“Στρίψτε προς Δυσμάς, ολοταχώς! Κι ας έχει γκρεμό από κάτω…”

2

του Μιχάλη Ανεζίρη

Μ’ έχει σημαδέψει καθοριστικά ως άνθρωπο η παραμονή μου επί τρία χρόνια στο Βερολίνο, στην “ατμομηχανή της μοντέρνας Ευρώπης”, από το 2007 έως το 2010. Εκεί για πρώτη φορά συνειδητοποίησα τόσο στέρεα όχι τι με αφορά, αλλά τι δεν με αφορά ως ύπαρξη.

Αναλυτικότερα, υπήρχαν φυσικά πολλά που σε πρώτη ματιά εντυπωσίαζαν έναν άνθρωπο που είχε ζήσει ως τότε αποκλειστικά στα καθ’ ημάς:

  • η άπλα των πεζοδρομίων και η ψυχική ευρυχωρία που δημιουργούσε ο ανοιχτός ορίζοντας
  • το πράσινο μέσα στην πόλη. Ο εθνικός μας κήπος είναι…χιουμοριστικό απόφθεγμα μπροστά σ’ ένα απλό βερολινέζικο πάρκο.
  • το επίπεδο εξυπηρέτησης στους περισσότερους δημόσιους φορείς. Οι άνθρωποι είναι σκάλες μπροστά από εμάς στην αντιμετώπιση της πληγής που λέγεται “γραφειοκρατία”, παρά τη φήμη που έχουν για την περιβόητη σχολαστικότητά τους.
  • η πληθώρα πολιτιστικών επιλογών, προφανώς.

Δίπλα σ’ αυτά, υπήρχαν όμως κι άλλα ύπουλα, που άρχιζαν να κυριαρχούν στην ψυχή σου, όταν σταδιακά υποχωρούσε ο εντυπωσιασμός του “τουριστικού” βλέμματος κι ενσωματωνόσουν στην καθημερινότητα – ειδικά μετά τον πρώτο χρόνο:

  • πλήρης απομυθοποίηση της Παιδείας τους. Δούλεψα τρία χρόνια σε σχολείο τους, διδάσκοντας ελληνικά σε παιδιά της ομογένειας (προσοχή, το σχολείο ήταν γερμανικής διοίκησης και εκπαιδευτικού μοντέλου). Απολύτως υπεύθυνα δηλώνω ότι το εκπαιδευτικό τους σύστημα είναι χειρότερο από το δικό μας, με μεγαλύτερη μάστιγα την απόλυτη ταξικότητα και τον “ρατσισμό” του. Τα παιδιά διαχωρίζονται σε “καλά”, “μέτρια” και “κακά” από το τέλος του Δημοτικού, βάσει της υπόδειξης ενός δασκάλου (τουλάχιστον, στα πιο συντηρητικά κρατίδια). Όσα κατατάσσονται στις δύο “κατώτερες” κατηγορίες έχουν από ελάχιστες έως μηδενικές ελπίδες να περάσουν ποτέ τους την πόρτα ενός Πανεπιστημίου.
  • μεγάλη απομυθοποίηση της Υγείας τους. Προφανώς, όχι ως προς τις εγκαταστάσεις (τα νοσοκομεία τους είναι έτη φωτός καλύτερα από τα δικά μας) αλλά ως προς το μέσο επίπεδο των γιατρών. Έχω υπ’ όψιν παραπάνω από μία περιπτώσεις γνωστών μου, που πέρασαν από τα χέρια τους για ασήμαντα κι ευκόλως διαχειρίσιμα περιστατικά και κόντεψαν να φύγουν…με φορείο για τον άλλο κόσμο. Προφανώς δεν είναι όλοι τέτοιοι, αλλά το ποσοστό των σκιτζήδων είναι σίγουρα υψηλότερο απ’ αυτό που θα περίμενε κανείς.
  • ρατσισμό άφθονο φυσικά, κι ας ήταν τότε ακόμα πιο… εκλεπτυσμένος. Όσοι δικοί μας συνδέουν την ελληνικότητά τους με… “το αρχαιοελληνικό μεγαλείο και την υπεροχή έναντι…των βάρβαρων Ανατολιτών”, θα’ πρεπε να περάσουν μια βόλτα: η προσγείωσή τους θα ήταν βάναυση και διδακτικότατη (και μιλώ για την εποχή προ κρίσης)!
  • κοινωνική σκληρότητα και μοναξιά. Ένιωθες, όσο έμπαινες στο πετσί του περιβάλλοντος, πως ήταν μια πόλη που θα μπορούσες να πέσεις κάτω στον δρόμο και η συντριπτική πλειοψηφία των συνανθρώπων σου να… περάσει από πάνω σου και να συνεχίσει ατάραχη για τις δουλειές της.
  • αφθονότατο αλκοολισμό κι εξοικείωση με τον αυξημένο αριθμό αστέγων – φαινόμενο που για μας τότε ήταν εν πολλοίς ακόμη άγνωστο.

Έφυγα τρέχοντας όταν παρήλθε η υποχρεωτική μου τριετία, παρόλο που είχα τη δυνατότητα να παραμείνω κι άλλο κι οι απολαβές μου δεν συγκρίνονταν με τις εν Ελλάδι. Και φυσικά δεν μου διαφεύγει καθόλου ότι η αξιολόγηση μιας εμπειρίας είναι ζήτημα καθαρά προσωπικό – έχει να κάνει με το ποιος είσαι, τι βιώματα και ιεραρχήσεις έχεις, σε ποια προσωπική σου φάση σε “συναντά” κάτι κλπ. Όμως θέλω να καταλήξω στο εξής – και γι’ αυτό κατέθεσα αναλυτικά στοιχεία από τις δικές μου εντυπώσεις:

Αυτή η αβασάνιστη και συμπλεγματική ευκολία, με την οποία οι πολιτικοί μας ταγοί αποφάσισαν κάποτε το περιβόητο “Ανήκομεν εις την Δύσιν”, αυτή η ευρω-λιγούρα που μας επιτάσσει να σπεύδουμε ασθμαίνοντας να πιθηκίσουμε κάθε παθογένεια των “προηγμένων” ανθρώπων της Δύσης, από τους οποίους μας χωρίζει ψυχικά μια άβυσσος, είναι υπογραφή “θανατικής καταδίκης χωρίς αναστολή” εκ μέρους μας.

“Και τι εννοεί άραγε ο ποιητής”, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος καλοπροαίρετα; “Ότι θα πρέπει αύριο να γυρίσουμε την πλάτη στη Δύση και να σπεύσουμε να μιμηθούμε την Ανατολή με τα πλείστα όσα προβλήματα – την εξευτελιστική θέση της γυναίκας, τις απροκάλυπτες δικτατορίες, τους φονταμενταλισμούς, τους ατελείωτους πολέμους, την ασήκωτη φτώχεια κλπ.;”

Προφανώς, το θέμα είναι περίπλοκο και πάει πολύ βαθύτερα από μία απλή και σπασμωδική στροφή στην εξωτερική πολιτική αύριο – πολλώ μάλλον που, ως χώρα αδυνατούμε πλήρως να ασκήσουμε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική (ανέκαθεν, αλλά σήμερα ακόμη περισσότερο). Έχει όμως τεράστια σημασία να προβληματιστούμε ως λαός – πράγμα που ποτέ δεν κάναμε συγκροτημένα – ως προς το ποιοι είμαστε και πού θα θέλαμε να πάμε. Αντί λοιπόν να τροφοδοτούμε αβασάνιστα το εθνικό φαντασιακό του “συμπλεγματικού επαρχιώτη” που πρέπει να τρέξει να προλάβει “τους πολιτισμένους”, υπακούοντας τυφλά σε όσα του επιτάσσουν, παραθέτω κάποιες σκέψεις που δείχνουν, κατά την ταπεινή μου άποψη, ότι πορευόμαστε στα τυφλά, έχοντας αποκηρύξει πολύ σημαντικές πτυχές των όσων μας συνέθεσαν:

  • οι αρχαίοι Έλληνες θαύμαζαν πάντα τους πολιτισμούς των εξ Ανατολής γειτόνων. Τα Μαθηματικά, την Αστρονομία, τα πρώτα στοιχεία φιλοσοφικής σκέψης, το αλφάβητο και τόσα άλλα τα παρέλαβαν (εξελίσσοντάς τα ύστερα σε θαυμαστό επίπεδο) από τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες – όχι από τους… Γερμανούς, τους Άγγλους και τους Γάλλους.
  • ως προς τη σχέση μας με τον χρόνο, τον διαλογισμό και τον αναστοχασμό, ρέπουμε, θεωρώ, πολύ περισσότερο προς την Ανατολή παρά προς τη Δύση. Αυτό, καταρχάς, είναι πολύ υγιές και είναι το στοιχείο που θα έπρεπε να μας τρομάζει περισσότερο στην άκριτη αντιγραφή του δυτικοευρωπαϊκού τρόπου ζωής. Η αποθέωση της προτεσταντικής ηθικής της υπερεργασίας κι ο άκρατος καταναλωτισμός παράγουν σε εκατομμύρια αντίγραφα ανθρώπους δυστυχισμένους – ανθρώπους που ζουν κι εργάζονται για να καταναλώνουν, που σκοτώνονται όλη τη βδομάδα στη δουλειά για να ξεσπάσουν σε ένα τυφλό μεθύσι κάθε Παρασκευή ή Σαββάτο βράδυ. Από την στιγμή που μας επιβλήθηκε αυτό το μοντελάκι “μνημονιακών προδιαγραφών”, βάσει του οποίου οι “τεμπέληδες” Έλληνες γίναμε οι πρώτοι σε ώρες εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και μάλιστα με μισθούς πείνας κι εξαθλίωσης που μας κρατούν καθηλωμένους σ’ αυτόν τον φάυλο κύκλο, βαδίζουμε από το κακό στο χειρότερο. Και δε νομιμοποιώ την τεμπελιά: υπερασπίζομαι ένα ιδανικό ζωής όπου ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος, δεν ξημεροβραδιάζεται ως ρομπότ σε μια γραμμή παραγωγής, για να πιάσει “νούμερα” και να γίνει “νούμερο” αναλώσιμο κι ο ίδιος! Όπου δεν εξαντλεί την ζωή του στην μετά βίας επιβίωση, στο ατελείωτο τρέξιμο, στο άγχος και στην επέλαση των ψυχικών ασθενειών.

Το ζήτημα είναι τόσο ανεξάντλητο – αλλά και κρίσιμο για το παρόν και το μέλλον μας – που πολλές πτυχές του θα μπορούσε κανείς να θίξει ακόμα. Προφανώς δε θα δούμε ποτέ προκοπή, στρεφόμενοι μόνο προς το ένα άκρο της “διπολικής” ψυχής μας. Υπήρξαμε στο παρελθόν σταυροδρόμι – γεωγραφικό, πολιτιστικό, πνευματικό – πεδίο ώσμωσης εμπειριών κι ερεθισμάτων, όχι αποκλεισμού και μονολιθικής προσέγγισης. Αν οι Έλληνες των αρχαίων χρόνων, για τους οποίους τόσο υπερηφανευόμαστε χωρίς να τους γνωρίζουμε ουσιαστικά, είχαν θεώρηση των πραγμάτων ανάλογη με τη δική μας σήμερα, τίποτα σπουδαίο δε θα είχαν δημιουργήσει. Και δεν υπάρχει τίποτε γόνιμο στον τυφλό πιθηκισμό μιας Δύσης “ανεπτυγμένης” με απελπιστική μονομέρεια, που τα αδιέξοδά της αποτυπώνονται πλήρως στην αλματώδη επάνοδο του φασισμού και του ρατσισμού – άμεση συνέπεια της αδυναμίας των κοινωνιών της να προσφέρουν οποιοδήποτε όραμα ζωής με ουσία και αξιοπρέπεια τόσο στους δικούς τους κατοίκους όσο και στις μυριάδες των ξεριζωμένων που καταφθάνουν στα εδάφη της, με την οδυνηρή αυταπάτη πως θα συναντήσουν τη Γη της επαγγελίας.

Φιλόλογος και ηθοποιός. Εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση του νησιού από το 2005.

Συζήτηση2 Σχόλια

  1. Μανάρας Ευάγγελος

    Πλήρης απεικόνιση μιας οδυνηρής πραγματικότητας. Της δύσης το άρμα δείχνει πιο φανταχτερό. Αυτό τυφλώνει με την εντυπωσιακή τεχνολογική του εξέλιξη. Ίσως και το «ανατολικό» άρμα να γινόταν κάπως έτσι αν οι θρησκείες δεν είχαν τον πρώτο λόγο τους τελευταίους αιώνες παραμερίζοντας κάθε είδους αξίες. Για πολλά χρόνια «τραμπαλιζόμαστε» πάνω στη γέφυρα που ενώνει μα και χωρίζει τους δυο κόσμους. Σε σημείο που γίναμε πια η ίδια η γέφυρα. Με τις φθορές της εμφανείς…
    Υλικά κι απ’ τις δυο πλευρές χρειάζονται.

Άφησε σχόλιο