσωπό του, ήπιε και το υπόλοιπο ουίσκι από το μπουκάλι.
Στην υγειά σου ρε τυχερέ, είπε μέσα του, θα κάνεις πρωτοχρονιά με τους δικούς σου.
Άνοιξε την βαλίτσα του κι αμέσως η μυρουδιά της του θύμισε την Χίο και το σπίτι.
Απάνω πάνω ήταν μια ασημένια εικονίτσα του Άγιου Νικόλα κι από κάτω άσπρες και καλοσιδερωμένες οι ποδιές του.
Έβγαλε ένα παντελόνι με πουκάμισο και ντύθηκε για να βγει.
Η καμπίνα και το βαπόρι δεν τον χωρούσαν, να κοιμηθεί δεν μπορούσε, το καπνιστήριο άδειο τέτοια ώρα, θάπαιρνε ένα ταξί να τον πάει κάπου να τα πιει, για να περάσει η δύσκολη βραδιά.
Κατέβηκε τις σκάλες του βαποριού και περπάτησε στον έρημο ντόκο.
Όλα τα λιμάνια τα ίδια σκέφτηκε. Σε ένα πήγες, όλα τα είδες.
Κάπου είδε μια έξοδο από το λιμάνι και βρέθηκε σε ένα φαρδύ φωτισμένο δρόμο.
Ο ταξιτζής τον ρώτησε αν το μπαρ θέλει να έχει άσπρες για μαύρες γυναίκες και κείνος του απάντησε πως δε θέλει καθόλου, ο ταξιτζής τον είδε περίεργα, ναυτικός δεν είσαι τον ρώτησε.

Το μπάρ στην αρχή του φάνηκε κλειστό, τόσο σκοτεινό ήτανε, σα τη γέφυρα του καραβιού άμα ταξίδευε.
Έκατσε σε ένα σκαμπό και ζήτησε από το μπάρμαν να του φέρει ουίσκι.
Κοίταξε γύρω του καχύποπτα, ξένος μέσα σε ξένους, μπορεί και να ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε μονάχος του από το καράβι όσα χρόνια ταξίδευε.
Θα έπινε μερικά ποτά να ζαλιστεί λιγάκι και μετά θα γύριζε σύντομα στην ασφάλεια της καμπίνας του.
Στο δεύτερο ποτό και αφού πήρε τον αναπτήρα του να ανάψει τσιγάρο, είδε στα πόδια του σκαμπό που κάθονταν ένα πεσμένο ρολόι.
Ταράχτηκε που το είδε, ακριβό φαίνονταν, από ποιόν να έπεσε σε τούτο το καταγώγιο, σκέφτηκε.
Ξανακοίταξε στα πόδια του και είδε την ακριβή του κάσα να χρυσίζει.
Να το όνειρο με τη μάννα μου και το πορτοκάλι σκέφτηκε, ο μποναμάς μου είναι φαίνεται τούτος.
Στο τέταρτο πιοτό αποφάσισε να σκύψει να το μαζέψει.
Κοίταξε πάλι γύρω του, κόσμο δεν είχε κι αυτό ήταν κακό, κάτι γερόντια ήταν μαζεμένα σε ένα τραπέζι και παίζανε την πόκα και κάνα δυο παρέες ακόμα.
Έστυβε το μυαλό του για να βρει τρόπο να σκύψει και να το πάρει, χωρίς να τον καταλάβουν.
Σιγά με το πόδι του αδέξια στην αρχή τόφερε κοντά του σε θέση βολής και υπολόγιζε την κίνηση, σα το γάτο που ετοιμάζεται να ορμήσει στο πουλί.
Όμως η ευκαιρία δεν έρχονταν.
Όλα τα μάτια νόμιζε πως απάνω του είναι καρφωμένα.
Σε λίγη ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας γέρος που βαστούσε στα χέρια του ένα μικρό ακορντεόν.
Έπιασε να παίζει ένα ρυθμό εύθυμο και η προσοχή του μαγαζιού στράφηκε σε εκείνον.
Ένας δυο μάλιστα σηκώθηκαν και κουτσοχόρευαν.
Αυτή ήταν η στιγμή που περίμενε.
Με μια δήθεν άτσαλη κίνηση έριξε κάτω τον αναπτήρα του και σκύβοντας για να τον μαζέψει βούτηξε και το ρολόι.
Όταν σήκωσε το κεφάλι του είδε τον μπάρμαν να του χαμογελά και πάγωσε.
Εκείνος τούδειξε ένα ποτήρι μπροστά του και του λέει, αυτό κερασμένο από το μαγαζί.
Το ήπιε βιαστικά και σηκώθηκε να φύγει καλά ζαλισμένος γιατί έπινε ξεροσφύρι.
Όμως το πρωτοχρονιάτικο δώρο του, μήνυμα από την μακαρίτισσα, βάραινε στην τσέπη και τούδινε μια κρυφή χαρά.
Μέσα στο ταξί που τον πήγαινε στο καράβι, σκέφτηκε να το βγάλει να το δει, όμως κρατήθηκε θέλοντας να παρατείνει την ευχαρίστηση.
Πλήρωσε τον ταξιτζή και ανέβηκε τις σκάλες τρεχάτος.
Μπήκε στην καμπίνα του, έβγαλε το πανωφόρι και το άπλωσε στην καρέκλα.
Ξάπλωσε στην κουκέτα όπως ήτανε με τα ρούχα κι άναψε το φως πάνω του.
Έβγαλε το ρολόι από την τσέπη και σηκώνοντας το μανίκι του για να δει αν πάει σωστά στην ώρα, χαμογέλασε πικρά, γιατί το ρολόι που βαστούσε ήτανε το δικό του.

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στην Αθήνα. Ζεί και εργάζεται στην Χίο.

Άφησε σχόλιο