του Κοσμά Τσόλα
Αλλάζω ξανά πλευρό, μα ο ύπνος ξεγλιστρά πονηρά σαν χέλι.
Με κάθε μου κίνηση το ξύλινο γέρικο κρεβάτι, στρωμένο με παλιές στρατιωτικές κουβέρτες, απαντά με αναστεναγμούς, κάποτε με ανησυχητικά τριξίματα.
Ακούω τις ρυθμικές ανάσες των συντρόφων μου, που συνοδεύονται από ελαφριά ροχαλητά, προδίνοντας το βαθύ ύπνο τους και ζηλεύω την μακαριότητά τους.
Στο ασβεστωμένο κελί, βασιλεύει απόλυτο σκοτάδι, αφού η λάμπα πετρελαίου έσβησε εδώ και ώρα, διαχέοντας μια μυρωδιά πετρελαίου.
Ανοίγω ψηλαφητά το παράθυρο που είναι αριστερά μου, πατώντας ξυπόλητος σε ένα πάτωμα με αδρές και φθαρμένες ξύλινες τάβλες.
Έχουν μικρά κενά μεταξύ τους, σαν κατάστρωμα γερασμένου πλοίου και χωρίζουν το κελί μας από κάποιο κατώι, που υποθέτω κάτω μας ανεξιχνίαστο και σκονισμένο.
Η δροσιά των ανοιξιάτικων μεταμεσονύχτιων ωρών, εισβάλει ανεμπόδιστα κάνοντάς με να ξαναχωθώ σύντομα στο θάλπος του υπνόσακου.
Ακούω το θρόισμα από τις παροδικές πνοές του αέρα, που περνούν ανάμεσα από τα φύλλα της φλαμουριάς, που στέκει στιβαρός φύλακας έξω από την πύλη του μοναστηριού.
Τίποτα δεν διακόπτει την βαθιά ησυχία της νύχτας, που φωτίζεται αχνά, από έναν διαυγή και αφέγγαρο ουρανό γεμάτο αστέρια.
Το μοναστήρι απομονωμένο, μακριά από κάθε ενοχλητικό θόρυβο που παράγει ο άνθρωπος, καθεύδει στον σιωπηλό μαύρο βυθό του δάσους, σαν ναυάγιο σε μια αργυρή αχλή.
Το δεξί μου πόδι τινάζεται και πάλι ελαφρά, σημάδι της σημερινής ασυνήθιστης κούρασης από το ολοήμερο περπάτημα.
Ανακαλώ τη σημερινή πορεία που άρχισε νωρίς το πρωί με αφετηρία τη Μακρινίτσα και στόχο τη μονή Φλαμουρίου που βρισκόμασταν τώρα.
Αφήνοντας το χωριό κοιτάξαμε από ψηλά την πόλη του Βόλου στα πόδια μας, ευδιάκριτη και γεωμετρικά ταχτοποιημένη στον απώτατο μυχό του Παγασητικού, με το ανοιξιάτικο φώς και την θάλασσα να εντείνει το άσπρο χρώμα της, που διακόπτονταν από εγκάρσιες σκούρες γραμμές, τους φαρδείς δρόμους.
Μέχρι το μεσημέρι πορευτήκαμε σε τοπία χαμηλής βλάστηση όμως με υψηλό ηθικό.
Είναι χρόνια που επιλέγω την μοναχική πεζοπορία και το διάλειμμα μιας καλής παρέας στο βουνό, προσέφερε μια εξαιρετική ευχαρίστηση.
Μια ασυνήθιστη ευθυμία μας είχε καταλάβει, συνοδευόμενη από ακατάπαυστες συζητήσεις που κατέληγαν συχνά σε αναίτια, σπαρταριστά γέλια.
Οι σύντροφοι μου επιδίδονταν σε ένα απολαυστικό παιχνίδι φραστικής αντισφαίρισης, ανταλλάσσοντας έξυπνες φαλτσαριστές μπαλιές, που διέγραφαν τροχιές λογοπαίγνιων η μικρών αφηγήσεων, με εμένα θεατή να απολαμβάνω τον καλόκαρδο αγώνα.
Το παιχνίδι διακόπτονταν συχνά από τις παραινέσεις ενός τέταρτου εικονικού ηλεκτρονικού συνοδού, του ακοίμητου GPS, που μας επανέφερε στο σωστό δρόμο, μια και η σήμανση του μονοπατιού που ακολουθούμε είναι υποτυπώδης η δύσκολη στην παρακολούθηση.
Χαλαρό περπάτημα, συχνές στάσεις με πρόφαση να πιούμε νερό, να βολέψουμε τα σακίδια στην πλάτη, να φάμε κάποια λιχουδιά που κουβαλάμε μαζί μας, μα περισσότερο για να παρατείνουμε την απόλαυση της ευνοϊκής αύρας που έχει καταλάβει την συντροφιά μας.
Σταματήσαμε για την φωτογράφιση ενός παράξενου πουλιού με πορφυρό ράμφος και μαύρες φτερούγες, που κατέληγαν να διαιρούνται σε αιθέρια δάχτυλα η για να εξακριβώσουμε αν το νωθρό φίδι, με τις καφέ αποχρώσεις, που αποζητά ναρκωμένο ακόμα τον ήλιο, είναι δηλητηριώδες ή όχι.
Διασχίσαμε μικρά ορεινά λιβάδια, με την ανοιξιάτικη βλάστηση να εκρήγνυται σε χρώματα μωβ και κίτρινα, φτάνοντας σχεδόν μέχρι την μέση μας ώστε ασφυκτιώντας από την πλημμυρίδα του σφύζοντος πράσινου, να είναι αδύνατο να ξέρουμε που πατάμε σε κείνους τούς αδιάβατους λειμώνες.
Διαβήκαμε ένα μονότοξο πέτρινο γεφύρι, κυρτό απολιθωμένο κόσμημα, που κείτονταν σε ένα πράσινο πυθμένα από πλατάνια.
Οι αιώνες που κουβαλούσε στην καμπουριαστή χορταριασμένη πλάτη του, το είχαν παραδώσει στο τοπίο, για να γίνει μέρος του αξεδιάλυτο.
Την ώρα που ο ήλιος μεσουρανούσε, ανακουφισμένοι μπήκαμε στο πρώτο δάσος που μας προϋπάντησε με ψηλές, νεαρές, λυγερόκορμες δρυς, που σχημάτιζαν πάνω από τα κεφάλια μας μια σκιερή ομπρέλα.
Νεογέννητες, σγουροκέφαλες, ατίθασες φτέρες έκαναν την εμφάνισή τους στο μονοπάτι και άγριοι κισσοί αναρριχούνταν ενοχλητικά και με θρασύτητα, πάνω σε κορμούς πλατανιών, που έθαλλαν μέσα σε μικρά ξερά ρέματα.
Στο εγκαταλειμμένο καστρομονάστηρο της Σουρβιάς η κεντρική πύλη κλειστή.
Καθίσαμε αποθαρρυμένοι στα σκαλιά, στο έλεος του ζεστού μεσημεριού, βλέποντας τις ελπίδες για ξεκούραση σε σκιερά πέτρινα πεζούλια, μα κυρίως για καθαρό τρεχούμενο νερό να εξανεμίζονται.
Τριγυρίσαμε τα ψηλά τείχη του καταφέρνοντας τελικά να τα εκπορθήσουμε, με την βοήθεια της παντοδύναμης φθοράς ,τρυπώνοντας στο εσωτερικό του από μια ρημαγμένη κερκόπορτα.
Το πρώτο κτίσμα που συναντήσαμε στην είσοδό μας, μια ελπιδοφόρος, κομψή, πέτρινη κρήνη ήταν ξερή σαν καλοκαίρι.
Ένας μαύρος πλαστικός σωλήνας που διακρίναμε δίπλα της γουργουρίζοντας αποδείχτηκε τελικά ότι μετέφερε πράγματι το δροσερό, πολύτιμο και ζωογόνο νερό.
Ξεδιψάσαμε και κοιτάξαμε γύρω τον ερειπιώνα, καταυγασμένο από το σκληρό μεσημεριάτικο φως, να καταπίνεται αργά από την πανταχού παρούσα εαρινή βλάστηση, που δεν άφηνε ακάλυπτη την παραμικρή ρωγμή.
Ανέβηκα σε ένα σωρό από πέτρες με την ελπίδα να κοιτάξω μέσα στο σκοτεινό εσωτερικό του διπλοκλειδωμένου καθολικού, που έστεκε μυστηριώδες και απρόσιτο, σαν μια πέτρινη σφραγισμένη σαρκοφάγος.
Από τα σκονισμένα τζάμια δεν διέκρινα σχεδόν τίποτα.
Θυμήθηκα τις πληροφορίες ότι στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής μέσα στο καθολικό λειτουργούσε αντιστασιακό τυπογραφείο.
Φαντάστηκα τους γενειοφόρους αντάρτες, σε τούτη την έσχατη ερημιά, καλόγερους μιας άλλης θρησκείας να πασχίζουν νυχτιάτικα στο πενιχρό φως των κεριών, κάτω από το βλοσυρό βλέμμα των αγίων, με ιδρωμένα και λερωμένα μέλη από τα μελάνια, να τυπώνουν βιαστικά προκηρύξεις, που θα μοιραστούν με φόβο θανάτου.
Άλλοι να τριγυρίζουν ακροπατώντας στην σκοτεινή αυλή, ζωσμένοι τα άρματα και τα φυσεκλίκια τους, φρουρώντας τους καλόγερους, που κλείστηκαν στα κελιά τους από νωρίς, αφουγκραζόμενοι τους παραμικρούς θορύβους, τρέμοντας μην σβήσει έξαφνα, η μικρή φλογίτσα στο καντηλάκι της ζωής τους.
Όλα αυτά ποια κατακρημνίστηκαν στο βάραθρο της λήθης.
Εκείνος που θα βρεθεί εδώ δεν θα μπορέσει ούτε να υποψιαστεί ποτέ, τις αγωνίες, τις χαρές, τα πένθη που αντιλάλησαν σε τούτη την πέτρινη αυλή.
Αφήσαμε το μοναστήρι, στην στωική του εγκατάλειψη, βρίσκοντας στην βόρεια πλευρά του, την συνέχεια του μονοπατιού που συνέχιζε ανηφορικά μέσα σε δάση οξιάς.
Εδώ στην καρδιά του δρυμού, πολύ μακριά από κάθε ανθρώπινη δράση, στην πρέπουσα ησυχία «όλα αποκτούν την σωστή τους διάσταση», όπως θα έλεγε και ο ποιητής.
Ιχνηλατήσαμε λεπτεπίλεπτα ψιθυρίσματα του ανέμου στα φυλλώματα, τον ήχο του ποδιού που πάτησε ένα ξερόκλαδο, ένα μακρινό κελάηδημα το τελευταίο ίσως της μέρας, τη διαφάνεια των φύλλων της οξιάς καθώς λούζονται στο απογευματινό φως.
Σαν αρχαίοι κυνηγοί σταθήκαμε σε ένα ξέφωτο κοιτώντας γύρω το ανασκαμμένο έδαφος.
Αγριογούρουνα ή οπλές μυθικών όντων κατέσκαψαν άραγε το κατάμαυρο χώμα του Βόρειου Πηλίου και τι ζητούσαν;
Μια μεγάλη τρύπα στο έδαφος με είσοδο σαν μεγάλο χωνί ήταν άραγε η ίδια που χρησιμοποίησε ο Φόλος για να κρύψει το ποθητό κρασί από τους αξεδίψαστους συντρόφους του;
Γοητευτικά μικρά μυστήρια του δάσους άρχισαν να πληθαίνουν, καθώς ο ήλιος όδευε προς την δύση του και μια αδιόρατη ανησυχία που σιγά-σιγά έπαιρνε μορφή, καθώς τα φώτα της μέρας λιγόστευαν.
Πρωτόγονοι κρυφοί φόβοι, θαμμένοι βαθιά και μεταφερμένοι σε μας ποιος ξέρει μετά από πόσες χιλιετίες, εμφανίστηκαν υπόκωφα, καθώς βρισκόμαστε μόνοι στο δάσος, ενώ σουρούπωνε χωρίς ακόμα να είμαστε σίγουροι που ακριβώς βρίσκεται το μοναστήρι του Φλαμουρίου, στο οποίο ελπίζαμε να διανυκτερεύσουμε.
Κατηφορίσαμε την πλαγιά ενός λόφου καλυμμένη με ένα παχύ στρώμα ξερών φύλλων τόσο που τα πόδια καλύπτονταν, αιφνίδια μερικές φορές μέχρι τα γόνατα, βυθιζόμενα σε αόρατες τρύπες προκαλώντας μας κωμικά παραπατήματα που ενισχύονταν από την κούραση.
Ήταν όμως η τελευταία δοκιμασία.
Σε λίγο διακρίναμε από μακριά τους τρούλους του ναού της Μονής Φλαμουρίου να ροδίζουν, στο ιλαρό φως του δειλινού, προεξέχοντας από την ψηλή περιτείχιση, ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα των καστανιών και των καρυδιών.
Οι φόβοι και η ανησυχία διαλύθηκαν μεμιάς και μετά την ολοήμερη οικονομία στο νερό στεγνωμένοι από το ολοήμερο ιδροκόπημα, πρόβαλλε τόσο επιθυμητή μια ονειρική εικόνα, η ανάδυση ενός ιδρωμένου από την ψύξη μπουκαλιού μπύρας, από το παγωμένο νερό ενός σκοτεινού πηγαδιού, στο κέντρο της αυλής του μοναστηριού.
Διατεθειμένοι να παραχωρήσουμε ακόμα και τα πρωτοτόκια αντί όχι του γνωστού πινακίου αλλά του παγωμένου μπουκαλιού, διαβήκαμε το κατώφλι του μοναστηριού με το φώς της αμφιλύκης.
Στα πεζούλια του καθολικού κάθονταν ένας καλόγερος, με ριγμένη στη πλάτη του μια χοντρή μαύρη πλεκτή ζακέτα που μας καλησπέρισε, πληροφορώντας μας ότι ο ηγούμενος έλειπε στο Βόλο, αλλά σίγουρα δεν θα είχε αντίρρηση να φιλοξενηθούμε στο μοναστήρι.
Διόλου δεν εντυπωσιάστηκε όταν του είπαμε ότι ερχόμαστε πεζοπορώντας από τον Βόλο, αλλά με ένα επιτιμητικό βλέμμα στην κατάκοπη όψη μας, υπογράμμισε ότι στα νιάτα του έκανε μεγαλύτερες πεζοπορίες δυο και τρείς φορές την εβδομάδα.
Ένας δόκιμος νεώτερος μοναχός εμφανίστηκε με βλέμμα περισσότερο συγκαταβατικό και μας οδήγησε σε μια άκρη της πλακόστρωτης χορταριασμένης αυλής προσφέροντάς μας ένα ανεπανάληπτο ποδόλουτρο.
Βάζοντας σε λειτουργία κάποια αόρατη αντλία, παγωμένο νερό άρχισε να αναβλύζει σε μια ευρύχωρη πέτρινη γούρνα.
Αμέσως βγάλαμε τα παπούτσια και τις κάλτσες μας και βυθίσαμε τις φλογισμένες πατούσες μας στο αναζωογονητικό πηγαδίσιο νερό.
Όση ώρα κρατούσε εκείνο το φιλόξενο ποδόλουτρο η ματιά μου περιπλανήθηκε γύρω στην περιτειχισμένη αυλή.
Αν και τα σημάδια της φθοράς ήταν έντονα το εσωτερικό του μοναστηριού, έδινε την εντύπωση ενός εργοταξίου, με αρκετά πρόσφατα αναστηλωμένα και επισκευασμένα μέρη.
Ακόμα βέβαια έμεναν αρκετοί χώροι ανεπηρέαστοι από την οικοδομική δράση στους οποίους ο επισκέπτης είχε την ευκαιρία να καταλάβει την συνολική όψη της μονής στο παρελθόν.
Ήταν σαν να έβλεπε κανείς το εσωτερικό ενός ανθρώπινου στόματος, με δόντια που είχαν σφραγιστεί και θεραπευτεί από τον οδοντίατρο, ενώ άλλα παρέμεναν ακόμη έρμαια της φθοροποιού τερηδόνας.
Η πτέρυγα των φιλοξενουμένων ανήκε στην δεύτερη περίπτωση.
Δυστυχώς γιατί η πρόσβαση γίνονταν από μια πολύ στενή και επικίνδυνη σκάλα που το βράδυ έπρεπε να επικαλεστείς ακροβατικές ιδιότητες για να την ανεβοκατέβεις, προκειμένου να προσεγγίσεις το σωτήριο αποχωρητήριο.
Ευτυχώς πάλι γιατί είχαμε ίσως τη μοναδική ευκαιρία να κοιμηθούμε σε ένα κελί με ελάχιστες επεμβάσεις, ίσως εδώ και αιώνες.
Οδηγηθήκαμε στο κελί κι αφού απλώσαμε τα πράγματά μας, διαλέγοντας και δοκιμάζοντας τα κρεβάτια μας, ακούσαμε να χτυπά το τάλαντο που καλούσε για τον εσπερινό.
Η είσοδος στο σκοτεινό και ψυχρό καθολικό ήταν μια έκπληξη.
Μπαίνοντας από ένα χαμηλό παραπόρτι ένιωθε κανείς ότι διάβηκε την πύλη ενός σπηλαίου που βρίσκονταν κάτω από τη γη η ακόμα ότι αφού ξάφνου μεταμορφώθηκε σε ένα μικροσκοπικό όν και βρέθηκε στο εσωτερικό ενός ξύλινου παλιού σεντουκιού γεμάτο με κρυμμένα πολύτιμα αντικείμενα.
Σχεδόν και με ένα μυστηριώδη τρόπο, όλες οι εικόνες και οι ήχοι από το εξωτερικό περιβάλλον διαγράφηκαν ολότελα για να δώσουν την θέση τους σε κάποιες απόκοσμες χρυσίζουσες αναλαμπές καντηλιών μπροστά από το ιερό βήμα.
Ο δόκιμος μοναχός άρχισε να διαβάζει τον εξάψαλμο αργά και προσέχοντας να εκφέρει σωστά τις λέξεις.
Φανήκαμε τυχεροί πετυχαίνοντας εκείνη την περίοδο που για κείνον ήταν όλα καινούργια και ικανά να τον συγκινήσουν.
Δεν ξέρω ακριβώς το νόημα της λέξης κατάνυξη μα υποθέτω πως εκείνο το απόβραδο ένιωσα το ανεξήγητο, γλυκό, τσίμπημά της.
Το υποβλητικό σκοτάδι, η απόλυτη ηρεμία στο ναό, το σιγανό μουρμουρητό των αρχαίων εκκλησιαστικών λόγων, η κόπωση της μέρας, όλα συνέτειναν να αφεθούμε σε ένα γλυκύ και ανάλαφρο ύπνο καθισμένοι στα φθαρμένα στασίδια.
Όμως η ακολουθία του εσπερινού σύντομα τελείωσε και κληθήκαμε στη τράπεζα της μονής για να συμμετάσχουμε στο λιτό δείπνο.
Στην τράπεζα μετά την προσευχή, καθίσαμε σε ξεχωριστά τραπέζια οι μοναχοί με τους λαϊκούς.
Το δείπνο λιτό, πατάτες κοκκινιστές, ελιές και μαύρο ζυμωτό ψωμί που συνοδεύονταν από τσάι αφού ήταν Παρασκευή και δεν επιτρεπόταν η κατάλυση οίνου, κύλησε σε σχεδόν απόλυτη ησυχία απόντων ακόμα και των ήχων του τραπεζιού αφού τα πιάτα και τα ποτήρια ήταν πλαστικά.
Επιστρέψαμε κατόπιν στο κελί μας κι αφήσαμε τη κούραση που μας βάραινε να μας οδηγήσει στο μονοπάτι του ύπνου.
Η πρόωρη κατάκλιση ήταν η αιτία λοιπόν που ήμουν τώρα ξύπνιος.
Κοίταξα το ρολόι μου και υπολόγισα ότι θέλει για να ξημερώσει τουλάχιστον δυο ώρες ακόμα.
Σηκώθηκα με προφύλαξη, βγήκα και κατέβηκα στο πηχτό σκοτάδι ξαναπερνώντας τη δοκιμασία της στενής κι απότομης σκάλας κατευθυνόμενος στην πύλη του μοναστηριού.
Τα φύλλα της μεγάλης ξύλινη πόρτας ήταν ασφαλισμένα με ένα χοντρό κορμό δέντρου που λειτουργούσε σαν ένα τεράστιο περάντι, περασμένος σε δύο χοντρά μεταλλικά ελάσματα στερεωμένα στον τοίχο, όπως ακριβώς βλέπουμε στο παρελθόν να ασφαλίζουν τις πύλες στα πολεμικά κάστρα.
Ευτυχώς ψηλαφητά ανακάλυψα την ύπαρξη ενός παραπορτιού που άνοιξα σχετικά εύκολα και βρέθηκα εκτός των πυλών της μονής.
Περπάτησα προς τα ανατολικά κι αφού ανέβηκα ένα μικρό λοφίσκο στη κορφή του βρέθηκα σε ένα ξέφωτο.
Πάνω μου ο ανοιξιάτικος ουρανός έλαμπε με πρωτοφανή διαύγεια, αφού η φωτορύπανση σε κείνο το ερημικό μέρος ήταν μηδενική.
Κάθισα στα σκοτεινά ακουμπώντας την πλάτη μου σε ένα κομμένο κορμό και έσφιξα πάνω μου τα ρούχα για να προφυλαχτώ από το διαπεραστικό κρύο.
Άνοιξα ξανά τα μάτια μου όταν ο ουρανός άρχισε να γαλακτώνει και πίσω μου μέσα από τα τείχη της μονής ακούστηκε σαφής και διαπεραστικός ο ήχος από το ξύλινο τάλαντο που καλούσε για τον όρθρο.
Φωτογραφίες: Γιώργος Γιαννίσης
Συζήτηση1 σχόλιο
Υπέροχο. Συγχαρητήρια για λόγο και εικόνες!