Το καΐκι «Κωσταντής»

2

Κείμενο της Βίκυς Γεωργούλη γραμμένο στα πλαίσια του λογοτεχνικού εργαστηρίου του Γιάννη Μακριδάκη που πραγματοποιήθηκε το Πάσχα στη Βολισσό

Ε και; Πεθαίνω. Σάμπως, τι θαρρείτε, πως θα φοβόμουνα το θάνατο; Από τα πέντε μου τον γνώρισα, σαν μου ξέφυγε η αδερφή μου από τα χέρια, βούτηξε στο λιμάνι, πνίγηκε, δυο χρονώ παιδί.

Τον φορτώθηκα το θάνατο από νωρίς, σε μια ζωή που την καλοπέρασα μα δεν μου χαρίστηκε. Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, νοιώθω πως τελειώνω, πως τη μέρα δεν θα τη βγάλω. Τους έχω όλους από πάνω μου, η κόρη μου με φιλά στο μέτωπο, μου χαϊδεύει τα μαλλιά, η εγγόνα μου μού κρατά το χέρι, μου μιλά, μα δύναμη να απαντήσω δεν έχω. Αγωνιούν, μ’ αγαπούν, θέλουν να φύγω ήσυχα.

Μου τον χρωστά η ζωή τον ήρεμο το θάνατο. Τα μυαλά μου τα ‘χω χάσει από πέντε χρονώ σαν είδα το ‘’εσύ φταίς’’ στα μάτια της μάνας μου, μια ματιά που έσβησε σαν ξεψύχησε στα χέρια μου. Την ένοιωσα τη μάνα, την κατάλαβα σαν έχασα κι εγώ το γιό μου, κοίταγα τον κόσμο στα μάτια και στον καθένα χωριστά αυτό έδειχνα ‘’εσύ ζεις, μην λες τίποτα, ο γιός μου πέθανε’’

Δεν τον φοβήθηκα τον θάνατο, μου πήρε πολλούς, χάθηκα, αναστήθηκα ξανά και ξανά. Την αγάπησα τη ζωή, την έζησα πάντα με δυο πόρτες ανοιχτές που βγαίναν σε κήπους, με τα κλειδιά απ’ έξω, να μπορούν όλοι να λένε, κυρά Μαρία είσαι μέσα; Να μπούμε;

Με λέγαν σκληρή και πικρή, μα θαρρώ πως οι άνθρωποι τέτοια χρειάζονται ν’ ακούν, σκληρές, πικρές αλήθειες, τραβάτε με κι ας κλαίω, μούτρωναν, θύμωναν, μα κοντά μου ξαναγύριζαν.

Έχετε το νου σας, τους άκουγα να λένε, έρχεται η Μαρία, μην σας δει το μάτι της, αλίμονο σας. Μα εγώ, δεν ζήλεψα ποτέ κανέναν. Πλούτη είχα και την αγάπη την έζησα, τι δουλειά είχα από το γάδαρο που του φορούσαν ωραίο σιλιβάρι σαν αρχίνησε να χτυπιέται; Γιατί να ζηλέψω τον μπαξέ του Γιακουμή που μαράθηκε αφού στο σπίτι μας μοσχομύριζαν τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά; Γιατί να φέρω κάτω το άρμπουρο του ‘’Μαριγώ’’ αφού ο κύρης μου κι ο άντρας μου είχανε τα πιο πολλά καΐκια;

Μεγάλη Παρασκευή βράδυ κι ένοιωσα τον δισέγγονο μου να με κοιτά από την πόρτα, μαμά Μαρία, ψιθύρισε σιγά, μα δύναμη ν’ αποκριθώ δεν έχω. Σου ‘ταξα, γιουκάκι μου, πως εγώ θα σου πάρω το πρώτο σου αμάξι, μα τα λογάριασα λάθος, εθάρριουμουν πως θα τα καταφέρω να φτάσω τα εκατό.

Οι δυνάμεις μου μ’ εγκαταλείπουν κι όλο στο μυαλό μου έρχεται η Θάλασσα. Ν’ ακουμπούσα σ’ ένα βραχάκι ήθελα, να τσαλαβουτώ τα πόδια μου κι ας μην έμαθα να κολυμπώ.

Ξημερώματα Σαββάτου και ταξιδεύω με το καΐκι μας το ‘’Κωσταντής’’ σε μια θάλασσα γαλήνια. Τα χέρια μου βαστούν το τιμόνι, το φόρεμα μου τ’ ανασηκώνει το ελαφρύ το βοριαδάκι, την άκρη του την τραβά ο Κωσταντής μου, τους ώμους μου αγκαλιάζουν τα χέρια του άντρα μου, νοιώθω την ανάσα του στο λαιμό μου, ακούω το γέλιο του, η μάνα μου ανεβαίνει στο άρμπουρο, ελευθερώνει τα σχοινιά, το καΐκι πήρε δρόμο. Τ’ αστέρια στον ουρανό με οδηγούν, μου δείχνουν την πορεία. Γελώ, κανένας άνθρωπος δεν έχει ταξιδέψει σαν κι εμένα, Μεγάλο Σάββατο με την ανατολή του ήλιου.

Zει στη Λαγκάδα και διατηρεί, ακόμα, κατάστημα στην πόλη της Χίου

Συζήτηση2 Σχόλια

  1. ΠΟΛΙΤΑΚΗ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

    Εγώ έχω γίνει τελευταία τόσο έυαίσθητη και κλαίω με το παραμικρό ή η Βίκυ είναι τόσο δυνατή στο γράψιμο;

Άφησε σχόλιο